Απο τη Γενεύη στην ασφάλεια

Η Διάσκεψη για την Κύπρο στη Γενεύη έπαιξε το δικό της ρόλο στην μακρά προσπάθεια για ολοκλήρωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Οι δύο ηγέτες γεφύρωσαν διαφωνίες στα παλαιότερα κεφάλαια, διαμόρφωσαν περαιτέρω συγκλίσεις και αυτό συνιστά ένα κρίσιμης σημασίας στοιχείο της. Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή, δείγμα γραφής ότι η διστακτικότητα παραμένει, οι αμφιβολίες για τις προθέσεις της άλλης πλευράς παρεμποδίζουν την λήψη ισχυρών αποφάσεων. Το παράδειγμα με τους χάρτες είναι χαρακτηριστικό: η απόσταση είναι μικρή, (για την ε/κ πλευρά 28.2% για την τ/κ πολιτεία, για την τ/κ 29.2%), ωστόσο, η διασύνδεσή του ζητήματος με την εκ περιτροπής προεδρία και την επιστροφή της Μόρφου υπό ε/κ διοίκηση, κάνει τα πράγματα σχεδόν «πακέτο».

Η απόφαση για συνέχιση της διαπραγμάτευσης στις 18 Ιανουαρίου σε κατώτερο επίπεδο (δύο κύπριοι διαπραγματευτές, εμπειρογνώμονες από Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο, στη συνέχεια συνάντηση σε ανώτατο επίπεδο) δείχνει τη θέληση των μερών για πρόοδο, αλλά και τις χαρακτηριστικές αδυναμίες της παρούσας διαπραγματευτικής τακτικής. Το πακέτο που συνδέεται με τα ζητήματα ασφάλειας έπρεπε να συζητηθεί πολύ πιο ενωρίς, (βασικά στοιχεία του είναι γνωστά εδώ και ένα χρόνο), καθώς οι διαπραγματεύσεις με την παρούσα μορφή τους στη Λευκωσία κρατούν σχεδόν δύο χρόνια, και άλλες, με διάφορες μορφές, σαράντα δύο. Συνεπώς δεν υπάρχει κάτι άγνωστο, ή κάτι απρόβλεπτο, όλα υπόκεινται στον κανόνα της οργανωτικής διάστασης μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας, είτε για να γνωρίζεις πού ακριβώς βαδίζεις, είτε για να βρεις μια συμβιβαστική φόρμουλα.

Κεντρικό θέμα στην τελευταίες δύο ημέρες της διάσκεψης υπήρξε αυτό της ασφάλειας. Ο ειδικός Αντιπρόσωπος του ΓΓ του ΟΗΕ Έσπε Έιντε στις 12 Ιανουαρίου, σημείωσε ότι «υπάρχουν κάποιες ιδέες που συζητούνται για μία νέα αντίληψη («concept») που δεν θα αποσυνδέσει την Κύπρο από τους γείτονές της, αλλά (θα εντάσσεται) σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο του 21ου αιώνα».

Προφανώς οι δύο πλευρές δεν έχουν την ίδια προσέγγιση στο ζήτημα της ασφάλειας, ώστε να κατακτηθεί αυτό που λέει ο Έιντε «μία νέα αντίληψη («concept»)». Είναι δυνατή μια συμβιβαστική, κοινά αποδεκτή, φόρμουλα; Στη δική μου, κρίση τρεις παράγοντες μπορούν να συμβάλουν στην πραγματική λύση του κεφαλαίου:

Πρώτο, η επεξήγηση στην κοινή γνώμη της επιδιωκόμενης ρύθμισης με πειστικές αναφορές στα πραγματικά γεγονότα-κυρίως τα παλαιότερα τα οποία συνδέονται με την ιστορική διαδρομή της νήσου. Δεύτερο, η μεταβατικότητα μιας ρύθμισης, φόρμουλα περιορισμένου χρονικού διαστήματος. Και, τρίτο, ανάδειξη του υπέρτερου πολιτικού πλεονεκτήματος, που συνιστά η συμμετοχή όλης της νήσου στην ΕΕ. Μέσα στο πολιτικό της περιβάλλον, η διαβούλευση και η συμβιβαστική συμπεριφορά συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο της εξέλιξής της, συνεπώς δείχνει το δρόμο για την αλλαγή στην Κύπρο.

Κάθε ρύθμιση χρειάζεται να συμπορεύεται με τις «ρυθμίσεις» που η εμπειρία κάθε λαού συνοψίζει. Το Σύνταγμα του 1960 δεν είχε μηχανισμούς αναθεώρησης, ούτε μεταβατικότητα σε ορισμένες διατάξεις του. Το σημερινό, εάν προκύψει συνολικό αποτέλεσμα, χρειάζεται να συνάδει με τις ευρωπαϊκές πρακτικές της εξελιγκτικότητας, υπό το πρίσμα της εμπειρίας που εν των μεταξύ θα αποκτάται μέσα από τις αξίες της πειθούς και της συναίνεσης.

H ανάπτυξη των σταδίων της συμφωνημένης λύσης μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο-συμμετοχή όλης της Κύπρου στην ΕΕ, Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ, 14 Απριλίου 2003, Στοά του Αττάλου- συνιστούν την ποιοτική διαφορά σε σχέση με το 1960. Ωστόσο, τόσο η επανάληψη του συστήματος του 1960, όσο και η πλήρης κατάργηση κάθε μορφής συστήματος ασφάλειας, ισοδυναμούν με μη λύση. Κλειδί παραμένει η μετακίνηση της βάσης συζήτησης στο θέμα της ασφάλειας από τις συμφωνίες του 1960 στο σημερινό πλαίσιο, προκειμένου μια νέα ρύθμιση να ανταποκρίνεται τόσο στις ανάγκες και στις ανησυχίες των δύο κοινοτήτων, όσο και στις σύγχρονες συνθήκες, της συμμετοχής της Κύπρου στην ΕΕ.

Η συμφωνία του ’60 χρειάζεται να αντικατασταθεί με μια νέα συνθήκη ασφάλειας με αξιοποίηση των Κεφαλαίων 6 και 7 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ στην οποία θα αποκλείεται η χρήση ή η απειλή χρήσης βίας. Ενδεχομένως,  να είναι μεταβατικό διάστημα δύο ή τριών ετών,να κριθεί αναγκαίο να σχηματιστεί ειδικό διευρυμένο  σώμα από στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις του ΟΗΕ και με συμμετοχή δυνάμεων από χώρες μέλη της ΕΕ (όπως λ.χ. η Γαλλία) το οποίο να εποπτεύει τις διαδικασίες αποχώρησης του τουρκικού στρατού, των «τουρκοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων» και τις διαδικασίες αφοπλισμού  της Εθνικής Φρουράς, έχοντας εντολή κατευθείαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Η πρόταση για ένα «Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας ανάμεσα σε Κύπρο, Ελλάδα, Τουρκία» που έχει προτείνει να σχηματιστεί σε περίπτωση λύσης ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, είναι μια σημαντική ιδέα που συναντά τη σκέψη Έιντε για (ασφάλεια) που «θα εντάσσεται σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο του 21ου αιώνα». Αν για την υλοποίηση της πιο πάνω αντίληψης, κριθεί αναγκαίο από την πολιτική ηγεσία, θα μπορούσε να παραμείνει στο έδαφος της Κύπρου ένα μικρό  στρατιωτικό τμήμα από την Ελλάδα και ένα από την Τουρκία, κατά το ανάλογο της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Κλειδί για μια ενδεχόμενη συμφωνία στο σημείο αυτό, η συμφωνία για οριστικό τερματισμό της παρουσίας αυτών των τμημάτων σε συμφωνημένο χρονικό διάστημα.

 

Με δεδομένες τις ασύμμετρες απειλές, στο νέο κυπριακό Σύνταγμα θα πρέπει να γίνεται αναφορά στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, και ειδικότερα στη «Ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», που προβλέπει ότι «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος της ΕΕ δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους».

Η παράταση των συζητήσεων σε «τεχνοκρατικό» επίπεδο για ακόμα μια «μίνι Γενεύη» στις 18 Ιανουαρίου δημιουργεί κίνητρα για περισσότερη πρόοδο. Μια ακόμα σειρά από συναντήσεις σε τεχνοκρατικό επίπεδο στη Γενεύη, ίσως ξεκαθαρίσουν το σκηνικό, αλλά δεν μπορείς να πείσεις ξανά ότι κάθε μήνα έχει «Συνέδριο για την Κύπρο»…

Λάρκος Λάρκου