Απο το Κίεβο στη Λευκωσία

Η Ουκρανία και η Κύπρος, αν και γεωγραφικά αταίριαστες περιπτώσεις, βρίσκονται από πλευράς γεωπολιτικής σε ένα πολύ ενδιαφέρον κοινό και διαφορετικό ιστορικό «βάθρο».

Η Ουκρανία, γεωγραφικά και πολιτικά κινείται ανάμεσα στη Δύση και την Ρωσία, παλαιότερα, στη Σ. Ένωση. Η ηγεσία Γιανουκόβιτς ακύρωσε την πολιτική για στενότερη συνεργασία με την ΕΕ ακολουθώντας την ανατολική οδό. Τα δώρα της Μόσχας ήταν: μείωση της τιμής πώλησης του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ουκρανία κατά το 1/3, και χορήγηση δανείου από 15 δις δολάρια. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη δημόσια στήριξη από τον Β. Γιανουκόβιτς της ρωσικής πρότασης για τη δημιουργία «Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης». Σε συνάντηση στη Μόσχα στις 24 Δεκεμβρίου 2013 οι ηγέτες της Λευκορωσίας Α. Λουκασέγκο, του Καζακτσάν Ν. Ναζαρμπάγιεφ και ο πρωθυπουργός της Ουκρανίας, Μ. Αζαρόφ επισημοποίησαν το περιεχόμενο της συνεργασίας με έναρξη εφαρμογής την 1η Ιανουαρίου 2005. Ο Β. Πούτιν δήλωσε ότι η «Ευρασιατική Οικονομική Ένωση θα αποτελέσει μια νέα πηγή για την οικονομική ανάπτυξη για όλους τους εμπλεκομένους».

Σήμερα η Ρωσία με διάφορα προσχήματα εισέβαλε σε Ουκρανικά εδάφη με προφανή στόχο να δημιουργήσει τετελεσμένα και στη τελική ρύθμιση να επιτύχει έναν ειδικό διακανονισμό σχετικά με την Κριμαία ή και την πλήρη προσάρτησή της. Η Ουκρανία ζει σε μια ειδικού τύπου γεωπολιτική ατμόσφαιρα. Η ισορροπία δυνάμεων γύρω από τη χώρα αυτή είναι εξαιρετικά λεπτή. Αν κάποιος αγνοήσει αυτό το στοιχείο μπορεί να είναι ένας καλός μποξέρ, αλλά, μάλλον όχι ένας διορατικός πολιτικός.

Η Κύπρος στη δεκαετία του ΄60 επέλεξε να ζήσει ανάμεσα στα δύο μπλοκς, έπαιξε με το Κίνημα των Αδεσμεύτων και δεν ανέλυσε με πληρότητα τις δικές της προτεραιότητες. Η Κύπρος σε μια σειρά από ιστορικές της περιπέτειες (1964, 1974) πλήρωσε βαρύτατο τίμημα, ιδιαίτερα σε σχέση με την τουρκική εισβολή. Η Κύπρος επέλεξε μια επαμφοτερίζουσα στάση, γκρημνοβατούσε πιστεύοντας ότι ασκούσε μεγάλη πολιτική. Δεν της βγήκε. Οι διεθνείς παίκτες κράτησαν γενικά ουδέτερη στάση το 1974, έπραξαν ελάχιστα και οι συσχετισμοί δύναμης άλλαξαν ουσιωδώς επί του κυπριακού εδάφους. Η Κύπρος μετά από προβληματισμούς και ταλαντεύσεις, άλλαξε διαδρομή, μελέτησε τα δεδομένα και ακολούθησε νέα στρατηγική. Στις 13 Απριλίου 2003 υπέγραψε στην Στοά του Αττάλου την Συνθήκη Προσχώρησης στην ΕΕ. Αυτή η αλλαγή προέκυψε ως μάθημα ιστορίας -από τις ακροβασίες του παρελθόντος στην ένταξη της νήσου στη ζώνη της σταθερότητας.

Το τελευταίο σημείο αποτελεί και την ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στην Κύπρο και την Ουκρανία. Η Κύπρος με την τελική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πέτυχε τη μεγαλύτερη γεωπολιτική νίκη στην ιστορία της με την ένταξη στο δυτικό σύστημα συμφερόντων. Η Στοά του Αττάλου αποτελεί το νέο «σύστημα εγγυήσεων», που αντικαθιστά με γεωπολιτικούς όρους τις Συνθήκες Εγγυήσεως του 1960. Η ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της ΕΕ συνιστά το στρατηγικό πλεονέκτημα για τη Λευκωσία και σε αυτό τον καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα και οι πρωθυπουργοί Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτης. Αυτή η στρατηγικού τύπου ανατροπή, προσφέρει το πλαίσιο και το αναγκαίο διαπραγματευτικό υλικό για την επίλυση του κυπριακού.

Η Ουκρανία στη διπολική αναμέτρηση Δύσης-Ρωσίας βρήκε σημαντική ενίσχυση από την πρώτη, αλλά χάνει δυνατότητες επί του εδάφους με την στρατιωτική εισβολή της δεύτερης. Η ηγετική ομάδα της δυτικής παράταξης στο Κίεβο, αν και πλεονεκτεί ιδεολογικά έναντι του κλίματος Γιανουκόβιτς, υπερεκτίμησε τις δυνατότητές της και δεν μπόρεσε να χειριστεί με ευελιξία τις διπολικές συμπληγάδες που περιβάλλουν τη χώρα τους. Η Κύπρος βλέποντας την ουκρανική περιπέτεια, μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα τι σημαίνει να ανήκεις στην ΕΕ, τι σημαίνει να έχεις τη δυνατότητα σήμερα να κάνεις έρευνες στην ΑΟΖ, τι σημαίνει να θυμάσαι την περιπέρτεια με του S300 και τι σημαίνει να πειραματίζεται και «ότι βγει». Η συμμετοχή της νήσου στη ζώνη της σταθερότητας από το 2003 δεν έχει επαρκώς αναδειχθεί στη δημόσια συζήτηση στη νήσο. Ίσως η τωρινή κρίση στην Ουκρανία να βοηθήσει να δούμε καλύτερα τι σημαίνει μέσα ή έξω από το ευρωπαϊκό σύστημα συμφερόντων, μέσα ή έξω από τη ζώνη της σταθερότητας.