Δέλτα με Ισραήλ

Μια από τις σημαντικότερες ειδήσεις της συγκυρίας, βρίσκεται στις δηλώσεις του Υπουργού Ενέργειας του Ισραήλ Γ. Στεϊνίτς στην εφημερίδα «Χουριέτ» στις 29 Ιουνίου. Ο ισραηλινός επίσημος με τον πιο σαφή τρόπο παρουσιάζει τις προτεραιότητες της χώρας του στον τομέα της ενέργειας. Το Ισραήλ, δηλώνει ο Στεϊνίτς, έχει τρεις επιλογές σχετικά με την εξαγωγή φυσικού αερίου στην Ευρώπη:

Α. «Η πρώτη επιλογή βρίσκεται στην εξαγωγή μέσα από τις εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου στο Δέλτα της Αιγύπτου… αυτή είναι μια πιθανότητα, αλλά είναι πολύ ακριβή».

Β. «Άλλη πιθανότητα είναι η κατασκευή αγωγού μέσω Κύπρου και Ελλάδας, ενός πολύ μεγάλου αγωγού, κάτω από τη θάλασσα…είναι ένα πολύ μεγάλο έργο, που μπορεί να κρατήσει πολύ περισσότερο. Μπορεί 5 ή 8 χρόνια για να κατασκευάσεις τόσο μεγάλο υποθαλάσσιο αγωγό. Τεχνικά είναι δυνατό, αλλά είναι πολύ ακριβό και πολύ μεγάλο έργο…»

Γ. «Η τρίτη επιλογή βρίσκεται στην πιθανότητα να κάνουμε εξαγωγή στην Ευρώπη μέσω της Τουρκίας. Σε αυτό υπάρχουν δύο πιθανότητες. Η πρώτη με την εξαγωγή φυσικού αερίου στην Τουρκία…η άλλη, οι δύο χώρες να συμφωνήσουν για τη μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ μέσω Τουρκίας στην Ευρώπη..». Ο Υπουργός, σημειώνει η «Χουριέτ», εκτιμά «ότι ο αγωγός προς την Τουρκία έχει κοστος δύο δις δολάρια «ή και λίγο λιγότερο, που θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από τον ιδιωτικό τομέα με τη σύμφωνη γνώμη Ισραήλ και Τουρκίας. Αν όλα εξελιχθούν ομαλά, το 2019 το ισραηλινό φυσικό αέριο από το Λεβιάθαν μπορεί να εξαχθεί στην Τουρκία».

Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να ήταν πιο σαφή: πολλοί στη Λευκωσία, κατά τη λαϊκή ρήση, «έσουζαν τα πόδια τους πριν να καβαλλικέψουν». Κατασκεύαζαν αγωγούς από την Α. Μεσόγειο, έπαιρναν και έφερναν χάρτες και σχεδιαγράμματα, κατασκεύαζαν τερματικό στο Βασιλικό χωρίς να λένε ποιος, πότε και με τι κόστος θα το κατασκεύαζε, ουδέποτε είπαν πώς μια χώρα που χρεοκόπησε το 2013 μπορούσε να φτιάξει τερματικό στην ξηρά αξίας κάποιων δις ευρώ, αρνήθηκαν να πουν δημόσια κάτω από ποιες συνθήκες ασφαλείας θα μπορούσε το Ισραήλ να δεχθεί μεταφορά δική του φυσικού αερίου στο (ενδεχόμενο) να κατασκευαστεί τερματικό στο Βασιλικό.

Τα πιο πάνω δεν σημαίνουν ότι είμαστε μόνο επιμηθείς αλλά και τυφλοί μπροστά στα πασιφανή. Αδύναμοι να δούμε τα πραγματικά σενάρια, ανήμποροι να αντιληφθούμε τις επιθυμία άλλων παικτών, ίσως επηρμένοι από την αναπάντεχη τύχη να γίνουμε κάποιος «ομφαλός» συζητήσεων για την ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης, αγνοήσαμε το αυτονόητο: την πραγματικότητα! Αυτή σήμερα παίρνει τη δική της τροπή μετά την συμφωνία Τουρκίας-Ισραήλ να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους και έτσι να θέσουν τις βάσεις για κοινές πολιτικές στο χώρο της ενέργειας.

Αυτές οι αναπροσαρμογές δεν σημαίνουν ότι η Κύπρος βγήκε εκτός παιχνιδιού. Παραμένει παίκτης κάτω από άλλους, πραγματικούς όρους. Η μεταφορά φυσικού αερίου από το ισραηλινό «Λεβιάθαν» στην Τουρκία, ίσως, περάσει από την κυπριακή ΑΟΖ, γεγονός που δίνει ένα πλεονέκτημα στη Λευκωσία. Αν και δεν έχει την νομική ισχύ να μπλοκάρει τη μεταφορά, η Λευκωσία αποκτά τη δυνατότητα για ενός είδους διαπραγματευσεις καθώς αυτή η λύση είναι πιο ασφαλής και στοιχίζει λιγότερα. Σε περίπτωση επίλυσης του κυπριακού, η Κύπρος θα ενταχθεί σε ένα ευρύτερο δίκτυο συμφερόντων και ισχύος, και, σε περιπτωση μη λύσης, θα παρακολουθεί τις μεγάλες ενεργειακές αλλαγές και μέσα μέσα θα εκδίδει και καμμιά καταγγελία.

Μια κοινωνία που επιβραβεύει όλους εκείνους που πουλούσαν φυσικά αέρια σαν φύκια με μεταξωτές κορδέλλες, όλους εκείνους που έκτιζαν καριέρα πουλώντας εξυπνάδες για το φυσικό αέριο, δεν είμαι βέβαιος ότι μπορεί να κατανοήσει επαρκώς ποιο ακριβώς είναι το πολιτικό διακύβευμα σήμερα. Καμμιά πρωτοβουλία που συνδέει τον τρίτο γύρο αδειοδότησης γύρω από θαλάσσια τεμάχια στην κυπριακή ΑΟΖ δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσει, ή να προσπεράσει, το κεντρικό ζήτημα που συνδέεται με τη δημιουργία δικτύου συμφερόντων (υποδομές, μεταφορά, εξαγωγή) με το Ισραήλ και την Τουρκία, ασφαλώς (με την τελευταία) στην περίπτωση της επίλυσης του κυπριακού. Σε μια άλλη περίπτωση η Κύπρος θα εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο συζητήσεων χωρίς θεαματικό αποτέλεσμα, καθ’ ότι δεν αρκεί η αδειοδότηση, ούτε η ενδεχόμενη ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων. Κρίσιμο ζήτημα παραμένει –στο ενδεχόμενο κατά το οποίο η Κύπρος να μείνει μόνη-, το εάν υπάρχουν τόσες ποσότητες που να κριθούν εμπορικά σημαντικές, το πώς και πού θα γίνει η μεταφορά τους από την κυπριακή ΑΟΖ, ποιος θα αναλάβει το κόστος της μεταφοράς και σε ποιο χρονοδιάγραμμα θα γίνουν αυτά. Σε αυτή την περίπτωση ότι συνδέεται με το τεμάχιο Αφροδίτη θα εξελιχθεί κατά θετικό τρόπο, ενώ τα υπόλοιπα θαλάσσια τεμάχια θα συναντούν δισταγμούς για ολοκληρωμένες επενδυτικές δραστηριότητες εξαιτίας του κλίματος αβεβαιότητας που θα προκύψει στο ενδεχόμενο μη λύσης στο κυπριακό. Το ζήτημα με το φυσικό αέρο παραμένει σταθερά μια μεγάλη πολιτική πρόκληση, εκτός από εξαίρετη αναπτυξιακή επένδυση. Χρειάζεται σοφία, μελέτη κάθε σεναρίου και αποφασιστικότητα με στόχο αυτή η εύνοια της φύσης να αποδώσει το μέγιστο όφελος για την Κύπρο.