Δένδιας στη «γραμμή» Βούδα…

Σπανίως στην μεταπολιτευτική περίοδο στην ελληνική πολιτική σκηνή κάποιος πρωθυπουργός και κάποιος υπεξ του, είχαν πραγματικά κοινούς προσανατολισμούς. Σήμερα, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυρ. Μητσοτάκης «ταυτίζεται» με τον υπεξ  του, Ν Δένδια;

Ο Κ. Μητσοτάκης, λέει πως «πιστεύω πως, ναι, να συμφωνήσουμε η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Είμαστε απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου», ηλ. Βήμα, 30/12/2019

Ο Ν Δένδιας λέει πως «είναι πια φανερό ότι η Τουρκία έχει επιλέξει να συμπεριφέρεται ως αναθεωρητικός, αποσταθεροποιητικός παράγοντας, επικίνδυνος για την ασφάλεια της άμεσης και ευρύτερης περιοχής, αλλά και για τις προτεραιότητες και τις αξίες που εκφράζει και προωθεί η ΕΕ. Αυτή την φορά (Σύνοδος Δεκεμβρίου), ανεξαρτήτως όψιμων δηλώσεων, η Τουρκία δεν είναι εύκολο να ξεγελάσει την ΕΕ», 25/11. Για όσους παρακολουθούν ε/κ πολιτικούς, όπως ο Τ. Παπαδόπουλος, ή ο Ν. Αναστασιάδης εύκολα διακρίνει τους πραγματικούς στόχους Δένδια.

Στις 20/10 με επιστολή του στον Επίτροπο Διεύρυνσης Oliver Varhelyi, ζητά την αναστολή της Τελωνειακής Ένωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης -Τουρκίας ενώ με άλλη επιστολή σε Γερμανό Heiko Maas, Ισπανό Arancha Gonzalez-Laya και Ιταλό Luigi Di Maio, ζητάει «να μην δοθούν οι άδειες για την εξαγωγή συγκεκριμένου στρατιωτικού υλικού προς την Τουρκία, όπως υποβρύχια, φρεγάτες, αεροσκάφη και αναβάθμιση τεθωρακισμένων».

Ως γνωστόν η Ελλάδα έχει ψηφίσει να έχει η Τουρκία ενταξιακές συνομιλίες-2005. Έκτοτε καμμιά κυβέρνηση δεν δήλωσε αλλαγή στρατηγικής: τις στηρίζει υπό όρους βέβαια-έστω αυτές που τύποις υπάρχουν. Τώρα ο Δένδιας κάνει άλμα ζητώντας διακοπή της Τ.Ε. του 1996, ενώ ισχύει το άλλο! Τίθεται ένα σχετικό ερώτημα: πριν στείλει την επιστολή αναζήτησε ή (και) βρήκε κάποιον σύμμαχο; Στο ζήτημα ισχύει ο κανόνας της ομοφωνίας. Άρα τι ακριβώς ψάχνει με την αποστολή των επιστολών; Τι απολογισμό έχει κάνει επί του θέματος;

Ο Ν. Δένδιας κάνει καριέρα με μεγαλοστομίες για εσωτερική κατανάλωση, θυμίζοντας έντονα τον κλασσσικό «Βούδα» της διπλωματίας, προκάτοχό του, Π.  Μολυβιάτη-έναν πρόσωπο με τεράστιες ευθύνες για τα σημερινά αδιέξοδα. Εμφανώς ενδιαφέρεται για την υψηλή του δημοφιλία, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι κινείται σε έναν χώρο στον οποίο δεν έχει τις κατάλληλες «υποδομές»  για να υπηρετήσει με παραγωγικό τρόπο:

Σταχυολογώ μερικές από τις επιδόσεις του στο χώρο:

  1. Δήλωσε δημοσίως ότι ότι δεν γνώριζε τι πάει να υπογράψει στο Κάιρο.
  2. Δήλωσε ότι δεν είχε χρόνο να ενημερώσει την Γερμανία για το ελληνοαιγυπτιακό σύμφωνο.
  3. Έφερε στην Αθήνα, άρον άρον, τον έναν εκ των πρωταγωνιστών της λιβυκής κρίσης, τον στρατηγό Χαφτάρ, ακολουθώντας τη γραμμή «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Εφόσον χάσει τη μάχη, τι κάνεις την επομένη;
  4. Δυσκολεύεται να ξεκαθαρίσει τη στάση του για τη Χάγη. Στα λόγια κάπως υπέρ, μετά όροι που δεν μπορεί να «ελέγξει» ή ακόμα χειρότερο, όροι που δεν μπορεί να επηρεάσει ή να συνδιαμορφώσει.
  5. Στηρίζει άκριτα τις επιζήμιες «τριμερείς», όπως βέβαια και ο προϊστάμενός του πρωθυπουργός. Σε δηλώσεις του στην Αθήνα μετά την «τριμερή» με Ισραήλ (Ασκενάζι) και Κύπρο (Χριστοδουλίδη) είπε: «τα αποτελέσματα της συνεργασίας μας είναι μετρήσιμα». Κυριολεκτικά κρίμα, τίποτε απολύτως δεν έχει καταλάβει. Το πικ- νικ στις 15/11 στο Βαρώσι είναι η απάντηση της Τουρκίας στον «τριμερή» αποκλεισμό της από το παιχνίδι των αγωγών και κυρίως της εγκατάλειψης επί τριετίαν των συνομιλιών από τον Ν Αναστασιάδη με τον μακράν πιο ορθολογικό τ/κ πολιτικό Μ. Ακιντζί. Έχει κάτι να πει επ’ αυτού ο Ν. Δένδιας;

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την 1/10 ζήτησε «την ταχεία επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών για επίλυση του κυπριακού». Παρέχει στήριξη στο διάλογο Ελλάδας-Τουρκίας με κατευθυντήρια γραμμή τη Χάγη. Έθεσε προϋποθέσεις για όλους (Τουρκία, αποφυγή «μονομερών ενεργειών», αποφυγή «παρόμοιων ενεργειών στο μέλλον» ) αλλά και όλοι τίθενται υπό την εποπτεία ενός μηχανισμού παρακολούθησης. Στο ίδιο πλαίσιο πρότεινε «τον εκσυγχρονισμό της Ευρωτουρκικής σχέσης με ανανέωση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, επικαιροποίηση της συμφωνίας του 2016 για το μεταναστευτικό». Ποιο από τα πιο πάνω ζητήματα προώθησε η ελληνική διπλωματία υπό τον Ν. Δένδια πέρα από την σε υψηλούς τόνους καταγγελία της Τουρκίας;

Ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης εισηγείται τη μόνη εφικτή στρατηγική εξόδου από τις σημερινές συνθήκες: «Ειδική Σχέση – Νέο «Ελσίνκι» με την Τουρκία που θα περιλαμβάνει μιαν νέα, θετική ατζέντα-« ένα τέτοιο πακέτο», εκτιμά», «δεν μπορεί να απορριφθεί από την Άγκυρα» Θα μπορούσε να περιλαμβάνει, «εκσυγχρονισμό της ΤΕ ΕΕ – Τουρκίας, ρυθμίσεις για την απελευθέρωση του καθεστώτος θεωρήσεων (visas) για την είσοδο Τούρκων πολιτών στην ΕΕ, ρυθμίσεις για προσφυγικό – μεταναστευτικό». Ο ευρυμαθής καθηγητής θεωρεί ότι «άλλη στρατηγική ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία δεν υπάρχει. Στρατηγική που να οδηγεί στην ομαλοποίηση της κατάστασης και τελικά στη λύση των προβλημάτων και σταθεροποίηση της Αν. Μεσογείου». («Μεταρρύθμιση», 30/8/20).

Το δίλημμα της συγκυρίας είναι ιδιαιτέρως σαφές: μια θετική ατζέντα μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που να οδηγεί σε λύσεις υπό την εποπτεία των ευρωπαϊκών σωμάτων-η μεγάλη εικόνα. Η πολιτική της μη λύσης ασχολείται με τις κυρώσεις, κάτι που ουδόλως επηρεάζει την τουρκική εξωτερική πολιτική, αν δεν περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα-η «πρόσκαιρη» εικόνα. Τα χρονικά περιθώρια, ωστόσο, στενεύουν: η διάλυση του διαπραγματευτικού τοπίου στο κυπριακό πιέζει έντονα τα Αιγαιακά και δυσκολεύει ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Η μεγάλη εικόνα είναι «καθαρή» για όσους ενδιαφέρονται να λύσουν προβλήματα. Τι μπορεί να την καταστήσει δημιουργική πολιτική, αν όχι η τοποθέτηση φωτισμού, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε δρόμους στο Βαρώσι;

Λάρκος Λάρκου