ΕΕ : απο την πτώση στη νέα “ταυτότητα”

Η πολιτική εκτίμηση το έχει ήδη καταγράψει, οι αριθμοί ακολούθησαν. Η ΕΕ δεν ελκύει την πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών, η απογοήτευση και η κριτική διάθεση είναι κυρίαρχη. Με στοιχεία από το ηλεκτρονικό «Βήμα» «με δημοσκοπική έρευνα η οποία διεξήχθη σε Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία, από τη δεξαμενή σκέψης «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων» (ECFR) με στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου και δημοσιεύθηκε σε έξι μεγάλες εφημερίδες (ανάμεσά τους και τον βρετανικό Guardian), ο ευρωσκεπτικισμός στα συγκεκριμένα κράτη αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να ευνοείται η εκτροφή λαϊκιστικών, αντιευρωπαϊκών κινημάτων. Τα συμπεράσματα λαμβάνουν ακόμα πιο ανησυχητικές διαστάσεις από το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες χώρες αντιπροσωπεύουν πάνω από τα δύο-τρίτα των ευρωπαίων πολιτών, δηλαδή περί τα 350 εκατομμύρια από τα 500 περίπου εκατομμύρια των πολιτών της ΕΕ».

Τα στοιχεία από την Ισπανία είναι ιδιαιτέρως σημαντικά γιατί η χώρα αυτή βρίσκεται ακόμα σε επικίνδυνη οικονομικη τροχιά και η κυβέρνηση Ραχόι ακόμα ψάχνει λύσεις. Σύμφωνα με την έρευνα, στην Ισπανία «καταγράφεται η μεγαλύτερη πτώση της εμπιστοσύνης προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς… με ένα συντριπτικό 72% να έχει απαντήσει ότι «τείνει να μην εμπιστεύεται την ΕΕ», με μόλις το 20% των πολιτών να «τείνει να την εμπιστευτεί. Τα στοιχεία γίνονται ακόμα πιο αποκαλυπτικά εάν συγκριθούν με τα αντίστοιχα του 2007, όταν το το 65% των Ισπανών δήλωνε ότι «εμπιστεύεται την ΕΕ», ενώ όσοι δεν την εμπιστεύονταν ανέρχονταν μόλις στο 23%».

Πριν από πέντε χρόνια, το 56% των Γερμανών «έτεινε να εμπιστευτεί» την ΕΕ, ενώ σήμερα το 59% «τείνει να μην την εμπιστευτεί». Στη Γαλλία η δυσπιστία προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει ανέλθει από το 41% στο 56%, ενώ στην Ιταλία, όπου παραδοσιακώς οι πολίτες σε αντίθεση με την ιταλική πολιτική τάξη έτρεφαν φιλοευρωπαϊκά αισθήματα, το ποσοστό δυσπιστία έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 28% στο 53%. Στην Πολωνία, η στήριξη προς την ΕΕ από το 68% έπεσε στο 48%. Αλλά και στην, παραδοσιακά ευρωσκεπτικιστική Βρετανία, η δυσπιστία έναντι της ΕΕ εκτοξεύθηκε από το 49% στο 69%, ποσοστό που αποτελεί και το δεύτερο υψηλότερο μετά την εντυπωσιακή στροφή της Ισπανίας».

Στο ίδιο δημοσίευμα στο «Βήμα» γίνεται αναφορά στην «Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα» που έγινε για λογαριασμό του βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου, με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών φορέων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με αυτήν, «σε γενικές γραμμές, η εμπιστοσύνη προς την πολιτική και η ικανοποίηση για τους δημοκρατικούς θεσμούς μειώθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, με σημαντικές ωστόσο διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών. Το συγκεκριμένο ποσοστό ήταν υψηλό σε χώρες όπως η Βρετανία, το Βέλγιο, η Δανία και η Φιλανδία, ιδιαιτέρως υψηλό στη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και τη Σλοβενία, ενώ λάμβανε ανησυχητικές διαστάσεις στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση δεν έπληξε μόνο την αντικειμενική οικονομική κατάσταση πολλών πολιτών, αλλά προκάλεσε αισθήμα εκτεταμένης ανησυχίας για το μέλλον μίας χώρας, ακόμα και σε αυτούς που δεν αντιμετώπισαν άμεσα δυσχέρεια».

Στις 22 Απριλίου 2013 ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ. Μ.  Μπαρόζο δήλωσε ότι «η πολιτική λιτότητας έχει φθάσει στα όριά της… καθώς στερείται πολιτικού και κοινωνικού ερείσματος». Η Α. Μέρκελ υποστηριξε από τη δική της πλευρά ότι «ακόμα δεν έχουμε βρει την απάντηση στο ερώτημα εάν είμαστε έτοιμοι να ενωθούμε με κοινές οικονομικές παραμέτρους εντός της περιοχής του κοινού νομίσματος. Αν θέλουμε να έχουμε κοινό νόμισμα, κοινή Ευρώπη πρέπει να είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε συνήθειες που αποκτήσαμε με δυσκολία. Αυτό σημαινει να αποδεχτούμε ότι σε κάποια πράγματα η Ευρώπη είναι αυτή που έχει τον τελικό λόγο…αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να οικοδομούμε αυτήν την Ευρώπη».

Σε ένα τόσο πολύπλοκο ζήτημα εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Χρειάζεται όμως η ίδια η Επιτροπή ως το κύριο πολιτικό όργανο στην ΕΕ να δώσει απαντήσεις, αφού πρώτα κάνει τη δική της εσωτερική αξιολόγηση ώστε να φτάσει σε κάποια πορίσματα. Η οικονομική κρίση διεύρυνε την κριτική απέναντι στην ΕΕ, μεγάλωσε τα ρεύματα τύπου Γκρίλλο στην Ιταλία, έδωσε τροφή στις απόψεις του «όχι σε όλα», και γενικά αποσυντόνισε την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία όπως την οικοδομούσε η προηγούμενη γενιά των μεγάλων ευρωπαϊστών πολιτικών- Κολ, Ντελόρ, Σημίτης, Πρόντι, Σμιτ, Μιτεράν, Σρέτερ, Σιράκ, Φίσερ.

Ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης γράφει επί του θέματος και τα εξής: «το πώς μπορεί να δημιουργηθεί, το πώς δηλαδή θα μπορέσει ο πολίτης της Ενωσης «να ταυτισθεί» με σύστημα, θεσμούς, πολιτικές, σύμβολα και αφήγηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης συνιστά ιδιαίτερα περίπλοκο πρόβλημα. Οπωσδήποτε δεν θα δημιουργηθεί με απλά κηρύγματα και διαλέξεις «για τη σημασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης». Η δημιουργία της ευρωπαϊκής ταυτότητας θα έχει κατά βάση λειτουργικό χαρακτήρα, πράγμα που σημαίνει ότι ο ευρωπαίος πολίτης «θα ταυτισθεί», θα αποδεχθεί και τελικά θα στηρίξει το εγχείρημα της ενοποίησης και το σύστημα της ΕΕ, εάν κατανοήσει και κυρίως «αισθανθεί» ότι το σύστημα αυτό συμβάλλει στη μεγιστοποίηση της ευημερίας του εν τη ευρεία εννοία. Εάν δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ενωση εμφανισθεί ότι λειτουργεί «ως σύστημα μεγιστοποίησης της ευημερίας των πολιτών» στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα και παράλληλα παρέχει τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες, τις διαδικασίες για τη συμμετοχή τους στην ενοποιητική διαδικασία. Καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, καλό θα ήταν να ανοίξει τουλάχιστον μια συζήτηση πάνω στο πώς θα μπορούσε μετά τη «δημιουργία της Ευρώπης» να «δημιουργηθούν» και οι Ευρωπαίοι (πολίτες)» («Νέα», 12 Απριλίου 2013).