ΕΕ όπως ΟΗΕ;

Καθώς οι χρήσιμες εκδηλώσεις καταδίκης των δύο φάσεων της εισβολής έχουν ολοκληρωθεί, αξίζει ειδικού σχολιασμού η τάση μιας μερίδας πολιτικών ή κοινωνικών παραγόντων που ομιλούν κατά τη διάρκειά τους διατυπώνοντας αιτήματα εξ ονόματος διαφόρων οργανώσεων. Πρώτα, μάλλον πιστεύουν στη δύναμη της εσωστρέφειας (τα λέμε μεταξύ μας), δεύτερο, φαίνεται να μην έχουν σκεφθεί κάτι διαφορετικό μέσα στα χρόνια που έχουν περάσει ή και τις εντωμεταξύ εμπειρίες που έχουμε αποκτήσει, και τρίτο, και σημαντικότερο, στις ομιλίες τους αισθάνονται παντοδύναμοι ώστε να διατάζουν τους πάντες ( τον ΟΗΕ, την ΕΕ, τον πλανήτη) τι πρέπει να κάνουν σε σχέση με το κυπριακό.

Αν όλα αυτά είναι μάλλον γνωστά, εκτιμώ ότι προκαλεί ενδιαφέρον το ότι για πολλούς παράγοντες στην Κύπρο η ΕΕ έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται όπως ο ΟΗΕ. Στις κυριακάτικες ομιλίες καλούν την ΕΕ να εφαρμόσει τα ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου σε σχέση με την Κύπρο, να ασκήσει πίεση στην Τουρκία και αρκετοί θεωρούν τη στάση της ΕΕ αδιευκρίνιστη ή και περίεργη.

Δεν δουλεύει όμως η ΕΕ όπως ο ΟΗΕ. Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στον ΟΗΕ και την ΕΕ όπως απέδειξε η δαιδαλώδης πορεία προς την ένταξη (1986-2004) και αυτό διαφεύγει της προσοχής από τους ρήτορες της συνήθειας. Η ΕΕ δουλεύει αλλιώς: σταθερή προϋπόθεση για να αξιοποιήσουμε την ΕΕ στο κυπριακό είναι να κινητοποιήσουμε με τις δικές μας πρωτοβουλίες το θεσμικό πλαίσιό της. Σε έρευνα κοινής γνώμης του «Ευρωβαρόμετρου» η ΕΕ προκαλεί το συναίσθημα της ελπίδας στο 60% των ε/κ, ενώ ο ΟΗΕ τυγχάνει εμπιστοσύνης μόλις από το 25%.

Μόνο με την κατάλληλη προετοιμασία και εφικτές εισηγήσεις ενταγμένες στον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ μπορεί να αλλάξουν οι παλιές ισορροπίες ώστε η Ένωση να  δουλέψει ως ο πραγματικός καταλύτης της λύσης. Για να επιτευχθεί αυτό η Λευκωσία μπορεί να διευκολύνει τις διαδικασίες με τη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων, με διαβουλεύσεις που να πείθουν για την εγκυρότητα των επιδιώξεών της μέσα στο πραγματικό πλαίσιο που δουλεύει η ΕΕ. Τέσσερα παραδείγματα αποδεικνύουν την πληρότητα της άποψης αυτής -είναι ευρήματα από την  παγκύπρια έρευνα κοινής γνώμης «Κύπρος 2015»:

Παράδειγμα Α: οι ε/κ (ποσοστό 88%) και οι τ/κ (ποσοστό 62%) υποστηρίζουν το διορισμό αντιπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού.

Θεωρώ ότι ο διορισμός  αντιπροσώπου της ΕΕ και η συμμετοχή ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων στις συνομιλίες εκφράζει και ένα ειδικό συμβολισμό για τη δέσμευση της ΕΕ να είναι παρούσα με εισηγήσεις για την επίλυση του κυπριακού.

 Παράδειγμα Β: σημαντικός παράγοντας για την επίλυση είναι η επιθυμία να εισέλθει η Κύπρος σε μια «νέα εποχή μακροπρόθεσμης βιώσιμης ειρήνης» (98% ε/κ, 73% τ/κ), όπως και το να καταστεί η Κύπρος ένα φυσιολογικό κράτος πλήρως ενταγμένο στην ΕΕ, χωρίς το κυπριακό πρόβλημα να το κρατάει καθηλωμένο (86% ε/κ, 65% τ/κ).

Παράδειγμα Γ: στο ζήτημα των εγγυήσεων οι θέσεις των δύο πλευρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Μπορεί να γεφυρωθούν και να γίνουν αποδεκτές από πλειοψηφίες στις δύο κοινότητες μόνο με την ανάδειξη της ΕΕ σε παράγοντα εγγύησης και ασφαλείας.

Παράδειγμα Δ: κάθε οπισθοδρομική εισήγηση στην τ/κ κοινότητα (λύσεις τύπου «Ταϊβάν», ή ενσωμάτωση στην Τουρκία, ή αναγνώριση «κράτους»), ανατρέπεται μόνο εάν δεν συμμετέχει η ΕΕ σε αυτές τις πιθανότητες.

Τα ευρήματα της έρευνας είναι εργαλεία πολιτικής, συνεπώς η από το 2004 συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ επιτρέπει την άσκηση εξωτερικής πολιτικής  με νέους όρους. Η «νέα διαπραγμάτευση» του κυπριακού σημαίνει να αξιοποιήσουμε τις κοινοτικές πολιτικές όπως για παράδειγμα η επεξεργασία ενός Συμφώνου Σταθερότητας που μπορεί να  επεξεργαστεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη μακροοικονομική σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί να προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις στα Διαρθρωτικά Ταμεία με σχετικές προβλέψεις στον κοινοτικό προϋπολογισμό (2014-2020) όπως τυγχάνει σήμερα επεξεργασίας για συγκλίσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη στα πλαίσια της άσκησης της προεδρίας της ΕΕ από την Κυπριακή Δημοκρατία.