Εφικτή λύση τώρα!
Καθώς πλησιάζει η ώρα της τελικής απόφασης για το «ελληνικόν ζήτημα» ένας επωφελής συμβιβασμός αποτελεί την αναγκαία εξέλιξη. Η ευρωζώνη, ως γνωστόν, δεν δημιουργήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2015, συνεπώς οι κανόνες πρέπει να τηρούνται, από την άλλη η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ζητά αλλαγές (λ.χ. βελτίωση κατώτατου μισθού/συντάξεων), ώστε να προκύψει ένα καλύτερο μείγμα οικονομικής πολιτικής στο πλαίσιο της παρούσας συγκυρίας. Απαιτείται διάθεση συμβιβασμού πάνω στο συγκεκριμένο, η Αθήνα έχει διατυπώσει πρόταση και πάνω σε αυτή γίνεται η διαπραγμάτευση με τους εταίρους της. Η θέση Μοσκοβισί ότι «έχουμε ανάγκη την Ελλάδα στην ευρωζώνη και η Ελλάδα έχει επίσης ανάγκη τη ζώνη του ευρώ» δίνει την κατεύθυνση για μια διευθέτηση. Αν το παιχνίδι με τις λέξεις βοηθά, ας χρησιμοποιηθεί (λ.χ. παράταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης) γιατί αυτό που μετρά είναι να αποφύγει η ελληνική κοινωνία την άτακτη χρεοκοπία και την εξαυτής «αλβανοποίηση» της πορείας της.
Είναι πασιφανές ότι για χρόνια η Ελλάδα απέτυχε να αντιμετωπίσει τις βασικές προκλήσεις της εποχής. Η αποτυχία έχει διπλό κόστος. Από τη μια διατήρηση ενός γραφειοκρατικού, πελατειακού κράτους και από την άλλη, συνεχής πίεση πάνω στους μισθούς και τις συντάξεις για να «βγαίνει ο λογαριασμός» απέναντι στους δανειστές. Ο προεκλογικός ΣΥΡΙΖΑ δεν πρωτοτύπησε, αντίθετα, ακολουθώντας την πεπατημένη, παρουσίασε ένα πρόγραμμα με, επι μέρους βελτιώσεις της κοινωνικής δυστυχίας, αλλά χωρίς σύγχρονη αναπτυξιακή πρόταση. Οι μετεκλογικές του αποφάσεις (λ.χ. Cosco, παιδεία, επανακρατικοποιήσεις) το επιβεβαιώνουν. Η αποτυχία της Ελλάδας δεν είναι εισαγόμενη, είναι προϊόν της κυρίαρχης πολιτικής πρακτικής στην μεταπολιτευτική περίοδο, η οποία ταύτισε το κάθε φορά κυβερνητικό κόμμα με το κράτος- να τακτοποιήσουμε «τα δικά μας παιδιά» που αδικούσαν οι κάθε φορά προηγούμενοι, με αστόχευτες παροχές, με την κομματική επικυριαρχία επί της κοινωνίας. Κλασσικό παραμένει το παράδειγμα της πενταετίας Καραμανλή με Υπουργό Εσωτερικών τον Π. Παυλόπουλο. Η εφημερίδα «Τα «Νέα» στις 9 Φεβρουαρίου 2013 μάς παρέχει το υλικό:
«Ένα δεύτερο δημόσιο δημιούργησε η Νέα Δημοκρατία στα πέντε χρόνια της διακυβέρνησης Καραμανλή, στήνοντας βιομηχανία προσλήψεων που ξεπέρασαν τις 865.000. Οι περισσότερες μάλιστα από τις μισές – 57% – έγιναν με αδιαφανείς διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ καθώς αφορούσαν συμβασιούχους έργου ή ορισμένου χρόνου…». Επί Καραμανλή το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πεντέμισι χρόνια κατά 130 δισ. ευρώ, από 95,4% του ΑΕΠ το 2003 σε 129,4% στα τέλη του 2009.
Αυτά είναι τα πραγματικά μεγέθη και όσοι επικαλούνται την «αξιοπρέπεια» των ελλήνων, χρειάζεται να πουν πότε και πως προσπάθησαν για να αποφύγει η Ελλάδα τον εκτροχιασμό. Δηλώσεις του τύπου «αν δεν πάρουμε αυτό που θέλουμε, θα το κάνουμε Κούγκι» (Π. Καμένος, 18/2) δείχνουν πως η δημαγωγία αποτελεί συστατικό στοιχείο όσων προτείνουν μόνο ηρωικές κορώνες, αυτές που σπρώχνουν την ελληνική οικονομία ακόμα πιο βαθειά στον γκρεμό
Οι συζητήσεις στην ευρωζώνη για το ελληνικό ζήτημα αποδεικνύουν πόσο αλληλένδετες είναι πλέον οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη, τις οικονομικές πολιτικές, τα κόμματα, τις εθνικές εκλογές και τις επιπτώσεις τους στις ευρύτερες κοινοτικές διαδικασίες. Η μακρόσυρτη κρίση, οι αλλεπάλληλες διαδικασίες σε διάφορα επίπεδα, οι αποτυχίες για να βρεθούν λύσεις, οδηγούν σε ένα βέβαιο συμπέρασμα: ότι το ευρώ χωρίς κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες στις χώρες-μέλη του, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του ανταγωνισμού, της τεχνολογικής επανάστασης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Η απουσία μιας κοινής οικονομικής διακυβέρνησης προκαλεί τα σημερινά προβλήματα και επιτείνει τη δυσαρέσκεια των πολιτών σχετικά με την ικανότητα της ΕΕ να λύσει τις δικές της αντιθέσεις. Λύση παραμένει η κατάκτηση μιας κοινής οικονομικής διακυβέρνησης για τις χώρες της ευρωζώνης, γεγονός που θα δημιουργήσει μια καλύτερη ισορροπία σχέσεων ανάμεσα στις πλούσιες χώρες της ευρωζώνης και εκείνες που αντιμετωπίζουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα στο νότο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ επανέφερε προτάσεις για την ενοποίηση της ευρωζώνης στη σύνοδο των ηγετών της ΕΕ στις 12 Φεβρουαρίου. Μεταξύ άλλων προτείνει την καθιέρωση προϋπολογισμού της Ευρωζώνης, νέους ευρωπαϊκούς θεσμούς που θα υπηρετούν το ενιαίο νόμισμα, όπως η ιδέα ενός κοινοβουλίου ευρωζώνης ώστε «λογοδοσία και νομιμοποίηση σε μια πολυεπίπεδη λειτουργία της νομισματικής ένωσης της ΕΕ» να αποκτήσουν πιο αποτελεσματικό ρυθμό.