Είναι εφικτή η ευρωτουρκική «Άνοιξη»;

Πόσο η κόντρα Τραμπ-Ερτογάν θα αλλάξει το περιεχόμενο στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας; Τι θα αλλάξει στη γεωπολιτική αυτών των σχέσεων; Μπορεί να είναι η ΕΕ η λύση για την Τουρκία; Η απάντηση είναι δύσκολη. Όμως, υπό προϋποθέσεις, είναι εφικτή!

Ο Τ. Ερτογάν έδωσε λάθος απάντηση στο βασικό πυρήνα του πραξικοπήματος του 2016: αντί να εξαρθρώσει το σύστημα Γκιουλέν που εργάστηκε για το πραξικόπημα, εξαπέλυσε πογκρόμ εναντίον κάθε οπαδού ή απλού υποστηρικτή του! Αυτό οδήγησε σε συνεχείς παραβιάσεις του βασικού νόμου-μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, δίκες σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία κράτησε αδικαιολόγητα δύο χρόνια-από το καλοκαίρι του 2016 μέχρι το καλοκαίρι του 2018!

Η περίοδος από το 2004 έως 2009 υπήρξε μακράν η καλύτερη περίοδος στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Με ευθύνες (κυρίως) σε Μέρκελ και Σαρκοζί άλλαξε το περιεχόμενό της. Οι δύο ηγέτες εγκατέλειψαν τη στρατηγική σκέψη των προκατόχων τους  (Σρέτερ, Σιράκ) όπως συμφωνήθηκε στις 5 Οκτωνρίου 2005 μεταξύ Βρυξελλών-Άγκυρας για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με συμφωνημένη διαδικασία «ανοικτού τέλους». Οι Σαρκοζί και Μέρκελ έπαιξαν με κριτήριο τις τάσεις της κοινής τους γνώμης και κινήθηκαν σύμφωνα με εσωτερικά/εκλογικά κριτήρια. Η  Τουρκία διάβασε λάθος την αλλαγή των δύο ηγετών. Αντί να επιδιώκει περισσότερες μεταρρυθμίσεις και να ακολουθήσει πιο ενεργητικά τις Εκθέσεις Προόδου που ετοίμαζε η Επιτροπή, έκανε λάθος επιλογές και κυρίως, κάτω από την επιρροή Νταβούτογλου, πραγματοποίησε στροφή προς τα ανατολικά της (με λάθη σχετικά με την Αραβική Άνοιξη, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τη Συρία).

Η κόντρα Τραμπ-Ερτογάν θέτει τις ευρωτουρκικές σχέσεις πάνω σε νέα βάση.Μπορεί να δώσει κίνητρα για μια νέα αρχή; Αυτή τη στιγμή δεν βλέπω μια δυναμική παρά το ότι βλέπω μια χειροπιαστή ευκαιρία. Οι δηλώσεις βοηθούν αλλά η ευρωτουρκική σχέση έχει τόσες πτυχές που η κατάλληλη προγέγγιση είναι πως τώρα διαμορφώνεται μια νέα στρατηγική τύπου ευκαιρία. Εισαγωγή στο ζήτημα κάνει  ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Λέει: «ο λαός της Τουρκίας χρειάζεται επειγόντως ένα πολύ ξεκάθαρο μήνυμα: η Γερμανία και η Ευρώπη δεν θα συμμετάσχουν στην οικονομική αποσταθεροποίηση που θέλει να επιβάλει ο Τραμπ. Οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ μακριά. Αλλά στην Ευρώπη θα πληρώσουμε μεγάλο τίμημα αν η Τουρκία γίνει ασταθής» (ηλ. «Βήμα», 22/8). Στην ίδια ενότητα «ο τούρκος πρόεδρος κάλεσε τους ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας να συζητήσουν τρόπους ενίσχυσης των εμπορικών και επενδυτικών δεσμών… και σε μια κουρασμένη από τον Τραμπ Ευρώπη φαίνεται πως ολοένα και περισσότεροι πολιτικοί προτιμούν την ενίσχυση του εμπορίου παρά την επιβολή και άλλων κυρώσεων», (ηλ. «Βήμα, 23/8).

Στο ίδιο πνεύμα αλλά με πιο έντονη φρασεολογία η ολλανδική εφημερίδα Trouw κάνει λόγο για «εκκωφαντική σιωπή των Ευρωπαίων» στην αντιπαράθεση Τραμπ-Ερντογάν. Η εφημερίδα παρατηρεί ότι οι Ευρωπαίοι «διστάζουν να διαλέξουν στρατόπεδο και να πάρουν ξεκάθαρα θέση, παρά το γεγονός ότι στο θέμα αυτό έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα με τις ΗΠΑ». Σημειώνει ότι «οι αντιδράσεις της ΕΕ περιορίζονται σε κάποιες σποραδικές και άνευρες δηλώσεις της Μέρκελ, o Μακρόν τηρεί σιγήν ιχθύος και οι Γιούνκερ, Τουσκ και Μογκερίνι είναι ολοκληρωτικά απόντες. Το συμφέρον της ΕΕ επιτάσσει τη διατήρηση διαύλων με την Τουρκία τόσο επειδή την χρειάζεται στο προσφυγικό όσο και επειδή οι θέσεις της με την Τουρκία, σε ό,τι αφορά το Ιράν, λίγο-πολύ συμπίπτουν. Η εφημερίδα γράφει επίσης ότι «η αρνητική εικόνα που έχει ο Ερντογάν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εμποδίζει τους Ευρωπαίους ηγέτες να πάρουν ανοιχτά το μέρος του» (ΚΥΠΕ, ανταπόκριση Α. Αθανασίου, 23/8).

Οι κρίσεις «προσφέρουν» συνήθως εντάσεις. Κάτω από προϋποθέσεις προσφέρουν και ευκαιρίες. Με τις κατάλληλες προσαρμογές, με τις κατάλληλες πολιτικές αποφάσεις. Ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης καταθέτει μια ενδιαφέρουσα άποψη επ’ αυτού:
«Η Τουρκία εξαρτάται οικονομικά (εμπόριο, επενδύσεις, κ.λπ) σε πάρα πολύ υψηλό βαθμό από την ΕΕ και η τελευταία είναι τελικά αυτή που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να βοηθήσει την Τουρκία να σταθεί οικονομικά  στα πόδια της…. Βεβαίως η επαναπροσέγγιση δεν σημαίνει ούτε συνεπάγεται επανεκκίνηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Οι πολιτικές προϋποθέσεις (δημοκρατία, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, κλπ.) απουσιάζουν για κάτι τέτοιο.

Αλλά υπάρχουν περιθώρια για την επαναπροσέγγιση στο πλαίσιο της Συμφωνίας Σύνδεσης (Συμφωνία Άγκυρας – 1963) σε τομείς όπως εκσυγχρονισμός της τελωνειακής ένωσης, ρυθμίσεις για το καθεστώς θεωρήσεων ή και ενεργοποίησης του Προγράμματος Μακροοικονομικής Βοήθειας (MFA) για τη στήριξη της Τουρκικής οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και  χώρες μέλη οι οποίες στο παρελθόν διέπραξαν σημαντικά λάθη στο χειρισμό των σχέσεων με την Τουρκία, οφείλουν να δείξουν τώρα  «στρατηγική σκέψη».  Να αξιοποιήσουν δηλαδή την ευκαιρία που διαφαίνεται για να «επανακλειδώσουν» την Τουρκία με την ΕΕ χωρίς να υποχωρήσουν από τις πάγιες θέσεις για την ανάγκη αποκατάστασης των δημοκρατικών αρχών. Αντίθετα θα μπορούσαν να ασκήσουν τώρα ισχυρότερη πίεση προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν μπορεί να λησμονείται ότι, όπως η Τουρκία χρειάζεται την Ένωση, στον ίδιο βαθμό χρειάζεται και η ΕΕ την Τουρκία και όχι απλά και μόνο λόγω του μεταναστευτικού – προσφυγικού ζητήματος αλλά και για ευρύτερους γεωπολιτικούς και άλλους  λόγους.

Η διαδικασία όμως επαναπροσέγγισης, εάν και όταν ανοίξει, προσφέρει και μια σημαντική ευκαιρία για τη διαπραγμάτευση ενός «νέου επικαιροποιημένου Ελσίνκι» – ενός πακέτου ρυθμίσεων-δεσμεύσεων δηλαδή μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας για τα επίμαχα Ελληνοτουρκικά ζητήματα (Αιγαίου,Κύπρος, κλπ.) κατά το πρότυπο της συμφωνίας που έγινε το 1999 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του  Ελσίνκι επί πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη. Η ευκαιρία αυτή δεν θα πρέπει να χαθεί. Μπορεί και  πρέπει να αξιοποιηθεί καταλλήλως», (εφημερίδα, ΝΕΑ, 24/8/2018).

Λάρκος Λάρκου