Eξωτερική πολιτική και εσωτερικές περιπέτειες

  Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και σε πιο ειδικές περιόδους της αναπτύχθηκε μια ειδική συζήτηση γύρω από τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (Ε/Τ πόλεμος του 1897, Μικρασιατική καταστροφή, ενδοελλαδικές αντιθέσεις, σκοπιανό, κυπριακό κ.ά).

            Κάθε πλευρά είχε διαφορετικές στοχεύσεις, και έτσι, συστηματοποιήθηκε το φαινόμενο μιας προσέγγισης γύρω από την πατρίδα (πατριώτες, προδότες, ρεαλιστές, μειοδότες, ενδοτικοί, ανένδοτοι, εθνικόφρονες, κλπ.).

            Ειδική συζήτηση γίνεται γύρω από τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εκεί όπου ανθεί πιο εύκολα η γενίκευση όρων και η επιθετική διάθεση διαφόρων ρευμάτων.

            Στη νεοελληνική ιστορία η ανάπτυξη ενός αμετροεπούς λόγου, μιας ρητορείας που συγκάλυπτε τα πραγματικά προβλήματα συνέβαλε – στο δικό του επίπεδο – σε ορισμένες αδιέξοδες πορείες  και  επιλογές του ελληνισμού.

            Ο Γ. Γιαννουλόπουλος (1999) αναφερόμενος στον Ε/Τ πόλεμο του 1897 και τη δράση της «Εθνικής Εταιρείας» κάνει λόγο για τον «εθνικιστικό λόγο που δίνει προτεραιότητα στην αρχική εντύπωση και την εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων, της αναντιστοιχίας λόγων και πράξεων, της πλήρους απουσίας πνεύματος επαγγελματισμού..»

            Η ίδια βασική κατεύθυνση άλλαξε τις ισορροπίες και συνέβαλε στην καταστροφή του 1922. Η εκλογική ήττα του Ελ. Βενιζέλου (Νοέμβριος, 1920) είχε πίσω της τα ίδια χαρακτηριστικά (δημαγωγία φιλοβασιλικών κομμάτων, συκοφάντηση των αντιπάλων, «τα παιδιά μας να γυρίσουν πίσω» από το μικρασιατικό μέτωπο).

            Έτσι, κάτω από το βάρος μιας τυχοδιωκτικής ρητορείας ο Ελ. Βενιζέλος έχασε τις εκλογές – ο μόνος πολιτικός που ήταν σε θέση να δώσει έντιμες λύσεις για τη Μ. Ασία πριν την καταστροφή.

            Το ότι ο επιστρέψας βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε τα αντίθετα από όσα έλεγε προεκλογικά (στρατός μέχρι την Άγκυρα!) δείχνει πως αυτή η βασιλική δημαγωγία ήταν η έκφραση της πλήρους ανικανότητας του να προβλέψει τα στοιχειώδη και αυτά οδήγησαν στην οργανωτική παραλυσία, στην ήττα, στην καταστροφή της Μ. Ασίας.

            Αυτή η ρητορεία που παρέπεμπε σε ένα ελληνικό έθνος με ιδιαίτερα προνόμια ή διασύνδεση με το Θεό, την πατρίδα, και τα ιστορικά μας δικαιώματα, έχει συχνή απήχηση σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Καλλιεργείται συστηματικά στο σχολείο, στις εθνικές επετείους, στη ρητορεία του καφενείου.

            Συχνά αυτή η θεωρία, μας πάει πίσω στην ιστορία, στην προγονική αρετή, στις ελληνικές νίκες μέσα στο χρόνο. Καλλιεργεί την εξωτερική εντύπωση πως όλα υπόκεινται στη θέλησή μας, πως το κλέος των προγόνων «απαιτεί», και ότι η φυλή μας όντας όλως ειδικών προνομίων δοσμένων από το Θεό ή την Ιστορία τα καταφέρνει παντού ως «περιούσιος» λαός.

            Ένας κλασσικός «ορισμός» είναι αναγκαίος, σε κάθε εποχή.

            Ο ορισμός της πολιτικής είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση. Είναι ζήτημα συμφερόντων και συσχετισμού δυνάμεων. Έτσι, έχεις ένα μπούσουλα να ορίσεις τα πράγματα να τα αναλύσεις, και να σχεδιάσεις πολιτικές πάνω σε αυτά.

            Κατά συνέπεια, εάν κανείς ορίζει την έννοια της πολιτικής πάνω σε πραγματικούς όρους, – όπως προτείνει ο Θουκυδίδης – ταυτόχρονα παίρνει διαζύγιο, ή κρατά αποστάσεις από τις μεταφυσικές ερμηνείες της πολιτικής που συχνά κυριαρχούν στο ελληνικό καφενείο.

            Το δείγμα του Ελευθέριου Βενιζέλου είναι για τη δράση του στο Συνέδριο των Νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Παρίσι, 1919).Γράφει ο Γ. Γιαννουλόπουλος:

«Μέσα σε αυτό το πολύχρωμό πλήθος, ο Βενιζέλος φαίνεται ότι ανακάλυψε τον καλύτερο επικοινωνιακό εαυτό του. Ειδικά στη σχέση του το τους «Τέσσερεις Μεγάλους»… με μια μοναδική για έλληνα πολιτικό ικανότητα να επιχειρηματολογεί και να πείθει, συνήθως, ή να μην πείθει, χωρίς όμως ποτέ να κουράζει ή να εξοργίζει το συνομιλητή του, με σαφείς αναφορές σε κοινά συμφέροντα ή επωφελείς για όλους ισορροπίες αντί της εμμονής στα γνωστά «ιστορικά δίκαια του ελληνισμού», με το να προβάλλει τεκμηριωμένες απόψεις και όχι συμπλέγματα, ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας κατόρθωσε να μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματα που ήδη διέθετε ως σύμμαχος των νικητών…».

            Ο κανόνας πάνω στον οποίο δούλεψαν οι περισσότεροι νεοέλληνες πολιτικοί ήταν στον αντίποδα του «Βενιζελικού» τρόπου. Οχυρωμένοι πίσω από φοβίες, και ανασφάλειες, κοιτούσαν πρώτα το εσωτερικό ακροατήριο, αντί της ενίσχυσης του διαπραγματευτικού τους πλαισίου. Έτσι, έβλεπαν με το ένα μάτι το κόμμα και με το άλλο το πελατειακό κράτος. Εάν αποτύγχαναν, πράγμα, σύνηθες σε αυτή την προσέγγιση η λύση ήταν κλασσική, «ευθύνονται για όλα ανθέλληνες, αυτή ήταν μια  συνομωσία των ξένων..».

            Αυτή η «βενιζελική» σχολή προώθησης των εθνικών συμφερόντων είναι εκείνη που έδωσε την πλήρη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. την 1η Μαϊου 2004. Εάν ο Γιάννος Κρανιδιώτης (με τη στήριξη Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτη) έδινε προσοχή στο εσωτερικό ακροατήριο και το εύκολο χειροκρότημα, η ένταξη στην Ε.Ε. θα ήταν στη σφαίρα της ουτοπίας.

            Δεν στήριξε καμιά πολιτική δύναμη τη συμφωνία της 6ης Μαρτίου 1995, οι βασικοί σχηματισμοί σιωπούσαν στο Ελσίνκι (1999).

            Τι έγινε λοιπόν; Αυτοί που σήμερα νομίζουν πως όλα ήταν αυτονόητα (η πατρίδα ήταν προορισμένη να μπει στην Ε.Ε.) δεν έχουν παρά να προσέξουν την επιθετική συμπεριφορά εκείνων που τότε δημόσια διαφωνούσαν και ήταν υπόγεια υβριστές, αλλά τώρα είναι απεριόριστα ευρωπαϊστές, αν όχι και αυτοδιορισμένοι καθοδηγητές του ευρωπαϊκού αγώνα. Ενόψει των διαβουλεύσεων για την Τ.Ε. Τουρκία – Ε.Ε. (1995) η Ελλάδα έκανε εισηγήσεις με εκφραστή τον Γ. Κρανιδιώτη: «Η προτεινόμενη (από την Αθήνα) συμφωνία ήταν δίκαιη και επωφελής για όλους. Η Ελλάδα μετά από αυτά δεν θα συναινέσει στην Τ.Ε. Τουρκίας – Ε.Ε. εκτός και εάν κερδίσει ως αντάλλαγμα κάτι στην Κύπρο…» (Κύπρος – Ε.Ε., 18-12-95).

            Το παράδειγμα του Κ. Σημίτη είναι πολύ χαρακτηριστικό. Πολεμήθηκε όσο κανείς άλλος έλληνας πρωθυπουργός από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και ιδιαίτερα στην Κύπρο.

            Δεν υπέκυψε στον πειρασμό της μικροπολιτικής. Έδειξε αντοχές, δούλεψε ακούραστα και μεθοδικά για να είναι σήμερα η Κύπρος πλήρες μέλος της Ε.Ε. και η Ελλάδα σε ένα υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας διεθνώς. Το ότι σήμερα ο Κ. Καραμανλής δεν δέχεται καμιά κριτική στην Κύπρο είναι απλή σύμπτωση.

            Δεν υπάρχει θέμα να ορίσουμε ξανά το τι είναι αγάπη προς την πατρίδα. Ο πατριωτισμός είναι υπόθεση όλων, η αγωνία για την Κύπρο είναι πλήρης και είναι για όλους. Το κρίσιμο ζήτημα είναι οι ρυθμοί προσαρμογής σε νέα δεδομένα, το πώς ετοιμάζεις την πατρίδα σου να τρέξει μέσα σε νέους κανόνες και πλαίσια. Πώς κάνεις την πατρίδα σου πιο ισχυρή, πιο ανταγωνιστική, πιο έτοιμη να αντιμετωπίσει την παρουσία του κατοχικού στρατού, αλλά ταυτόχρονα και τις απαιτήσεις που η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. δημιουργεί.

            Όταν οι αντιφάσεις είναι διάσημες πρέπει και να συζητούνται. Δεν μπορεί λ.χ. να σπαταλά κάποιος πολιτικός ώρες ολόκληρες κάθε μέρα στο σπορ του ρουσφετιού και ταυτόχρονα να εμφανίζεται ως ο πλέον αμείλικτος διώκτης της κατοχικής δύναμης.  Το πελατειακό κράτος αποδυναμώνει τον κοινωνικό ιστό, υπονομεύει μια στοιχειώδη, έστω, συλλογική προσπάθεια, δυσκολεύει την ενότητα, δεν προωθεί την αντικατοχική δράση.

            Δεν μπορεί λ.χ. να είσαι οπαδός με έργα της οικονομικής απόκλισης από τους άλλους ευρωπαίους εταίρους, και ταυτόχρονα να εμφανίζεσαι ως ο υπέρμαχος της ένταξης στην ευρωζώνη.

            Η ρητορεία του πάθους είναι εσκεμμένα επιλεκτική: επιτίθεσαι με πάθος στον Γ. Παπανδρέου για το περίφημο «ζεϊμπέκικο», αλλά δεν έχεις καν γνώμη για την «κουμπαριά» Ερντογάν – Καραμανλή…

            Ο εθνικιστικός λαϊκισμός ιδιαίτερα στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής υπήρξε καταστροφικός στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Στο Σκοπιανό ο πατριωτισμός κρίθηκε κυρίως από το αποτέλεσμα, και όχι μόνο από τις προθέσεις.

            Το ζήτημα της αμυντικής ισχύος ιδιαίτερα στην Κύπρο είναι συχνά μια υπόθεση αγοράς όπλων ή μιας  εκπαιδευμένης εθνοφρουράς. Το κεντρικό ζήτημα ήταν και είναι η ενδυνάμωση της συνολικής ισχύος της Κύπρου. Από την αμυντική ενδυνάμωση ως την περισσότερη αξιοκρατία, από τον περιορισμό του πελατειακού κράτους ως την οικονομική ανάπτυξη, από τις εξωτερικές σχέσεις ως το δίκτυο συμμαχιών που οικοδομείς, από την ποιότητα του πολιτικού σου προσωπικού έως το κύρος που έχεις στο διεθνή στίβο, από το ενδιαφέρον που έχεις για άλλα ζητήματα, ως την αξιόπιστη δική σου παρουσίαση του κυπριακού σε ένα κόσμο αλληλεξαρτήσεων και αναζήτησης κοινών συμφερόντων ή δημιουργίας συγκλίσεων με τους εταίρους σου στην Ε.Ε.

            Η σημερινή συγκυρία επιβάλλει να ξαναδούμε ορισμένες παραδοσιακές έννοιες μέσα από νέο πρίσμα. Να διευρύνουμε την ανάλυση μας γιατί έτσι κρινόμαστε σε συνολικές πολιτικές, προωθώντας τα συμφέροντα της Κύπρου μέσα στο υπαρκτό διεθνές σύστημα. Η ιστορική εμπειρία είναι χρήσιμη εφόσον την «ανανεώνουμε» μέσα στο σημερινό ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο. Δεν είναι εύκολο. Σε ένα έθνος, το ελληνικό, όπου συχνά ο μύθος διαπλέκεται με την ιστορία και τις παραδόσεις, δεν είναι εύκολο να αναπτυχθεί σήμερα ένας σοβαρός διάλογος για  ένα επωφελή εθνικά ορθολογισμό στη διαχείριση ζητημάτων  εξωτερικής πολιτικής.

            Σε ένα συστηματικό διάλογο έχει σημασία η τεκμηρίωση, η μη δογματική προσέλευση σε αυτή τη συζήτηση, ο εξορθολογισμός του δημοσίου διαλόγου, άρα αυτού που είναι απαλλαγμένος από αμφισβητήσεις. προθέσεων ή «θεολογικού» χαρακτήρα πεποιθήσεις.

            Στην εποχή των ανοικτών συνόρων, της πλήρους συμμετοχής της Κύπρου στην Ε.Ε. παραδοσιακές έννοιες χρειάζονται νέες προσεγγίσεις και δεν αρκεί η επίκληση στην προγονική αρετή. Δεν αρκεί στη διεθνή σκηνή το να έχεις δίκαιο με το μέρος σου.

            Είναι εξίσου σπουδαίας σημασίας το πώς το παρουσιάζεις, πώς το συνδέεις με ευρύτερα, κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα, είναι μεγάλης σημασία το να γνωρίζεις να πείθεις για το δίκαιο σου με σοβαρότητα και συνέπεια.