Επαναδιαπραγμάτευση και “όλα στο τραπέζι!”

Αίφνης προέκυψε θέμα για «επαναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου ενάμισυ χρόνο μετά την υπογραφή του! Γίνεται κάποια συζήτηση, κόμματα λαμβάνουν θέση επί αυτού, και τα σχόλια ακολουθούν. Το θέμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί δεν συνδέεται με το αιτούμενο «επαναδιαπραγμάτευση» αλλά κυρίως με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την άσκηση της πολιτικής παλαιότερα και σήμερα. Κατ’ αρχάς τίθενται δύο ζητήματα, ένα σχετικά με το θέμα της ουσίας, και δεύτερο σχετικά με το θέμα του χρόνου.

Στο ζήτημα ουσίας δεν υπάρχει πεδίο για επαναδιαπραγμάτευση της κεντρικής συμφωνίας του 2013, επιμέρους αναφορές ή μικρές βελτιώσεις δεν συνιστούν επαναδιαπραγμάτευση. Το σημείο αυτό μπορεί να προκύψει μόνο αν εφαρμοστεί το μνημόνιο και μόνο εφόσον πειστούν οι δανειστές της Κύπρου ότι εφαρμόζουμε τα ουσιώδη τα οποία η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει. Συνεπώς και αν προκύψουν κάποιες προσαρμογές θα προκύψουν μόνο μέσα από τη συνεπή εφαρμογή του. Ας υποθέσουμε ότι αποφασίζουμε «επαναδιαπραγμάτευση». Πώς θα την επιβάλεις στην τρόικα όταν οι μισθοί, οι συντάξεις και το τραπεζικό σχήμα παραμένουν απολύτως εξαρτώμενα από την επόμενη δόση; Με ποια διαπραγματευτική ισχύ θα επιβάλεις την θέση σου περί επαναδιαπραγμάτευσης;

Τα παράδειγμα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό: όσοι μιλούσαν για «επαδιαπραγματεύσεις» απέτυχαν γιατί το μπαλκόνι δεν έλυσε κανένα προβλημα. Αν δεν δοκιμαστεί με έργα η αξιοπιστία σου δεν μπορείς αλλάξεις κάτι, αντίθετα χειροτερεύεις τη θέση σου ως ένας μη σοβαρός συνομιλητής απέναντι σε εκείνους με τους οποίους διαπραγματεύτηκες και συμφώνησες ένα κείμενο που λέει «θα κάνω αυτά» και θα «πάρω αυτά τα δάνεια», με ποιες προϋποθέσεις και πότε.

Σοβαρό κεφάλαιο παραμένει το γιατί «τώρα» η συζήτηση για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Μια ευρύτερης αποδοχής ερμηνεία είναι εκείνη που αφορά κομματικούς υπολογισμούς ή κινήσεις τακτικής ενόψει πιθανών διεργασιών για το μέλλον γύρω από την προοπτική οργάνωσης συνασπισμών εξουσίας στο τέλος της προεδρίας Αναστασιάδη. Αν αυτό είναι βάσιμο τότε μιλάμε για μια ακατανόητη προσπάθεια μικρών οριζόντων που δείχνει βιασύνη και, κυρίως, έλλειμμα ευθύνης απέναντι στις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κύπριοι εργαζόμενοι και η οικονομία γενικότερα. Η λεγόμενη «επαναδιαπραγμάτευση» συνιστά ένα κακόηχο σύνθημα για να χαϊδέψουμε αυτιά, και όχι ορθολογική παρέμβαση που να εμπεδώνει στην κοινωνία μας το αίσθημα ότι εννοούμε αυτά που λέμε, ότι τηρούμε τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουμε.

Το θέμα αυτό είναι γνωστό από την ιστορία του κυπριακού. Συχνά επιλέγαμε να αφήνουμε την ε/κ πλευρά σε μειονεκτική θέση και το κυπριακό στο περιθώριο φτάνει να κτίζαμε μια προοπτική συμμαχιών στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Θυμίζω μόνο την περίπτωση του 1992 κατά τις οποίες πάνω σε ένα επικοινωνιακό τρυκ άλλαξε το πολιτικό σκηνικό, εγκαταλείψαμε το από την εισβολή καλύτερο σχέδιο λύσης του κυπριακού, (Χάρτης-Ιδέες Γκάλι) για να συζητούμε το 1993 και για μερικά χρόνια Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης όπως Βαρώσια και Αεροδρόμιο Λευκωσίας! Συνεπώς δεν είναι κάτι άγνωστο στην νήσο να αξιολογούμε πολιτικές πάνω σε μια ανορθολογική βάση, ώστε ήσσονος σημασίας επιδιώξεις να κατανικούν πολιτικές που υπηρετούν ευρύτερους στόχους. Αρκετά στοιχεία που έχουν «κατακτηθεί» στις δεκαετίες διαχείρισης του κυπριακού έχουν περάσει στη σφαίρα της οικονομίας και συνδέονται σήμερα με το «αίτημα» για επαναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου. Μόλις δούμε μια δύσκολη κατάσταση, ή και όταν θέλουμε να αποφύγουμε να εξηγούμε στην κοινή γνώμη μια απόφαση που έχει δυσκολίες ή νομίζουμε ότι έχει, αμέσως μπαίνει η θεωρία της ανακάλυψης ενός «εναλλακτικού» τρόπου, που συνήθως περιλαμβάνει πρακτικές του τύπου «σπρώξε τα πράγματα παρακάτω, κούντα τα πιο ύστερα, κάτι μπορεί να γίνει για να «ξεγλιστρίσουμε» ή να ρίξουμε την ευθύνη σε άλλους!». Αυτή η νοοτροπία από την ιστορία του κυπριακού και στις σχέσεις με τον ΟΗΕ, έπαιξε τον ιδιαίτερο ρόλο της στην μακρόσυρτη πορεία προς την χρεοκοπία της οικονομίας με τελική κατάληξη το μνημόνιο 2013.

Επί της ουσίας αυτό που μετρά σήμερα είναι η τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση κατά την υπογραφή του μνημονίου. Αυτό ασφαλώς δεν είναι το συνολικό πακέτο γιατί εξίσου σημαντικό παραμένει το πόσο (κυρίως) η κυβέρνηση ή πολιτικές δυνάμεις συμβάλλουν με συγκεκριμένες εισηγήσεις για τις κυπριακές πολιτικές που θα μας οδηγήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται στην ανατροπή της ύφεσης, σε αναπτυξιακούς ρυθμούς και στην αύξηση της απασχόλησης. Το κυπριακό σχέδιο για την ανάπτυξη είναι το κλειδί για να αλλάξουμε την πορεία μας και πάνω σε αυτό το επίπεδο κρίνεται η ικανότητα όλων και ανάλογα με το εκτόπισμά τους στη συμβολή τους στο ξεπέρασμα της κρίσης. Αλλά για να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της κρίσης, χρειάζεται κάποια ανάλυση για όσα για δεκαετίες πήγαιναν ανάποδα και ως εκ τούτου σήμερα όταν λέμε ότι θέλουμε να γυρίσουμε σελίδα, να καταλαβαίνουμε τι πραγματικά εννοούμε.