Επανάληψη, αλλά πώς;

Καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες για την επανάληψη των συνομιλιών στο κυπριακό, το ερώτημα τίθεται ως εξής: τυπική επανάληψη ή πραγματική επανάληψη; Επανάληψη ενός κάποιου διαλόγου ή η επανάληψη που να έχει ικανές πιθανότητες για ουσιώδη πρόοδο; Επανάληψη για να μην χρεωθεί κάποια πλευρά την ευθύνη για ένα ναυάγιο ή πραγματική βούληση για πρόοδο;

Το ζήτημα είναι πολύ συγκεκριμένο και επ’ αυτού θεωρώ ότι τα πράγματα είναι σαφέστατα: κανένας διάλογος για το διάλογο δεν είναι πλέον ωφέλιμος. Σήμερα το ζήτημα ή το δίλημμα πρέπει να απαντηθεί πλήρως καθώς αυτό χρειάζεται η κοινή γνώμη σε όλη την Κύπρο. Να γνωρίζει δηλαδή πού ακριβώς στεκόμαστε, να έχει πλήρη εικόνα για όσα έχουν μεσολαβήσει και για όσα μπορεί να εξελιχθούν στη συνέχεια ως αποτέλεσμα μιας νέας αποτυχίας. Ο ΟΗΕ έχει μια ειδική ευθύνη επ’ αυτού και ασφαλώς δεν ήταν κωφάλαλος στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

Οι εποχές άλλαξαν. Νέα δεδομένα, νέα αιτήματα. Πέρασε η εποχή Ντενκτάς κατά την οποία ακόμα και αυτός ο τυπικός διάλογος είχε κάποιο νόημα. Σήμερα οι δημόσιες δηλώσεις έχουν δημιουργήσει μια ισχυρή πεποίθηση ότι οι συνομιλίες έχουν οδηγήσει σε πραγματική πρόοδο σε όλα τα κεφάλαια. Αν είναι έτσι, η κοινή γνώμη, δικαιούται και πρέπει να γνωρίζει τα κύρια σημεία που έχουν οδηγήσει σε συγκλίσεις και τα κύρια σημεία που έχουν οδηγήσει σε αποκλίσεις, όχι ασφαλώς κάτι που να συνδέεται με την εμπιστευτικότητα σημείων της διαδικασίας.

Θέλω να υπογραμμίσω ότι αυτό που αναλύω, δεν ταυτίζεται με τις παρεμβάσεις που επιχειρεί εσχάτως και δημοσίως ο ε/κ διαπραγματευτής Α. Μαυρογιάννης. Σύμφωνα με δημόσια δήλωσή του  θεωρεί «πως εκείνο που χρειάζεται είναι να σταθούμε στον πούντο μας. Τίποτε άλλο». Λοιπόν, η συνταγή βρίσκεται στο «να σταθούμε στον πούντο μας. Αν, ωστόσο,  ο τ/κ διαπραγματευτής Ο. Ναμί δηλώσει το ίδιο («οι τ/κ να σταθούμε στον πούντο μας»), τότε δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε διαπραγματεύσεις, καθώς δύο «πούντοι» κάνουν ένα φούντο στο γκρεμό. Αυτές οι παρεμβάσεις συνιστούν μια μη παραγωγική διαμόρφωση των πραγμάτων που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάθε επανάληψη κάθε διαλόγου είναι μάταιη -άν όχι και αχρείαστη. Αν αυτό συνιστά την πραγματική εικόνα των συνομιλιών, τότε προς τι η επανάληψη των συνομιλιών; Αν εμείς έχουμε σε όλα δίκαιο, και αν η άλλη πλευρά σε όλα βρίσκεται εν αδίκω, τότε θα έχουμε συνομιλίες με μόνο σκοπό την καταγραφή της χρονολογικής αποτυχίας τους. Αυτό ζητούμε, ή ζητούμε διαπραγματεύσεις με ότι αυτό σημαίνει;

Θεωρώ ότι η κοινή γνώμη ζητά κάτι πιο καθαρό: αν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για ουσιώδη πρόοδο, τότε να ολοκληρώσουμε τον κύκλο αυτών των συνομιλιών. Αν όχι, τότε δεν είναι καθόλου χρήσιμο να δούμε ξανά αυτό το συνεχές μπρος-πίσω στις συνομιλίες, τις αμέτρητες δημόσιες ομιλίες που ροκανίζουν το κλίμα γύρω από αυτές, τις προσχηματικές εκκλήσεις για συνομιλίες, ή την «προετοιμασία» του εδάφους για νέα αδιέξοδα.

Οτιδήποτε ορίσουμε ως επανάληψη των συνομιλιών, εκτιμώ ότι λύσεις μπορούμε να βρούμε καθώς η συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ προσφέρει στέρεο υλικό για να πάμε μπροστά για όσους μπορούν να το επεξεργαστούν και να του δώσουν κυπριακή μορφή. Η ΕΕ θέλει, ο Γιούνκερ έδειξε με έργα τη θέλησή του να βοηθήσει, ο Βαν Νούφελ προσέφερε λύσεις σε μείζονος σημασίας ζητήματα, η Φ. Μογκερίνι διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με τους βασικούς παίκτες.

Λοιπόν, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Οι πολίτες και οι πολιτικές δυνάμεις χρειάζεται να λάβουν υπεύθυνη στάση απέναντι στο πολύ συγκεκριμένο δίλημμα που η συγκυρία θέτει. Καθαρή στήριξη στη διαπραγματευτική διαδικασία όπως έχει εξελιχθεί στις συνομιλίες, ή απόρριψή της με ότι αυτό συνεπάγεται. Ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης που να ικανοποιεί τις βασικές ανησυχίες και των δύο πλευρών, ή ανεξέλεγκτη πορεία στο άγνωστό που, ωστόσο, είναι τόσο γνωστό-κολύμπι στα βαθειά της διαρκούς έντασης, πορεία νέων ρήξεων που θα οδηγήσουν στην επισημοποίηση της διχοτόμησης. Το πρώτο είναι ακόμα εφικτό. Το δεύτερο συνιστά το τίμημα της ακρισίας.

Λάρκος Λάρκου