Για ποιά ομοσπονδία;

Η μορφή και το περιεχόμενο μιας λύσης στο κυπριακό αποτελούν αντικείμενο δημόσιας και ιδιωτικής συζήτησης. Οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου Μακάριου-Ντενκτάς, 1977, και Κυπριανού-Ντενκτάς, 1979, τα ψηφίσματα και γενικότερα τα κείμενα του ΟΗΕ αποτελούν το κατευθυντήριο πλαίσιο, δίνουν τη βάση, αλλά δεν γεμίζουν το περιεχόμενο. Όλοι οι κατά καιρούς ΓΓ του ΟΗΕ δοκίμασαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να γεμίσουν τα περιεχόμενα με σαφέστερο περιεχόμενο, Βάλτχαιμ, Κουεγιάρ, Γκάλι, Ανάν, Μουν. Η αποτυχία είναι γνωστή. Σε αυτή τη συνεχή προσπάθεια ο ΓΓ του ΟΗΕ αποστέλλει τον Ειδικό του Σύμβουλο στο κυπριακό Α. Ντάουνερ στη Λευκωσία στις 11 Μαρτίου μετά το πέρας των προεδρικών εκλογών για διερευνητικές επαφές με τον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη και τον τ/κ ηγέτη Ν. Έρογλου.

Το πλαίσιο μιας συμφωνίας δεν συνδέεται μόνο με τα κείμενα του ΟΗΕ, αλλά συνδέεται πολλαπλώς με την ιστορική διαδρομή ενός προβλήματος, με τις διαθέσεις των ανθρώπων, με το εξωτερικό περιβάλλον και τη δυνατότητα μιας ηγεσίας να αντιλαμβάνεται τα δεδομένα και να τα θέτει σε μια διαδικασία αναθεώρησης. Κατά τη δική μου άποψη, οι πραγματικές δυνατότητες για επίλυση ξεκινούν από τη βασική αρχή «μαζί σε ένα κράτος, μόνοι σε ότι είναι περιφερειακό/κοινοτικό». Είναι η κεντρική αξία σε μια λύση η αποδοχή της αρχής για ένα κράτος, μια κυριαρχία, μια ιθαγένεια, μια διεθνή προσωπικότητα, κατά συνέπεια με μια φωνή στην ΕΕ. Από αυτό το σημείο μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις διαθέσεις κάθε κοινότητας και να δώσει ώθηση στις δύο ομόσπονδες πολιτείες που θα καλύπτουν όλες τις άλλες πτυχές και οι οποίες να ενσωματώτονται στην έννοια του ενός και αδιαίρετου κράτους. Έτσι η ομόσπονδη πολιτεία θα έχει όλες τις υπόλοιπες εξουσίες, γιατί αυτό είναι η μόνη λειτουργήσιμη πραγματικότητα τόσο σε ε/κ όσι και σε τ/κ. Η ισορροπία ανάμεσα στο «μαζί» και «διαφορετικοί» συνιστά τη μόνη πιθανότητα να βγούμε από τα αδιέξοδα δεκαετιών και να προσδώσουμε ρεαλιστική βάση στις προσπάθειες για υπέρβαση της κατοχής.

Το ένα κράτος με εκτεταμένες εξουσίες στις δύο περιφέρειες μπορεί να υποστηριχθεί από πλειοψηφίες στις δύο κοινότητες, αποτρέπει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα αδιέξοδα, εξομαλύνει διαδικασίες στα πρώτα δύσκολα βήματα και στο βαθμό που θα επιτυγχάνεται κάτι πιο κοινό μέσα στο χρόνο μπορεί να αναθεωρείται. Η συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ, η πρακτική των συμβιβασμών για να προχωρά το σύστημα, βοηθά στη λειτουργική ωρίμανση  της ομοσπονδιακής πρακτικής στηριγμένης στην πιο πάνω αρχή. Πιστεύω ότι αυτό επιθυμούν οι περισσότεροι κύπριοι, αυτό δείχνει η πιο σημαντική επιστημονική μέτρηση που έγινε ανάμεσα σε ε/κ και τ/κ, αυτό λέει μια σοβαρή ματιά στη ζώσα πραγματικότητα. Προφανώς αυτό, από μόνο του, δεν αρκεί. Χρειάζεται ισχυρή πολιτική υποστήριξη, ηγετική τεκμηρίωση και παρότρυνση, ηγεσίες που να μιλούν με τη γλώσσα της αλήθειας και του μακροπρόθεσμου συμφέροντος της Κύπρου, και, κυρίως, έντιμη συνεννόηση με τον εαυτό μας.

Στο παρελθόν πολλές προσπάθειες είχαν ορισμένα χαρακτηριστικά, αλλά αυτό που βοηθά τη σημερινή συζήτηση είναι να δούμε πιθανές ανορθολογικές συμπεριφορές του παρελθόντος  με στόχο να αξιολογήσουμε τα σημερινά δεδομένα με καθαρή σκέψη και ορθολογισμό και να ανοίξουμε οριστικά το δρόμο για την απαλλαγή της Κύπρου από τα στρατεύματα κατοχής, να κλείσουμε το κεφάλαιο του αναχρονισμού έτσι που να λειτουργεί η Κύπρος ως ένα κανονικό μέλος μέσα στην ΕΕ.