Γιατί χάνουν τα γκάλοπ;

Μετά τη νίκη Τράμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ερώτημα επανήλθε πιο επιτακτικό: γιατί αποτυγχάνουν οι δημοσκοπήσεις; Σχεδόν σε ολόκληρη την εκλογική περίοδο, νικητής φερόταν η Χ. Κλίντον. Τι άλλαξε την ημέρα των εκλογών; Γιατί οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έπεσαν τόσο έξω; Διαβάζω στο «Βήμα» τα εξής πολύ ενδιαφέρονται στοιχεια:

«Την Κυριακή 13 Νοεμβρίου, οι «New York Times», δημοσίευσαν μια επιστολή την οποία υπογράφουν ο εκδότης και ο διευθυντής της εφημερίδας. Αφού αναφέρουν ότι το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν «δραματικό και απρόβλεπτο», σημειώνουν ότι το γεγονός ότι ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος θέτει αναπόφευκτα ερωτήματα: «Μήπως η αντισυμβατικότητα του Τραμπ οδήγησε εμάς και άλλα μέσα ενημέρωσης στο να υποτιμήσουμε την απήχηση που είχε στους ψηφοφόρους; Ποιες δυνάμεις στην Αμερική οδήγησαν σε αυτές τις διχαστικές εκλογές και σε αυτό το αποτέλεσμα; Και ακόμη πιο σημαντικό: Πώς θα κυβερνήσει ένας πρόεδρος ο οποίος σε μεγάλο βαθμό παραμένει ακόμη μια αινιγματική φιγούρα;. Καθώς προβληματιζόμαστε πάνω στο αποτέλεσμα και στους μήνες δημοσιογραφικής κάλυψης και δημοσκοπήσεων που προηγήθηκαν, έχουμε σκοπό να αφοσιωθούμε ξανά στη θεμελιώδη αποστολή της δημοσιογραφίας που εξασκούμε στους «Times». Δηλαδή να καλύπτουμε την Αμερική και τον κόσμο τίμια, χωρίς φόβο, και χωρίς να κάνουμε χάρες σε κανέναν».

Σύμφωνα με πληροφορίες, αιτία της επιστολής ήταν το τσουνάμι ακυρώσεων συνδρομών από οργισμένους αναγνώστες, οι οποίοι αισθάνονται ότι η εφημερίδα τούς «πρόδωσε» και τους «εξαπάτησε». «Ησασταν τόσο λάθος, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Εξαπατήσατε τους αναγνώστες σας, τυφλωμένοι από τη δημοσιογραφική μισαλλοδοξία σας» έγραψε ένας αναγνώστης στην εφημερίδα.

Το πρόβλημα βέβαια δεν εξαντλείται στους «New York Times». Οι μεγαλύτεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί των ΗΠΑ, κυρίως όσοι κινούνται στον αποκαλούμενο προοδευτικό χώρο, αντιμετωπίζουν το αμείλικτο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να πέσαμε τόσο έξω;

Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι η νίκη του Τραμπ ήταν και μια μεγάλη ήττα για την αμερικανική δημοσιογραφία. Αν τα ΜΜΕ της είχαν αντιμετωπίσει τους δύο υποψηφίους με τα ίδια μέτρα και σταθμά, και αν είχαν καλύψει τις εκστρατείες τους χωρίς προκαταλήψεις υπέρ του ενός και εναντίον του άλλου, ίσως η αποτυχία τους να μην ήταν τόσο εντυπωσιακή.

Ομως η δαιμονοποίηση του Τραμπ από τη στιγμή που ανακοίνωσε την απόφασή του να διεκδικήσει το χρίσμα, μέχρι τη στιγμή που εξελέγη πρόεδρος, παγίδευσε δημοσιογράφους και αναλυτές στο αφήγημα ότι η «εκλογή της Κλίντον ήταν αναπόφευκτη», με αποτέλεσμα να αποτύχουν ολοσχερώς στο να αφουγκραστούν την αμερικανική κοινωνία. Είναι ενδεικτικό ότι η «Huffington Post» είχε ανακοινώσει ότι θα ανέθετε την κάλυψη της εκστρατείας του Τραμπ στον ψυχαγωγικό και όχι στον πολιτικό της τομέα. Ισως γι’ αυτό και μερικές ώρες πριν από την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος διαβεβαίωναν τους αναγνώστες τους ότι η Χίλαρι είχε 98% πιθανότητες να εκλεγεί πρόεδρος.

Ο Τραμπ, για τα μεγαλύτερα αμερικανικά ΜΜΕ, δεν ήταν παρά ένας «ηλίθιος, μισογύνης, ρατσιστής, νεο-φασίστας» και οι οπαδοί του ήταν φανατικοί νοσταλγοί της ΚΚΚ. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι έκαναν τον κόπο να ταξιδέψουν στις περιοχές της Αμερικής όπου προηγούνταν ο Τραμπ και να αναζητήσουν τις αιτίες της οργής των οπαδών του. Η κατώτερη μεσαία τάξη, που είναι και η πιο επιρρεπής στα φασιστικά συνθήματα και η οποία έσπρωξε τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ήταν η τάξη που είχε πληγεί περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση και ανισότητα και οι δημοσιογραφικές ελίτ επέλεξαν να προσπεράσουν το γεγονός αυτό, ωσάν να μην είχε την παραμικρή σημασία.

Με λίγα λόγια, οι δημοσιογράφοι ξέχασαν ότι καθήκον τους δεν ήταν η ήττα του Τραμπ, αλλά η διαυγής, αδέσμευτη, αμερόληπτη κάλυψη της εκλογικής αναμέτρησης. Δηλαδή παρέβλεψαν το γεγονός ότι δεν είναι όργανα προπαγάνδας, αλλά υπηρέτες της ενημέρωσης» (εφημερίδα «Το Βήμα», 15/11).

Από το κείμενο ξεχωρίζω τα εξής τρία σημεία:

1. Η κοινωνιολογική εργασία που προηγείται κάθε σοβαρής δημοσιογραφικής μελέτης. Έτσι «ελάχιστοι δημοσιογράφοι έκαναν τον κόπο να ταξιδέψουν στις περιοχές της Αμερικής όπου προηγούνταν ο Τραμπ και να αναζητήσουν τις αιτίες της οργής των οπαδών του. Η κατώτερη μεσαία τάξη, που είναι και η πιο επιρρεπής στα φασιστικά συνθήματα και η οποία έσπρωξε τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ήταν η τάξη που είχε πληγεί περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση και ανισότητα και οι δημοσιογραφικές ελίτ επέλεξαν να προσπεράσουν».

2. Επιστροφή στην πραγματική δημοσιογραφία με στροφή «στη θεμελιώδη αποστολή της που εξασκούμε στους «Times». Δηλαδή να καλύπτουμε την Αμερική και τον κόσμο τίμια, χωρίς φόβο, και χωρίς να κάνουμε χάρες σε κανέναν».

3. Η ευθύνη ανήκει στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Ίσως «οι δημοσιογράφοι ξέχασαν ότι καθήκον τους δεν ήταν η ήττα του Τραμπ, αλλά η διαυγής, αδέσμευτη, αμερόληπτη κάλυψη της εκλογικής αναμέτρησης. Δηλαδή παρέβλεψαν το γεγονός ότι δεν είναι όργανα προπαγάνδας, αλλά υπηρέτες της ενημέρωσης».

Ωστόσο ο αναγνώστης που έστειλε επιστολή στην εφημερίδα, τα είπε καλύτερα από όλους: «ήσασταν τόσο λάθος, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα!». Άρα ένα Μέσο χρειάζεται να ασχολείται περισσότερο με τον εαυτό του, να βλέπει κριτικά τη διαδρομή του και έτσι να ανανεώνει κάθε πλευρά του που, είτε δεν πήγε καλά ή απλά έκανε λάθος. Τι μπορεί να γίνει; Το ρεπορτάζ δίνει απαντήσεις. Χρειάζεται «διαυγής, αδέσμευτη, αμερόληπτη κάλυψη της εκλογικής αναμέτρησης. Δηλαδή παρέβλεψαν το γεγονός ότι δεν είναι όργανα προπαγάνδας, αλλά υπηρέτες της ενημέρωσης». Μέσα στη φράση αυτή περικλείεται μια πολύ ισχυρή πρόκληση για τα ΜΜΕ, ασφαλώς πέρα από την περίπτωση Τράμπ. Οι περιπέτειες, τα λάθη, οι προκαταλήψεις, οι ήττες βοηθούν στη βελτίωση της δημοσιογραφικής εργασίας, εφόσον κάποιο Μέσο θέλει να βελτιώσει κάτι από τον εαυτό του και αγωνίζεται γι’ αυτό…