Γραμμές από μισές πολιτικές

Για δεκαετίες ο Ρ. Ντενκτάς μιλούσε για τη γραμμή της λύσης των «δύο κρατών» που θα αναπτύσσονται δίπλα δίπλα. Ο Ντενκτάς εξέφραζε τη γραμμή του βαθέως κράτους στην Τουρκία (στρατιωτικό κατεστημένο, κεμαλιστές, γραφειοκρατία στο ΥΠΕΞ), μαζί με τις ακροδεξιές γραμμές στην κοινότητά του. Θεωρούσαν ότι το κυπριακό ήταν πλέον αντικείμενο μιας «διευθέτησης» με μερική αναπροσαρμογή «συνόρων», και την εξωτερική αναγνώριση του παράνομου «κράτους» που οικοδόμησε.

Κάθε φορά που έλεγε τις απόψεις του, δικαίως μέσα στην ε/κ κοινότητα υπήρχαν αντιδράσεις, καταδίκες και οργή. Πολλοί πιστεύαμε ότι αυτή η κατάσταση όπως επιβλήθηκε επί του εδάφους και την περιέγραφε ο Ρ. Ντενκτάς, ήταν αναλλοίωτη. Το βαθύ κράτος ήταν κυρίαρχο και πιστεύαμε ότι ο Ντενκτάς και οι ιδέες του θα ήταν αιώνιες. Έτσι πολλοί ε/κ έκτισαν μιαν αντίληψη στα πράγματα η οποία φτάνει μέχρι τις μέρες μας: η Τουρκία αποφασίζει για όλα, οι τ/κ είναι μαριονέττες της, όλα έτσι θα εξελίσσονται στους επόμενους αιώνες, οι ντενκτάς δεν αλλάζουν.

Αυτή η επίπεδη ανάλυση κατέρρευσε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Η πλειοψηφία των τ/κ το 2003 οργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις κατά του Ρ. Ντενκτάς. Στις 24 Απριλίου 2004 ο Ρ. Ντενκτάς κάλεσε τους τ/κ να καταψηφίσουν το σχέδιο του ΟΗΕ επειδή το θεωρούσε «ετεροβαρές» και «νίκη των ε/κ», ενώ κατηγόρησε τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ και την Μ. Βρετανία «ότι επέβαλαν ένα σχέδιο που δεν είχε συμφωνηθεί και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί». Δήλωνε ότι «ο ΟΗΕ κατέθεσε ενα σχέδιο 9 χιλιάδων σελίδων που κανένας δεν γνωρίζει τι περιέχει και τι εκπλήξεις επιφυλάσσει σε περίπτωση που υπερψηφιστεί…».

Οι τ/κ με ποσοστό 65% ψήφισαν το σχέδιο λύσης του ΟΗΕ και έθεσαν τον παλαιό ηγέτη τους στο πολιτικό περιθώριο. Συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτό η αλλαγή εξουσίας στην Τουρκία-από τους κεμαλιστές στο ΚΑΔ, από τους Ετσεβίτ στο δίδυμο Ερτογάν-Γκιουλ.

Κάθε επίπεδη ανάλυση αλλάζει όπως αλλάζουν όλα τα επιφανειακά φαινόμενα. Η για δεκαετίες βοναπαρτικής μορφής εξουσία Ντενκτάς προκάλεσαν την ιστορική κίνηση. Μια νέα πλειοψηφία δημιουργείται, διεκδικεί επικοινωνία με τον σύγχρονο κόσμο, αντιλαμβάνεται τη σημασία της ένταξης στην ΕΕ. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ο συγχρονισμός ανάμεσα στις δύο κοινότητες, δεν κατέστη εφικτός. Μέσα στην ε/κ κοινότητα, επεκράτησαν αντιλήψεις που παρεμπόδισαν τον βιώσιμο συμβιβασμό και έφεραν την ιστορική κίνηση προς τα πίσω. Αυτές εκφράστηκαν το 2004 με έναν εξαίρετο επικοινωνιακό τρόπο «(απορρίπτω το σχέδιο του ΟΗΕ, όχι την ομοσπονδιακή λύση, θέλω σωστή λύση, αλλά δεν την προτείνω». Αυτό, ωστόσο, δεν ήταν το ουσιώδες. Στη δική μου κρίση, το ουσιώδες βρισκόταν στην καλλιεργημένη για πολλές δεκαετίες αντίληψη που ανέπτυξε η ηγετική τάξη μέσα στην ε/κ κοινότητα ότι η Κύπρος ανήκει εξ ορισμού και εξ ολοκλήρου στους ε/κ, το κράτος «είμαστε εμείς», και ότι κάθε άλλη κοινότητα οφείλει να υποταχθεί στην κυρίαρχη ελληνοκυπριακή.

Μετά την αλλαγή σελίδας στην τ/κ κοινότητα με την εκπαραθύρωση του Ρ. Ντενκτάς από τη συνολική πορεία της νήσου, απεδείχθη ότι οι αρχές του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού δεν ήταν μια εμπεδωμένη αξία μέσα στην κουλτούρα της ε/κ πολιτικής τάξης. Γι’ αυτό και δεν ανέλαβε το ιστορικό βάρος να εξαπλώσει σε κάθε γωνιά της Κύπρου τις αξίες που η ένταξη στην ΕΕ συνιστούσε. Γι’ αυτό και άφησε στη μέση τη δουλειά του Γ. Κρανιδιώτη («το να ενταχθούμε στην ΕΟΚ μόνο, so what, αφού οικονομικά είμαστε καλύτεροι, όλη η υπόθεση είναι να λύσουμε το κυπριακό, 1997»). Η ιθύνουσα τάξη δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει το βάθος της πρώτης μισής αξίας (ένταξη), καθώς δεν είχε μιαν ευρύτερη θέαση του κόσμου που μάς περιβάλλει για να κάνει την επόμενη μισή (επίλυση).

Αυτό συνιστά ένα κεντρικό ζήτημα στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις στη μετά Ντενκτάς εποχή, αυτό ακριβώς το σημείο ταλανίζει ηγέτες και κόμματα γιατί η κοινή γνώμη σε μεγάλο ποσοστό παραμένει επιφυλακτική σε κάθε συμβιβασμό που αφορά τη συμμετοχή των τ/κ στην κεντρική διοίκηση. Συγχύζει (συχνά σκοπίμως) την ίση συμμετοχή με την ισότιμη, και αντιλαμβάνεται την ισότιμη, ως μιαν απειλή, όχι ως μιαν ευκαιρία να εκφραστεί πολιτικά μια διαφορετική κοινότητα. Σε αυτό το σημείο μπορεί κανείς να δει τις ταλαντεύσεις ηγετών που έφεραν σημαντική πρόοδο στο τραπέζι των συνομιλιών αλλά δεν πήγαν με αποφασιστικότητα στο «τελευταίο μίλι» γιατί εκτίμησαν ότι μέρος της κοινής γνώμης δεν θα έδινε τη στήριξή της σε μια συμβιβαστική λύση.

Η αντίληψη ότι η κοινή γνώμη συμπεριφέρεται κατά στατικό τρόπο είναι ασφαλώς αβάσιμη. Οι πλειοψηφίες κτίζονται, οι πολιτικές μάχες κερδίζονται όταν τα επιχειρήματα και η επικοινωνιακή πολιτική υπηρετούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της πλειοψηφίας σε μια ορισμένη χρονικά περίοδο. Άλλωστε η ελληνοκυπριακή κοινωνία έχει, κατά καιρούς, διαφοροποιήσει τις απόψεις της όταν ηγέτες ανέλαβαν το βάρος της ευθύνης να δημιουργήσουν μια άλλη πλειοψηφία, αυτήν που θα αναλάμβανε την ευθύνη μιας αλλαγής.

Σε μια σπάνιας σύμπτωσης συνάντηση, ο Μπαρίς Μπουρτζού  αποκαλύπτει: «Όταν είχα πάει στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, είχα μια σύντομη συνάντηση με τον Σημίτη και τον Παπανδρέου. Και ο Σημίτης μου είπε πως η αποστολή ενός προοδευτικού κόμματος δεν είναι να ακολουθεί την κοινή γνώμη, αλλά να δημιουργεί την κοινή γνώμη», («Πολίτης», 3/8/2015).

Λάρκος Λάρκου