Η ασφάλεια στις νέες συνθήκες

Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ)  παραθέτει τους αριθμούς: «από την αρχή του 2018 έχουν εκταφεί 11 άτομα, ενώ ταυτοποιήθηκαν 32 (17 Ελληνοκύπριοι και 15 Τουρκοκύπριοι). Από το 2006 μέχρι σήμερα έχουν εκταφεί συνολικά 1.211 άτομα και ταυτοποιήθηκαν 889. Οι Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι που ταυτοποιήθηκαν ανέρχονται σε 664 και αγνοούνται ακόμη 846. Επίσης ταυτοποιήθηκαν 225 Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι και συνεχίζουν να αγνοούνται 267» (ΚΥΠΕ, 10 Αυγούστου 2018).

Οι αριθμοί λένε πολλά. Οι ε/κ αγνοούμενοι προέρχονται από την τουρκική εισβολή του 1974 (στρατιωτική επιχείρηση, μαζικές εκτελέσεις σε χωριά, όπως το παράδειγμα της Άσσιας και του Παλαίκυθρου), με πολύ μικρό αριθμό να αφορά τα γεγονότα του 1964. Οι τ/κ αγνοούμενοι βρίσκονται σε δύο κατηγορίες. Πρώτο, από δύο μαζικές εκτελέσεις από ε/κ ακροδεξιούς το 1974: στην Τόχνη 85 και στα χωριά Μαράθα, Αλόη, Σανταλλάρι 126), και, δεύτερο, από απαγωγές και εκτελέσεις σε διάφορες περιοχές της νήσου μεταξύ 1964 και 1974, γι’ αυτό και η ΔΕΑ λέει ότι «ταυτοποιήθηκαν 225 Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι και συνεχίζουν να αγνοούνται 267».

Οι τελευταίες αποκαλύψεις της εφημερίδας «Πολίτης», ρίχνουν φως σε μια άγνωστη πτυχή της κυπριακής ιστορίας: μεγάλος αριθμός τ/κ, εκτελέστηκαν από ε/κ ατάκτους που δρούσαν είτε με την κάλυψη της αστυνομίας, είτε αξιοποιώντας το γενικότερο κλίμα στο διάστημα μετά το 1964. Οι αποκαλύψεις αυτές έχουν μιαν ιστορική χρησιμότητα: βοηθούν στο να αποκτήσουν όλοι οι κύπριοι μια σφαιρική εικόνα στα πράγματα και μέσα από αυτήν να αντλήσουμε τα αναγκαία συμπεράσματα για το μέλλον. Αυτός είναι ο ρόλος μιας ιστορικής ανάγνωσης: να διαβάσουμε με ορθολογισμό τα γεγονότα και να ερμηνεύσουμε τις κάθε φορά εξελίξεις.

Η ΔΕΑ  παρουσιάζει αριθμούς. Πίσω από αριθμούς υπάρχουν τραγικές πτυχές της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, 1964, 1974. Χρειάζεται να τις εξηγήσουμε, ώστε να βρούμε τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να αλλάξουμε το βηματισμό μας. Η πολιτική διάσταση αυτής της αρίθμησης, διασυνδέεται με τις πτυχές της ασφάλειας στην προσπάθεια για την αναζήτηση λύσης στο κυπριακό. Αναλύοντας με ρεαλισμό όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν αυτή  την πτυχή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τόσο η επανάληψη του συστήματος εγγυήσεων του 1960, όσο και η πλήρης κατάργηση κάθε μορφής συστήματος ασφάλειας, ισοδυναμούν με μη λύση.

 

Πώς μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα στο διαπραγματευτικό πεδίο;

Πρώτο, η συμφωνία του ’60 χρειάζεται να αντικατασταθεί με μια νέα συνθήκη ασφάλειας με αξιοποίηση των Κεφαλαίων 6 και 7 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ στην οποία θα αποκλείεται η χρήση ή η απειλή χρήσης βίας,

Δεύτερο, για ένα μεταβατικό διάστημα δύο ετών, διευρυμένο  σώμα, κάτω από τη σημερινή δομή που έχουν οι δυνάμεις του ΟΗΕ, να εποπτεύει τις διαδικασίες αποχώρησης του τουρκικού στρατού, των «τουρκοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων» και τις διαδικασίες αφοπλισμού  της Εθνικής Φρουράς.  Η εντολή να προέρχεται κατευθείαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει σε περίπτωση που παρατηρηθεί ουσιώδης παραβίαση των συμφωνηθέντων.

Τρίτο, για ένα διάστημα 10 ετών μπορεί να παραμείνει στο έδαφος της Κύπρου ένα στρατιωτικό τμήμα από την Ελλάδα και ένα από την Τουρκία, κατά το ανάλογο της ΕΛΔΥΚ (προνούσε 950 Έλληνες στρατιώτες) και της ΤΟΥΡΔΥΚ (προνοούσε 650 Τούρκους στρατιώτες). Η φόρμουλα γύρω από την ΕΛΔΥΚ και την ΤΟΥΡΔΥΚ έρχεται από το Σύνταγμα του 1960 και δεν διασυνδέεται με την εισβολή του 1974. Πλειοψηφικά ρεύματα και στις δύο κοινότητες μπορεί να την αποδεχθούν νοουμένου ότι θα έχει μεταβατικό χαρακτήρα.

Τέταρτο, τα δύο στρατιωτικά τμήματα (ΕΛΔΥΚ, ΤΟΥΡΔΥΚ) θα  μπορούσαν να «συντονίζονται» από επικεφαλής στρατιωτικό που θα ορίσει η ΕΕ.

Πέμπτο, το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης, αντίκειται σε όλες τις συνθήκες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ΕΕ, από το 1957. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο Υπουργών μπορεί να εποπτεύει την υλοποίηση μιας συμφωνίας η οποία θα επιτρέπει σε κράτος-μέλος να εξελίσσεται με βάση τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις.

Έκτο, με δεδομένες τις ασύμμετρες απειλές, στο νέο κυπριακό Σύνταγμα θα πρέπει να γίνεται αναφορά στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, και ειδικότερα στη «Ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», που προβλέπει ότι «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος της ΕΕ δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους».

Έβδομο, εξαιτίας της δικοινοτικής σύγκρουσης του 1964 και της τουρκικής εισβολής δέκα χρόνια αργότερα, το κεφάλαιο της ασφάλειας συνιστά ένα κεφαλαιώδους σημασίας θέμα. Δύσκολο κεφάλαιο, με πολλές και διαφορετικές ευαισθησίες σε κάθε κοινότητα εξαιτίας της διαφορετικής τους ιστορικής εμπειρίας.

Γι’ αυτό ένα νέο σύστημα ασφάλειας χρειάζεται να απαντά σε τρεις κρίσιμης σημασίας παράγοντες: πρώτο, να έχει επίγνωση της ιστορικής εξέλιξης του κυπριακού, χωρίς να είναι ουραγός της, δεύτερο, να ανταποκρίνεται στις ανησυχίες των δύο κοινοτήτων, και, τρίτο, να συμβαδίζει με τις σύγχρονες συνθήκες μέσα από τη συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ.

Λάρκος Λάρκου