Η ασφάλεια στο ευρωπαϊκό περιβάλλον

Το ζήτημα της ασφάλειας για ένα κράτος μέλος της ΕΕ των 25 τίθεται από την 1η Μαίου 2004 πάνω σε μια νέα βάση. Οι κύπριοι πολίτες θέτουν ερωτήματα και εκφράζουν εύλογες αγωνίες και ερωτηματικά για τις τουρκικές επιδιώξεις της (κατοχή, επίλυση). H ιστορική εμπειρία λέει ότι η Ε.Ε. έχει κατακτήσει την ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στα κράτη – μέλη, μέσα από την  αναζήτηση συμβιβαστικών συμπεριφορών και την οικοδόμηση μιας συνεπούς ζώνης σταθερότητας μέσα στο θεσμικό της πλαίσιο. Κατά συνέπεια, η ένταξη της Κύπρου  στη ζώνη της σταθερότητας είναι το δίκτυο ασφάλεια για τους ε/κ, είναι η ομπρέλα της πολιτικής  και διπλωματικής ενδυνάμωσής σε όλα τα επίπεδα. Στα σχέδια λύσης του κυπριακού, όπως ο ΟΗΕ  με τις κατά καιρούς πρωτοβουλίες του έχει προτείνει, επιχειρείται να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα ασφάλειας μέσα από τον παραδοσιακό τρόπο των συστημάτων ασφάλειας με επίκεντρο την Συνθήκη Εγγύησης και Συμμαχίας του 1960. Χρειάζεται να αναληφθούν πρωτοβουλίες από την ε/κ πολιτική ηγεσία που να οδηγούν σε αλλαγή του ορισμού και του περιεχομένου της έννοιας της ασφάλειας για ένα κράτος-μέλος της ΕΕ. Η ίδια η ΕΕ μπορεί να συμβάλει πραγματικά στην οικοδόμηση ενός νέου συστήματος  ασφαλείας για την Κύπρο, με αξιοποίηση  της δυνατότητας της αμυντικής ΕΕ να αναλάβει την πολιτική εποπτεία ενός συστήματος εγγυήσεων που μέσα στο χρόνο θα καθίσταται ολοένα και πιο φανερό ότι πρόκειται για μεταβατικές ρυθμίσεις που η δυναμική των ευρωπαϊκών ανακατατάξεων και η ωριμότητα των κυπρίων πολιτών θα οδηγήσουν σε υπέρβασή του. Στον πολιτικό αγώνα δεν υπάρχουν πλαίσια ασφαλείας που με μαγικό ραβδί επιλύουν τα πάντα. Το δίκτυο ασφαλείας οικοδομείται με  τη δραστήρια συμμετοχή μας στην Ε.Ε., με τη δημιουργία νέων συμμαχιών, με τους χειρισμούς και  την παρουσία μας, με δίκτυα ανάπτυξης συμφερόντων μέσα στην Ε.Ε. (οικονομικά, πολιτικά, αμυντικά, πολιτιστικά, συμμετοχή σε προγράμματα, δράσεις που να προωθούν κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα). Όλα αυτά βελτιώνουν την εικόνα της Κύπρου, της δίνουν κύρος και αξιοπιστία. Το δίκτυο ασφαλείας συνδέεται με τις ιδέες, τις πρωτοβουλίες, το κύρος που δημιουργεί ένα  νέο μέλος της ΕΕ και με τις δικές του πρωτότυπες σκέψεις που δείχνουν μια κατανόηση του ευρύτερου κοινοτικού συμφέροντος. Το παράδειγμα του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Γ. Γιούγκερ είναι ενδιαφέρον.  Ηγείται ενός μικρού κράτους με μεγάλο ευρωπαϊκό εκτόπισμα γιατί δουλεύει με σοβαρότητα στο πιο πάνω κοινοτικό αξίωμα.

Η Κύπρος δεν δείχνει να συμμετέχει σε αυτό τον κύκλο των αναζητήσεων, στην πράξη είναι απούσα από τις συζητήσεις και μάλιστα σε εκείνα τα ζητήματα όπου τα μεγέθη δεν παίζουν ουσιώδη ρόλο, συνεπώς ευνοούν τα μικρά κράτη όπως η Κύπρος. Τα παραδείγματα των συζητήσεων γύρω από το ευρωπαϊκό σύνταγμα, τον κοινοτικό προϋπολογισμό (2007-20013) και τη διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού μοντέλου για την ανάπτυξη είναι πολύ χαρακτηριστικά για το πως η Κύπρος θα μπορούσε να τα αξιοποιεί με εισηγήσεις και έτσι να βελτιώνει την εικόνα της μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Ο Μ. Ατταλίδης διαπιστώνει «ότι είναι γνωστό ότι στην ΕΕ το κύρος και η επιρροή του κάθε κράτους (εκτός από το ρεαλιστικό πολιτικό εκτόπισμά του) εξαρτάται από την κοινοτική δραστηριότητά του και τη συνεισφορά του στη λύση ευρωπαϊκών ζητημάτων. Αυτό  ισχύει ιδιαίτερα για τα μικρά κράτη όπως η Κύπρος. Σε μείζονα όμως ευρωπαϊκά θέματα η Κύπρος φαίνεται να είναι απούσα, παρ’ όλο που μόνο με την ενεργό εμπλοκή της σε αυτά τα ζητήματα θα αποκτήσει τις εμπειρίες, το κύρος και τους συμμάχους που θα ενδυναμώσουν τη δυνατότητά της να χειρίζεται ζητήματα δικού της ενδιαφέροντος.» ( Μ. Ατταλίδης, Κυπριακό: μετά τις 3 Οκτωβρίου τι;. Άρθρο στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» , 2/10/2005).

Η 3η Οκτωβρίου 2005 είναι ένα σαφές παράδειγμα για το πως αλλάζουν οι ισορροπίες συμφερόντων στην ΕΕ. Οι 25 συναίνεσαν και η Τουρκία άρχισε ενταξιακές συνομιλίες. Συνεπώς αυτό που μετρά για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι ο έλεγχος αυτής της εξέλιξης και η μετατροπή της σε πλεονέκτημα ασφαλείας για τον κυπριακό γεωπολιτικό χώρο. Αυτές οι αλλαγές ήταν μια σημαντική άσκηση ανάμεσα στον πολιτικό σχεδιασμό και τη διασύνδεσή του με το χρόνο, τις παγκόσμιες ισορροπίες και τις επιδιώξεις της Κύπρου στο νέο διεθνές περιβάλλον.