Η αθέατη όψη ενός Αρχιεπισκόπου

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επανέκαμψε δριμύτερα στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής ζωής της Κύπρου. Με αλλεπάλληλες δηλώσεις του επανέλαβε εαυτόν: ομιλώντας ενίοτε ως πολιτικός και ενίοτε ως οικονομολόγος, επιβεβαίωσε τον παλαιό του εαυτό. Με μια, εκτός τόπου και χρόνου ρητορεία, εκφέρει λόγο χωρίς τεκμηρίωση, παρεμβαίνει σε θέματα που δεν γνωρίζει και εσχάτως επέδειξε μια ιδιαίτερα αντιδραστική όψη.

Ομιλεί για το κυπριακό ως να είναι κανονικό μέλος του Εθνικού Συμβουλίου. Εκφέρει, δημοσίως, διαταγές για τον εκλεγμένο πρόεδρο («να πατήσει πόδι στην Ελβετία»), ή «ποσοστό κάτω από 25% του εδάφους για την τ/κ πολιτεία», ή απόρριψη της εκ περιτροπής προεδρίας «γιατί οι τ/κ είναι το 18% του πληθυσμού»). Τα πιο τελευταία δείγματα γραφής δείχνουν ότι αισθάνεται ότι είναι γνώστης της διαπραγματευτικής διαδικασίας και ότι πάνω από την λαϊκή ψήφο μπορεί να δίνει εντολές στον πρόεδρο. Κατά κανόνα οι εντολές συνιστούν τις προσωπικές του απόψεις, τις ενδύει, ωστόσο, με τον γνωστό μανδύα της εκκλησίας που ενδιαφέρεται για το ποίμνιόν της.

Εσχάτως ξεπέρασε κάθε μέτρο κάνοντας λόγο για τη δημιουργία (από τον ίδιο) σχολείων στα οποία ομοφυλόφυλα άτομα θα λαμβάνουν ειδικά μαθήματα για να έρθουν στον σωστό δρόμο! Η δήλωσή του προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις, όπως ήταν η παρέμβαση από την Επίτροπο Διοικήσεως και την πιθανότητα αυτό το θέμα να απασχολήσει ειδική συνεδρίαση Επιτροπής της Βουλής.
Ειδικότερα το Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανακοίνωσε ότι «οι δηλώσεις της Εκκλησίας που έχουν κατά τις τελευταίες ημέρες διατυπωθεί δημοσία εναντίον των ΛΟΑΤΙ ατόμων εκφεύγουν του προστατευτικού πεδίου της ελευθερίας της έκφρασης και είναι ποινικά ελεγκτέες, τόσο λόγω του ίδιου του περιεχομένου τους, όσο και λόγω των πιθανών συνεπειών τους. Οι δηλώσεις είναι κατ’ ουσία κακοποιητικές, προσβάλλοντας, υποτιμώντας και στοχοποιώντας μια διακριτή ομάδα του πληθυσμού στη βάση νομικά προστατευόμενων χαρακτηριστικών τους: του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου. Τέτοιες δηλώσεις, όπως αυτές των τελευταίων ημερών, διαιωνίζουν στρεβλά στερεότυπα, προκαταλήψεις και μίσος σε βάρος των ΛΟΑΤΙ ανθρώπων και μας γυρίζουν δυστυχώς πίσω στην εποχή της ταύτισης της ομοφυλοφιλίας με την ανηθικότητα, την εγκληματικότητα, την παρέκκλιση, την ψυχική ασθένεια».
Κατά κανόνα ο Αρχιεπίσκοπος ομιλεί για τις οικονομικές εξελίξεις. Λαμβάνει μέρος σε Γενικές Συνελεύσεις τραπεζών ως μεγαλομέτοχος. Δίνει κατευθύνσεις σε θέματα που αφορούν μετοχές που διαθέτει η Εκκλησία της Κύπρου σε δύο κυπριακές τράπεζες. Έχει τον κεντρικό ρόλο για να κατευθύνει επιχειρήσεις που διαθέτει η εκκλησία και επιχειρεί να δίνει λύσεις σε συνδικαλιστικές αντιπαραθέσεις όπως έγινε με το ξενοδοχείο Sun Hall στη Λάρνακα. Είναι γνωστό ότι στην εποχή της κρίσης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ταμεία της εκκλησίας, ώστε να φτάσει να παρέμβει στις τραπεζικές καταθέσεις που διέθετε η εκκλησιαστική επιτροπή της εκκλησίας της Παναγίας του Τράχωνα. Με δική του εντολή τα χρήματα μεταφέρθηκαν σε λογαριασμό που ανήκει στη δική του εκκλησιαστική επιρροή. Δημοσίως αιτιολόγησε την κίνηση αυτή ότι η Αρχιεπισκοπή έχει αυτό το δικαίωμα ως εκ της ιεραρχικής τάξης.

Είναι πραγματικά με απογοήτευση που βλέπει κανείς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου να παρεμβαίνει σε θέματα πέρα από την θρησκευτική του αποστολή, σε ζητήματα που αφορούν την πολιτεία, τη λαϊκή ψήφο, τη δημοκρατική διαδικασία, το κοσμικό κράτος, όπως αυτό οικοδομήθηκε το 1960. Η Κυπριακή Δημοκρατία, με βάση το Σύνταγμα του 1960, είναι ένα μη θρησκευτικό, ένα κοσμικό κράτος, ενώ μέσα από την ιστορική του διαδρομή το κυπριακό δεν είχε χαρακτήρα θρησκευτικής αντιπαράθεσης. Αρμόδια για τη διαπραγμάτευση όλων των πτυχών του κυπριακού είναι η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία, την οποία επιλέγει ο λαός με δημοκρατικές εκλογές. Η υιοθέτηση εμφανώς ανέφικτων στόχων σε πτυχές του κυπριακού από τον Αρχιεπίσκοπο (όπως λ.χ. το εδαφικό) υπηρετούν ακραίες πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Με σαφήνεια εκφράζεται ως πολιτικός στηρίζοντας μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική τάση στην πολιτική ζωή της νήσου. Ωστόσο, στις προηγμένες δημοκρατικές κοινωνίες, η πολιτεία είναι αρμόδια για να ρυθμίσει τα ζητήματα της κοινωνικής οργάνωσης. Η πολιτεία στις φιλελεύθερες πολιτείες θεσπίζει τους κανόνες με κριτήρια που αποφασίζονται, είτε σε κρατικό επίπεδο στη Λευκωσία, είτε τα συναποφασίζουμε σε υπερεθνικό επίπεδο όπως ρυθμίζονται από τα κράτη-μέλη μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συνεχής παρεμβατική αντίληψη του Αρχιεπισκόπου βοηθά μόνο την οπισθοδρόμηση σε όψεις της κοινωνικής μας εξέλιξης, αντιβαίνει τους κανόνες μιας λειτουργούσας κοσμικής πολιτείας, όπως αυτό λειτουργεί με βάση το συνταγματικό πλαίσιο. Δεν είναι εύκολο να αλλάξει αυτή η κατάσταση πραγμάτων. Οι περισσότεροι σιωπούν, παρά το γεγονός ότι ιδιωτικώς διαφωνούν, ορισμένες δυνάμεις σκέφτονται το πολιτικό κόστος από μια διαφωνία μαζί του, οι εκσυγχρονιστικές τάσεις μέσα και έξω από τα κόμματα δεν έχουν την αναγκαία ισχύ. Αυτό το στοιχείο οδηγεί τα πράγματα σε μια παρατεταμένη σύγχυση, γεγονός που αξιοποιεί ο Αρχιεπίσκοπος για ακόμα πιο συχνές παρεμβάσεις.