Η CYTA και ο «Κώδων» του ποδοσφαίρου

ΤοΔιοικητικό Συμβούλιο της CYTA έχει την ευθύνη. Λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις σε σχέση με τα τηλεοπτικά δικαιώματα των ομάδων ποδοσφαίρου. Σύμφωνα με ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Χαραυγή»  στις 19 Αυγούστου «οι προθέσεις που υπάρχουν, είναι να δοθεί ένα συμβόλαιο ύψους 3 εκατομμυρίων ευρώ στον ΑΠΟΕΛ και ένα ποσό 1,7 εκατομμυρίων ευρώ στην «Ανόρθωση». Επίσης, οι ομάδες θα μπορούν να έχουν πρόσθετες απολαβές-μπόνους, ύψους 200 χιλιάδων ευρώ, σε περίπτωση που κατακτήσουν το πρωτάθλημα ή το κύπελλο. Τα συμβόλαια τα οποία υπάρχει πρόθεση να προσφερθούν αναμένεται ότι θα είναι τριετούς διάρκειας (2019-2021)».

Υπάρχουν αντιδράσεις από τις συντεχνίες της CYTA. Η συντεχνία ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ –ίσως και η ΕΠΟΕΤ-ΣΕΚ- προτίθεται, σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ «να ζητήσει από το ΔΣ να δικαιολογήσει κατά πόσο τόσο μεγάλα συμβόλαια δικαιολογούνται από τους πελάτες που ενδέχεται να προσελκύσει η CYTA και αν θα επωφεληθεί τελικά από τις συμφωνίες».

Στις 22 Αυγούστου το ΔΣ της  Cyta με ανακοίνωση τύπου μίλησε ως εξής: «Το ΔΣ έχει αποδείξει πως στέκεται στο πλευρό του κυπριακού αθλητισμού και επιδιώκει διαχρονικά να στηρίζει το κυπριακό ποδόσφαιρο μέσα από αντικειμενική αντιμετώπιση των ομάδων και με βάση συγκεκριμένες αρχές, κριτήρια και δεδομένα.

Τα συμβόλαια τηλεοπτικών δικαιωμάτων που είναι σε ισχύ ολοκληρώνονται το 2019. Παράλληλα, αυτή την περίοδο είναι σε εξέλιξη συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη για τις περιόδους μετά το 2019. Στο πλαίσιο αυτών των διαβουλεύσεων, είναι αυτονόητο ότι η Cyta, ως ο βασικός πάροχος ηλεκτρονικών επικοινωνιών στον τόπο μας και οργανισμός δημοσίου δικαίου, ανήκει στην πολιτεία και λογοδοτεί στην κυπριακή κοινωνία. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις της, πέραν της επιχειρηματικής λογικής και του ανταγωνισμού, διέπονται από σύνεση και ευθύνη. Στη βάση αυτή, η Cyta δεν θα ακολουθήσει το δρόμο της άκριτης, χωρίς όρια και εκτός συμφωνηθέντων πλαισίων πλειοδοσίας, που οδηγεί σε αδιέξοδα και τελικά υπονομεύει το μέλλον του ίδιου του ποδοσφαίρου. Σε κάθε περίπτωση ο Οργανισμός, στο πλαίσιο των θεμελιωδών αρχών διοίκησης του, διαφάνειας και ακεραιότητας, αξιολογεί όλα τα ενδεχόμενα, με γνώμονα την αποτελεσματικότητα της επιχειρηματικής του στρατηγικής, τα καλώς νοούμενα συμφέροντά του και την απόδοση αξίας που επιστρέφεται στο σύνολο της κυπριακής κοινωνίας».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία στις 21 Αυγούστου τοποθετείται με πολύ διαφορετικό σκεπτικό:

«Σε σχέση με δημοσιεύματα που αφορούν πιθανές συνεργασίες της Cyta με αθλητικά σωματεία για εξασφάλιση τηλεοπτικών δικαιωμάτων, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι για το θέμα αυτό υπήρξε εκτενής αναφορά στην πρόσφατη Έκθεση της για την Cyta που κατατέθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων στις 15 Ιουνίου 2017 και η οποία βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας. Στην Έκθεση καταγράφεται η θέση της Cyta ότι η Υπηρεσία Cytavision αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πρότασης τετραπλού παιχνιδιού προς τους πελάτες της καθώς και ο ισχυρισμός της πως υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων προβολής των αγώνων των κυπριακών ομάδων, με αποτέλεσμα το κόστος απόκτησης των δικαιωμάτων να αυξάνεται διαχρονικά.

Όπως καταγράφεται στην Έκθεση, μετά από εσωτερικές συναντήσεις και σχετικές οδηγίες της ιεραρχίας, η Υπηρεσία Cytavision άρχισε διαπραγματεύσεις με τον ΑΠΟΕΛ, την ΟΜΟΝΟΙΑ, την ΑΝΟΡΘΩΣΗ και την ΚΟΠ για την αγορά/ανανέωση τηλεοπτικών δικαιωμάτων μετά το 2019.
Για το θέμα αυτό η θέση της Υπηρεσίας μας, όπως αυτή καταγράφεται στην υπό αναφορά Έκθεση, έχει ως ακολούθως: «Η άποψη της Υπηρεσίας μας, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενες Εκθέσεις μας, είναι ότι ουδεμία τέτοια δαπάνη δεν πρέπει να αναλαμβάνεται από την Αρχή εάν τεκμηριωμένα αυτή δεν παρέχει οικονομική ανταποδοτικότητα (value for money).

Για τον σκοπό αυτό, έχουν καθοριστεί παράμετροι και κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του ανταλλάγματος για την απόκτηση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων της κάθε ομάδας (π.χ. ο αριθμός των φιλάθλων της κάθε ομάδας, η κατάταξη στα τελευταία πρωταθλήματα, η τηλεθέαση των αγώνων) και να αξιολογούνται τα ωφελήματα που προέκυψαν από την χορηγία που δόθηκε παλαιότερα».

Ο Υπουργός Οικονομικών Χ. Γεωργιάδης σύμφωνα με ρεπορτάζ στο ΚΥΠΕ στις 21 Αυγούστου  «έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο δημιουργίας φούσκας αναφορικά με τα τηλεοπτικά δικαιώματα των ποδοσφαιρικών σωματείων, συμφωνώντας με τις επισημάνσεις του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας πως τέτοιες αποφάσεις πρέπει να εδράζονται στην οικονομική λογική. Κληθείς να σχολιάσει το θέμα που προέκυψε, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων ύστερα από την έκτακτη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου, ο κ. Γεωργιάδης, αφού ανέφερε ότι την αποκλειστική ευθύνη για τέτοιες αποφάσεις φέρει το Διοικητικό Συμβούλιο της Cyta, εξέφρασε τη συμφωνία του με τις επισημάνσεις του Γενικού Ελεγκτή για το όλο θέμα. «Δεν έχω καμία διαφωνία με τα όσα ο Γενικός Ελεγκτής έχει υποδείξει, ότι δηλαδή πρέπει να διασφαλίζεται θετικός οικονομικός αντίκτυπος από κάθε ανάλογη απόφαση».

Υπενθύμισε ακόμη πως από τον καιρό που ήταν βουλευτής είχε εκφράσει «την άποψη πως φαίνεται να δημιουργείται σε αυτό το ζήτημα των δικαιωμάτων του ποδοσφαίρου άλλη μια φούσκα με τιμές που πραγματικά ξεφεύγουν από την κοινή λογική. Αυτή την άποψη είχα ευθύς εξαρχής απ’ την εποχή που ήμουν βουλευτής και οι εξελίξεις αλλά και τα νούμερα που βλέπω να συζητούνται επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες ότι πρόκειται δηλαδή για κινήσεις που ξεφεύγουν από τα όρια της οικονομικής λογικής και γι’ αυτό επαναλαμβάνω και συμφωνώ σε αυτό το ζήτημα με τον Γενικό Ελεγκτή πως οι όποιες αποφάσεις πρέπει να εδράζονται στην οικονομική λογική».

Τα εξής ερωτήματα προκύπτουν, κατά την κρίση μου, από τη συνολική συζήτηση του θέματος:

  1. Η Cyta είναι υπό αποκρατικοποίηση ή όχι; Αν ναι, με ποια κριτήρια μια εταιρεία σε αυτό το καθεστώς χορηγεί εκατομύρια σε ποδοσφαιρικές ομάδες; Αν, όχι, με ποια λογική τα χρήματα μιας δημόσιας επιχείρησης πάνε σε αθλητικές ομάδες; Πάνω σε ποια επιχειρηματική πολιτική στέκεται η θέση του ΔΣ ότι «το ΔΣ της Cyta έχει αποδείξει πως στέκεται στο πλευρό του κυπριακού αθλητισμού και επιδιώκει διαχρονικά να στηρίζει το κυπριακό ποδόσφαιρο μέσα από αντικειμενική αντιμετώπιση των ομάδων και με βάση συγκεκριμένες αρχές, κριτήρια και δεδομένα;». Ποιος και με ποιο σκεπτικό έχει αποφασίσει ότι ένας ημικρατικός οργανισμός χρειάζεται να στηρίζει το ποδόσφαιρο ή είναι κάπως σαν μέρος της «αποστολής» του;
  2. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες λειτουργούν πλέον ως ποδοσφαιρικές εταιρείες. Το δημόσιο δεν έχει καμμιά υποχρέωση να δίνει δημόσιο χρήμα σε ιδιωτικές εταιρείες όπως δεν πρέπει να δίνει χρήματα σε μια ιδιωτική εταιρεία που παράγει οτιδήποτε άλλο. Στην περίπτωση αυτή, στη δική μου κρίση,  δεν ισχύει  η λογική ότι πρέπει «παρέχει οικονομική ανταποδοτικότητα (value for money)» όπως λέει η ΕΥ, ούτε «πρέπει να διασφαλίζεται θετικός οικονομικός αντίκτυπος από κάθε ανάλογη απόφαση» όπως λέει ο Χ. Γεωργιάδης. Εάν είναι έτσι, μπορεί κάποιος να υπολογίσει με σαφή τρόπο και με μετρήσιμα κριτήρια την αποτελεσματικότητα αυτής και κάθε προηγούμενης απόφασης;
  3. Οι ποδοσφαιρετικές εταιρείες έχουν την ευθύνη να ζουν μέσα στον ιδιωτικό ανταγωνισμό και να οργανώνουν τον προϋπολογισμό τους με βάση ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και ταυτόχροντα να ελέγχονται ως προς αυτό από την αρμόδια κρατική υπηρεσία. Είναι καιρός οι αθλητικές εταιρείες να οργανωθούν με διαφορετικά κριτήρια και να διαμορφώνουν  προϋπολογισμούς με βάση υγιή, βιώσιμα στην αγορά budgets. Δεν λέει τίποτε στο ΔΣ της Cyta το πόσα σωματεία ή παράγοντές τους χρωστούν μεγάλα ποσά σε διάφορες ΣΠΕ από την εποχή λίγο πριν την οικονομική κατάρρευση της νήσου;
  4. Μια δημόσια εταιρεία, όπως η  Cyta, έχει υποχρέωση να εξυγιάνει τα οικονομικά της και να βγει από την εκτεταμένη σε μέγεθος λίστα των παρατηρήσεων που επί μακρόν καταγράφει ως δείγματα κακοδιοίκησης η Ελεγκτική Υπηρεσία. Μια ματιά στις παρατηρήσεις της ΕΥ για τη Cyta, λέει το απλούστατο: νοικοκυρέψετε τα του οίκου σας, βγάλτε την από την λίστα της ΕΥ, και κάντε τη διοίκηση πιο σύγχρονη και πιο αποτελεσματική. Δηλαδή περιορίστε τις σπατάλες, αλλάξτε παγιωμένες πρακτικές, δώστε στον προϋπολογισμό και στον οργανισμό περισσότερη αναπτυξιακή προοπτική.
  5. Το θέμα με τα τηλεοπτικά δικαιώματα των ομάδων ποδοσφαίρου ανήκουν σε αυτό ακριβώς τον φαύλο κύκλο της μικροκομματικής παράνοιας που ταλανίζει τη νήσο από τη δεκαετία του ?50. Να κρίνουμε δηλαδή το κάθε τι με κομματικά ή και ποδοσφαιρικά κριτήρια και να ενεργούμε ανάλογα. Καιρός να απελευθερωθούμε από αυτή την μορφή παράνοιας. Το δημόσιο χρήμα δεν ανήκει σε κανένα ΠΓ κανενός κόμματος,  ή και καμμιά διοίκηση καμμιάς ποδοσφαιρικής ομάδας. Πρόκειται για ένα κρίσιμης σημασίας ζήτημα που, η εκτεταμένη εφαρμογή του,  συνέβαλε σε ένα βαθμό στον εκτροχιασμό της οικονομίας μας και, ως εκ τούτου, όσοι έχουν κατανοήσει το γιατί χρεοκοπήσαμε, ας μιλήσουν δημόσια και ας αναλάβουν μιαν ευθύνη να μην επαναλάβουμε τις ίδιες ολέθριες πρακτικές.
  6. Τελικά όλα υπόκεινται στον κανόνα της πολιτικής λογικής: ποια στρατηγική χρειάζεται ένας ημικρατικός οργανισμός όπως  η  Cyta, τι ζητά η πολιτεία από αυτήν, ποια διοίκηση είναι σε θέση να εφαρμόζει αυτήν την στρατηγική, πώς ελέγχεται η εφαρμογή της και πώς μετρούμε τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Ένας ημικρατικός οργανισμός μπορεί να είναι πρότυπο στην αξιοποίηση και μεγέθυνση του δημόσιου συμφέροντος ή μπορεί να εξελιχθεί σε οργανισμό που να διανέμει τηλεοπτικά λάφυρα γιατί ένα ΔΣ διαθέτοντας κάποιο χιούμορ βλέπει «αξία που επιστρέφεται στο σύνολο της κυπριακής κοινωνίας».
  7. Όλα είναι θέμα επιλογής. Η Κύπρος για μια σειρά από λόγους (γεωπολιτική, ασφάλεια, στρατηγικού τύπου συνέργειες) είναι σημαντικό να κρατήσει την Cyta με τα χαρακτηριστικά του δημόσιου οργανισμού. Κατά συνέπεια, στη δική μου αντίληψη, το δίλημμα είναι: επανάληψη κάθε κακής πρακτικής του παρελθόντος, ή σύγχρονη διοίκηση, βελτίωση της αποτελεσματικότητας, καινοτομική ικανότητα;

Λάρκος Λάρκου