Η δημοσκόπηση της οργής

Η έρευνα κοινής γνώμης που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και παρουσίασε το ΡΙΚ στις 11 Απριλίου είναι ενδιαφέρουσα από πολλές πλευρές. Ο «Φιλελεύθερος» στις 12 Απριλίου δημοσίευσε τα βασικά στοιχεία της ως εξής:

«Πρώτη δύναμη αναδεικνύεται η συνεργασία των κομμάτων ΔΗΣΥ-Ευρωκό, με 35,3% και ακολουθεί το ΑΚΕΛ με 22,5%. Το ΔΗΚΟ λαμβάνει ποσοστό 11,4%, η συνεργασία ΕΔΕΚ-Οικολόγων 7,8%, η Συμμαχία Πολιτών 5,3% και το ΕΛΑΜ 1%. Το 12,3% των ερωτηθέντων, δηλώνουν ότι δεν έχουν ακόμη αποφασίσει τι θα ψηφίσουν, 2,8% ότι θα κάνουν άλλη επιλογή από τους προαναφερθείσες, ενώ 1,6% θα ρίξει άκυρο ή λευκό ψηφοδέλτιο. Ως προς τη συσπειρώσεις των κομμάτων, το ποσοστό στον ΔΗΣΥ είναι 83,3%, στο ΑΚΕΛ 77,7%, στο ΔΗΚΟ 61,98% και στην ΕΔΕΚ 60,6%».

Στην οικονομία: «Αρνητικά αποτιμούν οι πολίτες την κατάσταση στην οικονομία και σε ποσοστό 63% θεωρούν ότι τα πράγματα κινούνται σε λάθος κατεύθυνση. Οι πλήστοι δηλώνουν ότι έχουν επηρεασθεί από την οικονομική κρίση λόγω μείωσης του οικογενειακού προϋπολογισμού, ή μείωσης απολαβών, με συνέπεια να αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Για την κατάσταση, οι ερωτηθέντες, σε ποσοστό 64% πιστεύουν ότι ευθύνεται η κυβέρνηση Χριστόφια γιατί δεν είχε λάβει έγκαιρα μέτρα, ενώ σε ποσοστό 56% θεωρούν ότι ευθύνονται οι τράπεζες με τη συμπεριφορά τους. Ευθύνες σε ποσοστό 38% αποδίδουν οι πολίτες και στην κυβέρνηση Αναστασιάδη για τον τρόπο που διαπραγματεύτηκε το Μνημόνιο με την Τρόικα. Σε ποσοστό 64%, οι συμμετέχοντες στην έρευνα, δεν πιστεύουν ότι η Νομική Υπηρεσία και η Αστυνομία μπορούν να ανταπεξέλθουν στο αίτημα της κοινωνίας για τιμωρία των υπευθύνων για το οικονομικό σκάνδαλο».

Στο κυπριακό: «Στο ερώτημα κατά πόσο σήμερα βρισκόμαστε πιο κοντά σε λύση σε σύγκριση με πέρσι, 54% των ερωτηθέντων απαντά αρνητικά, το 43% καταφατικά και το 3% δηλώνει ότι δεν γνωρίζει ή δεν απαντά. Επικρατεί, ωστόσο, η πεποίθηση σε ποσοστό 68% ότι η επίλυση του Κυπριακού θα επηρεάσει θετικά την οικονομία του τόπου. Όσον αφορά το θέμα της Αμμοχώστου, το 60% πιστεύει ότι η επιστροφή της θα βοηθήσει την προοπτική λύσης. Για τη συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, 63% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι είναι προτιμότερο οι δύο κοινότητες να ζουν μαζί».

Σχετικά με τους θεσμούς: «Καχύπτοι και απέναντι στους θεσμούς Η κρίση επηρέασε και την άποψη των κυπρίων για τους ευρωπαϊκούς, αλλά και τους τοπικούς θεσμούς. Σε ποσοστό 55% έχουν αρνητική άποψη για την ΕΕ και το ευρώ και το 66% για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε ποσοστό 74%, δεν εμπιστεύονται την Κεντρική Τράπεζα και 61% την κυβέρνηση, ενώ σχεδόν 9 στους δέκα δεν εμπιστεύονται τις τράπεζες όπως λειτουργούν σήμερα και 70% τη Βουλή».

Τα στοιχεία αυτά εν πολλοίς έχουν την εξήγησή τους. Η διόγκωση του αντιευρωπαίκού ρεύματος –για πρώτη φορά τόσα μεγάλα ποσοστά εναντίον της ΕΕ και γενικά κατά του ευρώ- είναι μια σκόπιμη τάση και προκαλείται συνειδητά από όλους εκείνους που είχαν την ευθύνη να λάβουν αποφάσεις στον κατάλληλο χρόνο και δεν το έπραξαν. Έτσι σήμερα με την πιο μεγάλη επιπολαιότητα κάνουν εξαγωγή των ευθυνών τους για να παραστήσουν τα αθώα θύματα των ξένων, στην ουσία για να ξεπλύνουν την ανυπαρξία δικής τους σοβαρής πολιτικής. Αυτή η αντίληψη δεν έχει μέσα της κάποια δημιουργικότητα-δηλαδή αν δεν θέλεις το ευρώ, προτείνεις κάτι άλλο και ποιο;. Οι αντιλήψεις του τύπου «όχι σε όλα» οδηγούν στον απομονωτισμό και, κυρίως, στην άρνηση να διαβάσουμε σωστά τους πραγματικούς λόγους που μας έφεραν στην καταστροφή. Είναι επικίνδυνη για το μέλλον της Κύπρου στην εποχή των ανοικτών συνόρων και της παγκοσμιοποίησης.

Η απόφαση του Eurogroup για το κούρεμα των καταθέσεων ήταν απαράδεκτη και καταδικαστέα. Από αυτό το σημείο μέχρι την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου επιθετικού αντιευρωπαϊσμού υπάρχει τεράστια απόσταση. Χωρίς τη συμμετοχή μας στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και τις ευρωζώνης θα είχαμε την τύχη της Αργεντινής. Η λύση στα προβλήματα δεν θα προέλθει από άναρθρες κραυγές ή με επιθέσεις κατά πάντων. Η λύση είναι να εργαστούμε διαφορετικά μέσα στην ΕΕ, να λύσουμε διαρθρωτικές αδυναμίες και να διαμορφώσουμε νέες αναπτυξιακές πολιτικές που θα μας οδηγήσουν στην έξοδο από τα σημερινά αδιέξοδα.