Η επιτροπή και ο φαύλος κύκλος.

Στις 7 Σεπτεμβρίου ανακοινώθηκε στις Βρυξέλλες η δημιουργία Επιτροπής με το όνομα «Ανεξάρτητη Επιτροπή για την Τουρκία» η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξή της θέτει ως «κοινό στόχο των διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία την ένταξη και όχι κάποια εναλλακτική λύση όπως η “ειδική σχέση”». Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο πρώην πρόεδρος της Φινλανδίας Μ. Αχτισάαρι, (Νόμπελ Ειρήνης το 2008) και στα μέλη της περιλαμβάνονται τρεις πρώην Eπίτροποι -ο ολλανδός Χ. Βαν ντε Μπρουκ, η ιταλίδα Ε. Μπονίνο και ο ισπανός Μ. Ορέχα. Εδική βαρύτητα προσθέσει η συμμετοχή του πρώην γάλλου πρωθυπουργού Μ. Ροκάρ.

Σε έκθεσή της η Επιτροπή αναφέρει ότι «η διαδικασία (της ευρωτουρκικής σχέσης) έχει μετατραπεί σε φαύλο κύκλο: η εντονότατη αντίδραση από ορισμένους ευρωπαίους πολιτικούς, σε συνδυασμό με αυξανόμενη αντίσταση από την κοινή γνώμη στην περαιτέρω διεύρυνση της Ε.Ε. έχουν με τη σειρά τους εντείνει τη δυσαρέσκεια στην Τουρκία και επιβραδύνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Για να δώσουμε μια νέα πνοή στις διαπραγματεύσεις, η Ε.Ε. οφείλει απλώς να τιμήσει τις παλαιότερες δεσμεύσεις της για διατήρηση της προοπτικής πλήρους ένταξης. Δεν χρειάζονται νέες υποσχέσεις. Δύο χρόνια χωρίς εκλογές βρίσκονται μπροστά μας και όλες οι πλευρές πρέπει να ενεργήσουν τώρα για να αποτρέψουν ένα πάγωμα της σύγκλισης Ευρώπης – Τουρκίας. Μια διαρκής πρόοδος προς τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό σε όλα τα επίπεδα στην ίδια την Τουρκία είναι ο καλύτερος τρόπος να πεισθούν περισσότεροι ευρωπαίοι ότι η Τουρκία είναι συμβατή με την Ευρώπη».

Δεν χωράει αμφιβολία ότι τόσο σχηματισμός της Επιτροπής όσο και η σύνθεσή της αποτελούν μια ώθηση στην ευρωτουρκική σχέση. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στο τέλος του δρόμου η Τουρκία πρέπει να ενταχθεί στην ΕΕ όπως προνοούν τα κείμενα της 5ης Οκτωβρίου 2005 στα οποία οι 25 ομόφωνα συμφώνησαν με την κυβέρνηση Ερτογάν. Ωστόσο, η Ανεξάρτητη Επιτροπή για την Τουρκία δεν έχει παρουσιάσει κάποια σοβαρή ιδέα για τις ευθύνες της ίδιας της Τουρκίας στην καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων ένταξης, ούτε προέβη σε κάποια ανάλυση για τις ευθύνες της κυβέρνησης Ερτογάν στη μη επίλυση του κυπριακού. Εκτιμώ ότι αυτή η μονομερής αντίληψη στα πράγματα, δεν είναι παραγωγική: κάθε χώρα που παρουσιάζει υστέρηση, έχει τις ειδικές της ευθύνες. Στην περίπτωση της Τουρκίας η εσωτερική διαπάλη ανάμεσα σε Ερτογάν και κεμαλιστές και οι πρόωρες εκλογές εξαιτίας της άρνησης των δικαστών να συμφωνήσουν στην πρώτη εκλογή Γκιουλ, δείχνουν πόσο πολύπλοκος είναι ο βηματισμός της χώρας αυτής στα προαπαιτούμενα της ΕΕ. Η αδυναμία που εμφανίζει η διακήρυξη της Επιτροπής στα κρίσιμο αυτό σημείο, δείχνει μια μονομερή προσέγγιση στο θέμα. Η αποφυγή της κριτικής στον αργό βηματισμό της Τουρκίας και μη κριτική στα μείζονα όπως το κυπριακό, δεν συμβάλλουν στην αλλαγή στάσης της Άγκυρας, αντίθετα, δίνουν αφορμή για παρερμηνείες όταν επιφανείς προσωπικότητες αποφεύγουν τα αυτονόητα.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Μ. Αχτισάαρι δήλωσε ότι «η πρόοδος της Τουρκίας προς την ένταξη στην Ε.Ε. θα ωφελούνταν σημαντικά από την επίλυση του Κυπριακού». Αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να προσεγγιστεί πιο ρεαλιστικά: η Τουρκία δεν μπορεί να προχωρά απρόσκοπτα στην ενταξιακή της πορεία, εφόσον το κυπριακό παραμένει άλυτο. Η επίλυση είναι η προϋπόθεση, όχι το αντίθετο. Ο Μ. Αχτισάρι συμπληρώνει τη σκέψη του με μερικές καλές επισημάνσεις για το κυπριακό: «η ελκυστική ιδέα ότι το στάτους κβο μπορεί να διατηρηθεί επ’ άπειρον, είναι ψευδαίσθηση. Το κόστος της αδράνειας είναι υπερβολικά υψηλό αυτή τη φορά».

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους η επίλυση του κυπριακού να είναι σταθερή προϋπόθεση και επ’ αυτού μπορεί η Επιτροπή να ασκήσει την επιρροή της.