Η επιτροπή, τα αυτονόητα και τα παράλογα

Αίφνης προέκυψε θέμα σχετικό με τη σύσταση επιτροπής κυπριακού στη Βουλή, ώστε να ενημερώνεται και να συζητά στις υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση του κυπριακού, ενώ προτείνεται η δια νόμου απόρριψη τουρκικών εγγυήσεων. Η σχετική πρωτοβουλία των Οικολόγων κρίθηκε ως «ακατανόητη» από τον πρόεδρο του ΔΗΣΥ Α. Νεοφύτου, ενώ ο ΓΓ του ΑΚΕΛ χαρακτήρισε «παράλογα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τους προτείνοντες τη σύσταση Επιτροπής Κυπριακού στη Βουλή», ενώ, σε σχετική ανακοίνωσή του, το ΑΚΕΛ κρίνει «πως το κυπριακό και οι διάφορες πτυχές του θα λυθούν μέσω της διαδικασίας των συνομιλιών και όχι με νόμους».

Το θέμα απασχολεί την επικαιρότητα και ως τέτοιο θεωρώ ότι συνδέεται τον σκληρό πυρήνα της διαχείρισης του κυπριακού για δεκαετίες. Στην ε/κ κοινότητα έχει αναπτυχθεί μια παράδοση η οποία διαμορφώνει πολιτικές πρακτικές. Ο εκάστοτε πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την ευθύνη της διαχείρισης του κυπριακού, το Εθνικό Συμβούλιο (ΕΣ) συμβουλεύει και επηρεάζει τις εξελίξεις και ενδιάμεσα το Συμβούλιο των Αρχηγών συμπληρώνει το παζλ. Αυτός ο συνδυασμός διαχρονικά έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτός, παρά το γεγονός ότι η ποιότητα της συνεννόησης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις δεν απέδιδε τα αναμενόμενα. Οι κατά καιρούς διαρροές αφαίρεσαν κύρος από το ΕΣ, και συχνά γίνεται δικαιολογημένος λόγος για υποβάθμισή του. Κρίσιμο ζήτημα παραμένει η δυνατότητα των πολιτικών δυνάμεων να παρακολουθούν τα κείμενα και τις συγκλίσεις που καταγράφονται στις διακοινοτικές συνομιλίες. Αυτή η δυνατότητα εφόσον συνοδεύεται από την ανάλογη πολιτική θέληση, αποτελεί το κλειδί για να έχουμε μια διαφορετική ποιότητα στην πολιτική μας εξέλιξη.

Η συζήτηση σχετικά με τη διαρκή εποπτεία των διαραγματεύσεων στο κυπριακό από μια επιτροπή της Βουλής, αφίσταται της βασικής αξίας: για ποιο λόγο να γίνει τώρα, τι προσθέτει στα υπάρχοντα σχήματα και πώς μπορεί να θεραπεύσει παλαιά ελλείμματα στην συνεννόηση και την επιδιωκόμενη ευρύτατη συναίνεση; Δεν βλέπω ότι προσθέτει κάτι, μάλλον περιπλέκει και δυσχεραίνει μια διαδικασία που εξελίσσεται εδώ και ενάμιση χρόνο. Θεωρώ ότι η βέλτιστη λύση βρίσκεται στην αξιοποίηση της δυνατότητας για μελέτη των εγγράφων από τα κόμματα και τη δημιουργική συμβολή τους στην υπό εξέλιξη διαδικασία. Αυτό απαιτεί συνέπεια, σοβαρότητα, εμπιστευτικότητα από όλους, κατά συνέπεια σημαίνει παραγωγή προτάσεων ή προβολή εναλλακτικών λύσεων σε πιθανές πτυχές της διαπραγμάτευσης. Εάν αυτό το σύστημα αποδώσει, αυτό βοηθά όλους. Αν όχι, τότε οδηγεί σε περιπέτειες και αφαίρεση διαπραγματευτικής ισχύος για ολόκληση την ε/κ πλευρά, καθώς δυσκολεύει τους χειρισμούς του Πρόεδρου της Δημοκρατίας και ταυτόχρονα ηγέτη της ε/κ πλευράς στις συνομιλίες.

Πρόοδος μπορεί να προκύψει με την ανάπτυξη υψηλού αισθήματος ευθύνης από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος. Σημαίνει, επίσης, να θέτουμε ψηλά τις πιο σημαντικές προτεραιότητες, αυτές που είναι ικανές να ενδυναμώσουν το αίσθημα της συλλογικής δράσης αλλά και της συλλογικής ευθύνης. Πρόοδος μπορεί να προκύψει μόνο με καλύτερη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος. Τίποτε από τα πιο πάνω δεν θα προχωρήσει, εάν δεν υπάρχει η βούληση για να πάμε σε μια διαφορετική σελίδα, να δώσουμε στην Κύπρο τα πιο κατάλληλα εργαλεία για να αντιμετωπίσει τον μέγιστο κίνδυνο, την συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή του 37% του εδάφους της από τα τουρκικά στρατεύματα.

Τα σχήματα έχουν τη σημασία τους. Η ουσία, ωστόσο, βρίσκεται στη θέληση, τη σοβαρότητα, την αξιόπιστη συνεννόηση. Βασική επιδίωξη κάθε πολιτικής δύναμης που θέλει να αλλάξουν τα πράγματα, είναι η συμβολή στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επίλυση του κυπριακού σε αυτό τον κύκλο της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον πρόεδρο Αναστασιάδη και τον τ/κ ηγέτη Μ. Ακιντζί. Αυτός ο κύκλος συνομιλιών περιέχει την βασική του αξία: είτε θα πάμε σε πρόοδο και επίλυση, είτε όλα θα ενταχθούν σε έναν φαύλο κύκλο επιδείνωσης της σημερινής κατάστασης και χωριστικής πορείας με κατάληξη τη διχοτόμηση. Η συνεννόηση μετρά, μόνο αν έχουμε μέτρο να δούμε τα γεγονότα με πληρότητα και αποφασιστικότητα!