Η εθνική ταυτότητα και ο ρόλος τις Ε.Ε

Στην τελευταία δημοσκόπηση του «Ευρωβαρόμετρο» ορισμένα στοιχεία που παράγει η ελλαδική κοινή γνώμη είναι εντυπωσιακά. Στην ενότητα «ο ρόλος της Ε.Ε., φόβοι προτεραιότητες και κόστος» το 55% του δείγματος «φοβάται ότι η γλώσσα μας θα χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο», ενώ το 46% φοβάται «την απώλεια της εθνικής μας ταυτότητας (Ελευθεροτυπία, 8 Σεπτ. 2005).

            Τα στοιχεία αυτά προκαλούν ερωτηματικά γιατί αφορούν μια χώρα που συμμετέχει στην ΕΟΚ – Ε.Ε. εδώ και 25 χρόνια, συνεπώς τα πράγματα είναι σοβαρά. Το ζήτημα της απώλεια της εθνικής ταυτότητας απασχολεί και άλλους λαούς, ορισμένοι αισθάνονται αυτή την απειλή, αλλά επιμένουν στην ενταξιακή πορεία ή ενώ φοβούνται, δεν ζητούν αποχώρηση από την πηγή του κινδύνου. Τα μεγέθη αυτά (55%, ή και 46%) προέρχονται από αυτή την ιδιότυπη και ιστορικά βεβαρημένη σχέση της Ελλάδας με τον Δυτικό κόσμο. Για αιώνες είναι ενσωματωμένη στη συλλογική μνήμη των νεοελλήνων μια σχέση μίσους και αγάπης με τον δυτικό κόσμο. Μίσος και οργή για τις αδικίες που υπέστη ο ελληνισμός από δυτικές δυνάμεις μέσα από τους αιώνες στον αγώνα του για απόκτηση και ανάπτυξη της εθνικής του ανεξαρτησίας (λ.χ. δόγμα της Οθωμανικής Ακεραιότητας, περίοδος της Ξενοκρατίας). Ταυτόχρονα ανάπτυξη και ενός αισθήματος θαυμασμού για την Ευρώπη, απόρροια του αισθήματος πως η Ελλάδα είναι πίσω από αυτή από αυτήν σε αρκετούς τομείς της οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας (είναι χαρακτηριστική η έκφραση «θα πάω στην Ευρώπη», σημαίνει τοποθέτηση της Ελλάδας στο βαλκανικό πεδίο της). Σε ατή την ιστορική βεβαρημένη σχέση Ελλάδας – Δύσης μπορεί να βρει κανείς εξήγηση για το φόβο «απώλεια της ταυτότητας» όπως το Ευρωβαρόμετρο καταγράφει. Αυτός ο φόβος ήταν δικαιολογημένος στα πρώτα χρόνια της ένταξης. Σήμερα 25 χρόνια μετά πως τεκμηριώνεται αυτός ο φόβος; Απώλεσε την εθνική της ταυτότητα η Ελλάδα; Έκανε σενάρια η Ε.Ε. για να επιτύχει τέτοιους σκοπούς;

            Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν θετικές απαντήσεις, απλούστατα γιατί ο φόβος αυτός είναι περισσότερο μια τάση απόδοσης ευθυνών σε άλλους σε σχέση με αυτά που παρουσιάζει υστέρηση η σύγχρονη Ελλάδα. Αποδίδουμε προθέσεις σε άλλους για να συγκαλύψουμε συχνά δικές μας αδυναμίες, ή υστερήσεις στους χώρους της υγείας, της παιδείας, των υποδομών, της γραφειοκρατίας, του κατά κεφαλήν εισοδήματος.  Η μέτρια ή κακή πραγματικότητα δεν οφείλεται και σε ελληνικές αδυναμίες αλλά στους κακούς άλλους. Αυτή η θεωρία έχει μεγάλη λαϊκή απήχηση γιατί καλλιεργείται συνειδητά μέσα στον ελληνικό χώρο. Είναι μια συχνή μέθοδος εξαγωγής ευθυνών για να «ερμηνευτεί» η απόσταση της Ελλάδας από πολλά μεγέθη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ο κίνδυνος να χάσουμε την ταυτότητα μας δεν υπάρχει για εκείνα τα έθνη ή τους λαούς που δουλεύουν πάνω στις σύγχρονες προκλήσεις, έχουν αποτελέσματα, προοδεύουν, και συχνά γίνονται σημεία ή χώρες  αναφοράς και για άλλους. Το παράδειγμα της Ιρλανδίας είναι χαρακτηριστικό. Απώλεσε την ταυτότητα της; Σίγουρα, όχι. Έγινε όμως μέσα σε αυτή τη συνθήκη ένα αναπτυξιακό «μοντέλο» για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δουλεύοντας με επιτυχία σχέδια για νέες αναπτυξιακές πολιτικές.

            Ο φόβος να χάσουμε την ψυχή μας είναι περισσότερο ένας αμυντικός μηχανισμός διαφυγής μπροστά στα όσα είναι η καθημερινή μας πραγματικότητα. Το ιστορικό σχίσμα του ελληνισμού με τη Δύση (ιστορική, εκκλησιαστική, πολιτιστική σύγκρουση, ταυτόχρονα επαφή και επικοινωνία) έδωσε τη θέση της στην πλήρη συγκατοίκηση στο Κοινό Ευρωπαϊκό Σπίτι – η Ελλάδα από το 1981 και η Κύπρος από το 2004. Αυτό σημαίνει ότι οι ιστορικές πραγματικότητες με ότι αυτό σήμαιναν είναι μια αναλλοίωτη εικόνα γεγονότων που άφησαν τον ελληνισμό για αιώνες στην «Ευρώπη του Νότου» – υπανάπτυξη, περιπέτειες με τη δημοκρατία, βαλκανικές επιδόσεις, αγγλοκρατία στην Κύπρο.

            Σήμερα με τις δικές μας επιλογές θέλουμε μια διαφορετική πορεία. Κρινόμαστε πλέον όχι για αυτά που έγιναν αλλά γι’ αυτά που σήμερα συντελούνται στον ευρωπαϊκό χώρο. Εάν λ.χ. οι «Ολυμπιακές Αερογραμμές» είναι σε βαθύ αδιέξοδο δεν ευθύνεται γι’ αυτό ο Ι. Μέττερνιχ, αλλά νεοέλληνες πολιτικοί που ακολούθησαν τα αχνάρια του Ι. Κωλέττη.  Σήμερα δεν χρειάζεται να πάει κανείς στην Πλατεία Κλαυθμώνος  για να κλάψει πάνω στα αδιέξοδα της Ολυμπιακής. Κάλλιστα μπορεί να πάει στην Ρηγίλλης ή στη Χ. Τρικούπη για να αναζητήσει ευθύνες γι’ αυτό. Εάν λ.χ. οι»Κυπριακές Αερογραμμές» αντιμετωπίζουν το φάσμα της καταστροφής, δεν ευθύνονται γι’ αυτό οι Ναϊτες Ιππότες, αλλά πολιτικές που για πολλά χρόνια εφαρμόστηκαν και οδήγησαν στο σημερινό στρατηγικό αδιέξοδο.

            Συνεπώς το αρχικό ερώτημα εάν θα χάσουμε ή όχι την ταυτότητα μας έχει να κάνει περισσότερο με τη σημερινή διαχείριση της πολιτικής μας ταυτότητας. Με άλλα λόγια κατά πόσον μπορούμε να αλλάξουμε αυτά που μας ενοχλούν, να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα δουλεύοντας οργανωμένα και με μακροπρόθεσμα βάση. Ουδείς επιβουλεύεται την ελληνικότητα μας. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του λόφου: εκθέτουν την «ελληνικότητα» σε μια περιπέτεια αξιοπιστίας οι πολιτικοί της δημαγωγίας, της αξιοποίησης του δημόσιου τομέα ως χώρου άντλησης κομματικής πελατείας, της απουσίας σχεδίων που θα οδηγούν σε μια καλύτερη πορεία σε κρίσιμους τομείς της αναπτυξιακής διαδικασίας. Οι συμμαχίες αποκτούν νέα περιεχόμενα εφόσον διαθέτεις την κατάλληλη πολιτική, το σύγχρονο πολιτικό προσωπικό για να τις υλοποιήσει. Αλλιώς ρίχνεις τις ευθύνες στους άλλους, ανακατεύεις και λίγο την ιστορική παράδοση και αυτό είναι όλο. Οι δικές σου ευθύνες για να δημιουργήσεις ευκαιρίες και να λύσεις προβλήματα μπαίνουν σε μια γκρίζα ζώνη στην οποία ο εθνικά υπεύθυνος για να δώσει λύσεις ,«εμποδίζεται» είτε από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών είτε από την προκατάληψη των ευρωπαίων έναντι της Κύπρου ή της Ελλάδας. Η σύγχρονη πολιτική διαδικασία αναπτύσσεται διαφορετικά. Τα εθνικά άλλοθι δεν πείθουν γιατί απλώς συσκοτίζουν. Μικρές χώρες έχουν το βάρος μιας μεγάλης (λ.χ. Λουξεμβούργο) γιατί λειτουργούν διαφορετικά.  Μεσαίες χώρες (λ.χ. Ιρλανδία) γίνονται πρότυπα της νέας αναπτυξιακής διαδικασίας γιατί οι ηγεσίες τους έθεσαν άλλες προτεραιότητες και οι πολίτες τις ενέκριναν. Η παράδοση, λοιπόν, δεν είναι μόνο εμπόδιο ή άλλοθι. Είναι και εργαλείο προόδου, γιατί όταν ο ελληνισμός μέσα στους αιώνες δούλεψε με φαντασία, εξωστρέφεια, και οργάνωση κατάφερε περισσότερα παρά όταν κοιτούσε την ελληνικότητά του μέσα από τον ομφαλό του.

Το πλαίσιο είναι γνωστό: κινητοποίηση, γνώση, αγώνας, διεκδίκηση, οργάνωση, σχέδια. Ποτέ το πλαίσιο δεν είναι οριστικό και τελεσίδικο γιατί δεν είναι ένα έτοιμο γεύμα για πελάτες τύπου fast-food. Οι προκλήσεις είναι κάθε μέρα μπροστά μας και η δύναμη να τις αντιμετωπίσουμε κρίνεται από τα αποτελέσματα κάθε επιλογής.