Η Γενεύη τον Μάρτιο

Ο πρόεδρος Αναστασιάδης και ο τ/κ ηγέτης Μ. Ακιντζί στη συνάντησή τους την 1η Φεβρουαρίου συμφώνησαν τα ακόλουθα:

α) Θα συναντώνται μια φορά την εβδομάδα κατά το μήνα Φεβρουάριο για αντιμετώπιση των εκκρεμούντων θεμάτων,
β) Οι διαπραγματευτές θα συνεχίσουν τις τακτικές τους συναντήσεις, και,
γ) Οι ηγέτες ζήτησαν από τα Ηνωμένα `Εθνη να προετοιμαστούν, σε διαβούλευση με τις εγγυήτριες δυνάμεις, για τη συνέχιση της Διάσκεψης για την Κύπρο σε πολιτικό επίπεδο στις αρχές Μαρτίου.

δ) Η επόμενη συνάντηση των ηγετών θα πραγματοποιηθεί στις 9 Φεβρουαρίου».

Η πιο πάνω δήλωση του αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ Έσπε Έιντε περιλαμβάνει σημαντικές ειδήσεις. Ουσιαστικά αποτελεί μια πρωτοβουλία των δύο ηγετών για επανεκκίνηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας μετά την εμπειρία στη Γενεύη στις 12 Ιανουαρίου. Για σχεδόν ένα μήνα το σκηνικό έδειχνε να χάνει το μομέντουμ που είχε μετά τη συμφωνία της 1ης Δεκεμβρίου 2016 το οποίο οδήγησε στη Σύνοδο για την Κύπρο στη Γενεύη στις 9 Ιανουαρίου. Η απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου  θέτει προτεραιότητες, στόχους και δεσμεύσεις. Επανακτά μια πραγματική βάση για τα επόμενα βήματα, καθώς για πρώτη φορά στον παρόντα κύκλο συνομιλιών «οι ηγέτες ζήτησαν από τα Ηνωμένα `Εθνη να προετοιμαστούν, σε διαβούλευση με τις εγγυήτριες δυνάμεις για τη συνέχιση της Διάσκεψης για την Κύπρο σε πολιτικό επίπεδο στις αρχές Μαρτίου». Αυτό δείχνει ότι οι δύο ηγέτες επιδιώκουν με τη δική τους σφραγίδα την επανάκτηση του μομέντουμ, και, ως εκ τούτου, ο ΟΗΕ αναλαμβάνει την ευθύνη να κάνει τις σχετικές διαβουλεύσεις και ουσιαστικά να προετοιμάσει το έδαφος για «συνέχιση της διάσκεψης για την Κύπρο». Ως γνωστόν και αυτή η Διάσκεψη για την Κύπρο θα έχει ως κύριο θέμα της το ζήτημα της ασφάλειας, συνεπώς οι δύο ηγέτες έκριναν, μελετώντας το υλικό που έχει παραχθεί από τους τεχνοκράτες στο Μοντ Πελεράν στις 19 Ιανουαρίου, ότι αυτό μπορεί να αποδώσει αποτέλεσμα. Δηλαδή ότι οι καταγραφείσες διαφορές μπορεί τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας και να γεφυρωθούν κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που οι δύο πλευρές έχουν ήδη δημοσιοποιήσει, ώστε να εξευρευθεί η φόρμουλα εκείνη, κατά την οποία «η ασφάλεια της μιας πλευράς να μην αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της άλλης».

Αυτή η εξέλιξη παρέχει ένα πολύ συγκεκριμένο πλεονέκτημα: ο Έσπε Έιντε κατέχει το υλικό στο κεφάλαιο της ασφάλειας καθώς ο νορβηγός διπλωμάτης πραγματοποίησε ταξίδια στην Άγκυρα και την Αθήνα με σκοπό την ανίσχευση των σκέψεων κάθε πλευράς στο κρίσιμο αυτό κεφάλαιο, συνεπώς έχει την αναγκαία πληροφόρηση για τις συγκλίσεις και τις αποκλείσεις ανάμεσα στα μέρη. Τα ΗΕ μπορούν να κάνουν μια συνεισφορά στο ζήτημα διευκολύνοντας τη διαπραγμάτευση γιατί έχουν αυτή τη δυνατότητα να κάνουν κυκλικές συναντήσεις με όλους τους παίκτες της διαπραγμάτευσης και να γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες. Η πρόταση για ένα «Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας ανάμεσα σε Κύπρο, Ελλάδα, Τουρκία», μετά την επίλυση, είναι μια σημαντική ιδέα που συναντά τη σκέψη Έιντε για την (ασφάλεια) η οποία, κατά τον αντιπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ «θα εντάσσεται σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο του 21ου αιώνα».

Το γενικότερο κλίμα που περιβάλλει τις συνομιλίες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητικό. Η κίνηση της Άγκυρας να θέτει από την πίσω πόρτα το ζήτημα της ελευθεροποίησης της βίζας για τους τούρκους υπηκόους στις χώρες-μέλη της ΕΕ, μέσω Κύπρου, συνιστά μια πολύ άστοχη διπλωματική εξέλιξη. Αυτή μπορεί να ηχεί ως αίτημα με κυπριακό «υλικό», στην πράξη συνιστά άσκηση πίεσης στις Βρυξέλλες για να ξεκαθαρίσουν τη θέση της για το εκκρεμές επί σχεδόν ένα έτος θέμα της βίζας. Η επιλογή της Άγκυρας να πιέσει τις Βρυξέλλες μέσω Κύπρου αποτελεί μια πολύ ατυχή έμπνευση, καθώς το κυπριακό διαθέτει ήδη τόσο βαρύ φορτίο από μόνο του, που η σκέψη για μια νέα προσθήκη το επιβαρύνει κατά απαράδεκτο τρόπο.

Επίσης οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου να μην εκδώσει τους «οκτώ» στην Τουρκία και οι εντάσεις γύρω από τα Ίμια, δείχνουν την πολυπλοκότητα κάθε συγκυρίας, γεγονός που δεν αφήνει ανεπηρέαστη την ατμόσφαιρα γύρω από το κυπριακό.

Ταυτόχρονα στην τ/κ κοινότητα, η ντενκτασικής κοπής, υπό τον  Χουσεΐν Οζγκιουργκιούν, «κυβέρνηση», εντείνει την  αντιπολίτευσή της κατά της πολιτικής Ακιντζί για συμβιβαστική λύση στο κυπριακό. Στις 24 Ιανουαρίου εξέφρασε το γνήσιο ντενκτασισμό του: «ευτυχώς που οι διαπραγματεύσεις (στη Γενεύη) δεν συνεχίστηκαν, διαφορετικά, καήκαμε». Την 1η Φεβρουαρίου καταγγέλλει τον Μ. Ακιντζί, ότι με την κατάθεση χάρτη διέπραξε «ένα στρατηγικό λάθος». Θεωρεί ότι «αυτή δεν είναι διαπραγμάτευση… στην επόμενη φάση θα συζητηθεί η αποχώρηση των στρατευμάτων και ο Ακιντζί θα το επεξεργάζεται και αυτό το θέμα». Ας μην φτάσουμε στην φάση αυτή». Μέσα σε αυτό το κλίμα διακινούνται «απειλητικά και υβριστικά μηνύματα στο λογαριασμό του κ. Ακιντζί στο τουϊτερ», (ΚΥΠΕ από «Γενί Ντουζέν», 2/2)

Η συμφωνία της 1ης Φεβρουαρίου ισοδυναμεί ως πολιτική αξία με τη συμφωνία της 1ης Δεκεμβρίου που οδήγησε στη Γενεύη 1. Τώρα τίθενται οι προϋποθέσεις για τη Γενεύη 2 στις αρχές Μαρτίου. Πλεονέκτημα, ότι κάθε πλευρά γνωρίζει αρκετές πτυχές της σκέψης της άλλης στο ζήτημα της ασφάλειας, μειονέκτημα, ότι η ατμόσφαιρα γύρω από τις συνομιλίες έχει σημειώσει βήματα πίσω.

Λάρκος Λάρκου