Η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Άμυνα

    Το τέλος του παγκόσμιου διπολισμού έχει σφραγίσει σημαντικές εξελίξεις σε διάφορα επίπεδα. Ο Παγκόσμιος χάρτης έχει αλλάξει, ο δε ευρωπαϊκός έχει γίνει μέσα σε 15 χρόνια αγνώριστος. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ δημιούργησε νέες ισορροπίες και είναι αυτές που οικοδόμησαν την 1 Μαίου 2004, την Νέα Ευρώπη των 25. Το κενό ασφαλείας ώθησε τις χώρες της Α. Ευρώπης να κινήσουν τις διαδικασίες ένταξης τους στην Ε.Ε. και ορισμένες από αυτές και στο ΝΑΤΟ.

            Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι Βρυξέλλες υπήρξαν θετικές σε αυτό το άνοιγμα. Χώρες που με οικονομικά/ κοινωνικά κριτήρια δεν ήταν έτοιμες για την ένταξη στην Ε.Ε (λ.χ.  Πολωνία) έγιναν δεκτές ως πλήρη μέλη γιατί το πολιτικό κριτήριο υπερίσχυσε του οικονομικού. Έτσι η Ευρώπη των 25 από την 1 Μαίου 2004 σηματοδοτεί το τέλος του ψυχρού πολέμου, οι Δύο Ευρώπες γίνονται μια, η Ευρώπη από τα Ουράλια έως τον Ατλαντικό κάνει μεγάλα βήματα προς τα εμπρός.

            Η Ε.Ε. είναι ένα σύνολο από δράσεις, κατευθύνσεις, πολιτικές. Ο τομέας της Άμυνας και γενικότερα της εξωτερικής πολιτικής είναι μείζονος σημασίας για την Κύπρο γιατί διασυνδέεται με τα πιο κρίσιμα ζητήματα της κυπριακής επιλογής για την ένταξη (περισσότερη ασφάλεια, δίκτυο ισχύος που σου παρέχει καθεαυτή η ένταξη στη ζώνη της σταθερότητας).

            Η Ε.Ε. το τελευταίο διάστημα κάνει μικρά βήματα προόδου στον τομέα αυτό (πρώτο τμήμα του ευρωστρατού), ενώ είναι πολιτική απόφαση η ανάπτυξη επιχειρησιακών δυνάμεων Έρευνας και Διάσωσης. Το τελευταίο σημείο αφορά ιδιαίτερα την Κύπρο γιατί δίνει στην Λευκωσία ορισμένες δυνατότητες να αξιοποιήσει το γεωγραφικό της πλεονέκτημα

(Μ. Ανατολή, Α. Μεσόγειος, Ε.Ε)

            Κατά συνέπεια έχουμε κάθε συμφέρον να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στον τομέα αυτό, να αναπτύξουμε την πολιτική των κοινών συμφερόντων, να έχουμε επωφελείς για όλη την Ε.Ε. πρωτοβουλίες.

            Η ΔΕΕ (Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση) έχει ήδη ενσωματωθεί στην ΚΕΠΠΑ, γι’ αυτό όλα τα ενδιαφέροντα μας είναι προς τον ενιαίο (πλέον) χώρο Εξωτερικής πολιτικής, και Άμυνας του οποίου προίσταται ο Χ. Σολάνα.

            Ο πρόεδρος του Σ.Κ. ΕΔΕΚ Γ. Ομήρου έχει ανοίξει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από τα ευρωπαϊκά ζητήματα άμυνας και ασφάλειας με την γνωστή πρόταση του για τα ΝΑΤΟικό πρόγραμμα «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη». Θεωρώ ότι αυτή η πρωτοβουλία Ομήρου είναι χρήσιμη, βοηθά στο να τεθούν στην κοινή γνώμη βασικές, συνολικές κατευθύνσεις τις ευρωπαϊκής μας επιλογής.

Το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Κύπρου – Ελλάδας έχει εξυπηρετήσει έναν αμυντικό/πολιτικό σκοπό και ως εκ τούτου βοήθησε στη διπλωματική δράση Αθηνών – Λευκωσίας, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’90 (πορεία ένταξης.)

            Σήμερα, μέσα σε νέες γεωπολιτικές συνθήκες μέσα στην ΕΕ στο Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Κύπρου – Ελλάδας μπορεί να εξελιχθεί σε ένα πολιτικό / αμυντικό εργαλείο ανάπτυξης ευρύτερων, ευρωπαϊκών στόχων.

            Να είναι ένα «βήμα» προόδου – σε συνεργασία με το επιχειρησιακό πρόγραμμα Έρευνας και Διάσωσης της ΕΕ, και αυτό είναι μια κατεύθυνση που εισηγείται η 1 Μαίου 2004. Να προσαρμοστούμε με νέες συνθήκες, νέο περιβάλλον , νέες πολιτικές αξιολογήσεις.

            Οι Υπουργοί Άμυνας, Σ. Χάσικος και Κ. Μαυρονικόλας έχουν δώσει μια πρόταση από θετικά στοιχεία  (αεροπορική βάση  Α. Παπανδρέου, λιμάνια, μικροί αριθμοί στρατιωτών, ιατρική στήριξη κλπ). Αυτό θέλει επιμονή, διαρκή δραστηριότητα που να προβάλλει τα πλεονεκτήματα αυτής της κυπριακής πρότασης μέσα στο υπαρκτό σχήμα στην Α. Μεσόγειο και ασφαλώς διασύνδεση με ανάλογες θέσεις της Ελλάδας. (Κρήτη, Ρόδος, Α. Μεσόγειος).

            Αυτή η πρωτοβουλία στο βαθμό που έχει συστηματική προβολή ακυρώνει το έργα μια πολύ αρνητική πρόνοια του σχεδίου του ΟΗΕ για λύση στο κυπριακό  του 2004 (συμμετοχή της Κύπρου στην αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ  μετά από σύμφωνη γνώμη Ελλάδας – Τουρκίας).

            Στο σημείο αυτό  «εξαιρείται η Κύπρος από τις αμυντικές δραστηριότητες της ΕΕ στην περιοχή μας», κατά συνέπεια  είναι απαράδεκτο από κάθε άποψη, δυσκολεύει κοινές ευρωπαϊκές δράσεις όπως υποστήριξα σε άρθρο μου στο «Φιλελεύθερο» στις 11 Μαρτίου 2003, γι’ αυτό με δικές μας πρωτοβουλίες αυτό μπορούμε να το ακυρώσουμε με έργα/πρωτοβουλίες/επιχειρήματα.

Ανάλογο δείγμα είχαμε και με τις Ιδέες Γκάλι(1992) και την πρόνοιά τους για « διπλά δημοψηφίσματα»  σε σχέση με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Η πρόνοια αυτή ξεπεράστηκε με έργα  και οριστικά  διεγράφη από τα κείμενα του ΟΗΕ με την  συμφωνία της  6ης Μαρτίου  1995 (καθορισμός χρονοδιαγράμματος για έναρξη  ενταξιακών, 6 μήνες μετά το τέλος της Διακυβερνητικής).

Η πολιτική δράση που προβάλλει τα πλεονεκτήματα της Κύπρου ως «γέφυρας» διαλόγου ανάμεσα στην ΕΕ και τη Μ. Ανατολή είναι σταθερά ένα πεδίο στο οποίο η Λευκωσία   έχει δυνατότητές να κινηθεί μέσα στο πλέγμα των  κοινών συμφερόντων. Η ελληνική κυβέρνηση προώθησε το διάλογο ανάμεσα σε Άραβες και Παλαιστινίους κοινοβουλευτικούς με τη θεσμική λειτουργία του «Διαλόγου των Αθηνών». Ο διάλογος αυτός δεν βρήκε διάδοχο σχήμα μετά το θάνατο του Γ. Κρανιδιώτη και έχει στην πράξη σβήσει. Η Λευκωσία θα μπορούσε να κάνει κάτι  παραπλήσιο, να δώσει τη δική της συμβολή στο Ανατολικό πλεονέκτημά της.

 Στον τομέα της αμυντικής Ευρώπης όλα εξελίσσονται πολύ αργά, κάθε βήμα απαιτεί χρόνο, υπομονή, πολυεπίπεδες διαβουλεύσεις, ενώ μέσα στην ΕΕ υπάρχουν δυνάμεις που δεν επιθυμούν αυτά τα βήματα. Σε κάθε περίπτωση με επίγνωση ότι τα πράγματα τώρα κινούνται, τα βήματα αυτά μικρά και πιο πίσω από τις ανάγκες μιας Ευρώπης με φωνή στις  εξωτερικές σχέσεις, η Κύπρος έχει κάθε συμφέρον να δείξει σταθερότητα στο στόχο αυτό.

            Πολλά πράγματα που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα, δεν ήταν έτσι πριν 10 ή 20 χρόνια. Είναι μεγάλης σημασίας να  έχεις ιδέες, να τις προτείνεις στους εταίρους σου και να δουλέψεις με τον πυρήνα των χωρών που κάποια στιγμή θα είναι στην πρωτοπορία μιας Ευρώπης με ορισμένες δυνατότητες στον τομέα της Άμυνας και της Εξωτερικής Πολιτικής.