Η Μέρκελ και το τρένο

Μια δημοσκόπηση και μια απόφαση χρωματίζουν τις ευρωτουρκικές σχέσεις τις τελευταίες ημέρες. Στις 25 Ιουνίου το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων  συμφώνησε- μετά από πρόταση της Γερμανίας- το άνοιγμα του (τουρκικού) κεφαλαίου για την περιφερειακή πολιτική υπό την προϋπόθεση ότι το θέμα θα επανεξεταστεί στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, υπό το φως της Έκθεσης Προόδου της Επιτροπής τον προσεχή Οκτώβριο. Ο ιρλανδός ΥΠΕΞ Ι. Γκίλμορ εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η ενταξιακή διαδικασία είναι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο που «διαθέτουμε για να επηρεάσουμε την μεταρρυθμιστική ατζέντα στην Τουρκία. Οι ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις έχουν διευκολύνει την διεξαγωγή ειρηνικών διαδηλώσεων και την ελευθερία έκφρασης για αντιφρονούντες».

Λίγες ημέρες πριν, μια  δημοσκόπηση στο περιοδικό «Στερν» έδειξε ότι  δύο στους τρεις γερμανούς τάσσονται κατά της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Επίσης, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα υιοθέτησε στο εκλογικό του πρόγραμμα τη θέση ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ «θα υπερφορτώσει (overburden) το μπλοκ εξαιτίας του μεγέθους και της οικονομίας της». Η Τουρκία αντέδρασε σε αυτά μέσω Ε. Μπαγίς («αν η κ. Μέρκελ ψάχνει για εσωτερικής σκοπιμότητας υλικό ενόψει εκλογών, αυτό δεν πρέπει να είναι η Τουρκία»).

Η κρίση στις σχέσεις Βερολίνου-Άγκυρας είναι εμφανής και εμπεριέχει βασικά στοιχεία προεκλογικής ατμόσφαιρας. Ειδικότερα, ούτε το ερώτημα της δημοσκόπησης, ούτε η πρόνοια του εκλογικού προγράμματος των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, έχουν κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Η απόφαση της ΕΕ στις 3 Οκτωβρίου 2005 να αρχίσει ενταξιακές συνομιλίες με την Τουρκία προβλέπει διαδικασία «ανοικτού τέλους». Στην παράγραφο 7 του «Διαπραγματευτικού Πλαισίου» του 2005 αναφέρεται ρητά στη «δυνατότητα της Ένωσης να απορροφήσει την Τουρκία με παράλληλη διατήρηση της δυναμικής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης…». Με σαφήνεια δηλώνεται μετά από  συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία ότι «στόχος η ένταξη, αλλά οι διαπραγματεύσεις είναι ανοικτού τέλους και δεν μπορεί να δοθεί προηγούμενη εγγύηση για την έκβασή τους. Μπορεί να εξετασθεί η χρήση μακρών μεταβατικών περιόδων, εξαιρέσεων, ειδικών διευθετήσεων ή μόνιμων ρητρών διασφάλισης, δηλαδή ρητρών που είναι μονίμως διαθέσιμες ως βάση για τη λήψη μέτρων διασφάλισης…»

Είναι πασιφανές τι λένε τα κείμενα και εξίσου σαφές τι υπονοούν με τη σύμφωνη γνώμη όλων των πλευρών. Το να ερμηνεύει το Βερολίνο τα κείμενα με βάση τις διαθέσεις της γερμανικής κοινής γνώμης, δεν συνιστά άσκηση ηγετικής πολιτικής αλλά μια «βαλκανικού» τύπου περιστροφή γύρω από τον ανορθολογισμό που περιπλέκει περαιτέρω την αναζήτηση λύσεων σε μείζονος σημασίας ευρωπαϊκά προβλήματα στην ανατολική πλευρά της ΕΕ.

Η Κύπρος, ειδικότερα, έχει κάθε συμφέρον η ευρωτουρκική σχέση να βρίσκεται στις ράγιες -άλλωστε η Κύπρος πληρώνει πρώτη κάθε οπισθοδρόμηση στις ευρωτουρκικές σχέσεις και κάθε «έμπνευση» της Μέρκελ καθιστά ευδιάκριτη την απορρύθμιση της δυνατότητας να σχεδιαστεί ένα πλάνο που να συμβάλλει στην επίλυση του κυπριακού. Αυτό το θετικό πλάνο υποστήριξαν ο προκάτοχός της Γ. Σρέτερ με την ενεργό συμβολή του πρώην ΥΠΕΞ Γ. Φίσερ.  Τότε η Γερμανία έβλεπε το συνολικό κάδρο, έθετε σε κίνηση ένα σχέδιο με δυνατότητες. Τώρα μάλλον επιχειρεί να κερδίσει πέντε παραπάνω ψήφους -αλλά αυτό δεν συνιστά μια ηγετική διαχείριση ενός πολύπλοκου ζητήματος, που περιελάμβανε, εκτός άλλων, κίνηση της ευρωτουρκικής σχέσης πάνω στο τρένο, εποπτεία και έλεγχος της δυτικής πορείας της Τουρκίας, δέσμευση της τουρκικής κυβέρνησης για εφαρμογή πλαίσιου αλλαγών που προβλέπουν οι Συνθήκες και οι ετήσιες Εκθέσεις Προόδου, πλαίσιο που ευνοεί λύση στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μέσω του Δ. Δ. της Χάγης και την επίλυση ενός κατ’ εξοχή ευρωπαϊκού προβλήματος όπως είναι το κυπριακό.

Αυτή η κοντόφθαλμη διαχείριση των πραγμάτων από την Α. Μέρκελ δεν έχει αποτιμηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις, καθώς και μερικές άλλες κυβερνήσεις, όπως η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, είχαν την δική τους ευθύνη για τον εκτροχιασμό της πολιτικής που έχει ονομαστεί «πολιτική του Ελσίνκι». Θεωρώ ότι η Α. Μέρκελ, πρώτο, αδιαφόρησε  για τα μείζονα, δεύτερο, κράτησε το πολιτικό και οικονομικό κόστος από τα αδιέξοδα σε πολύ υψηλά επίπεδα, γεγονός που συνέβαλε στη διαδρομή του χρόνου στην ενδυνάμωση της οικονομικής κρίσης σε Ελλάδα και Κύπρο, τέταρτο, έδειξε την αδυναμία της Επιτροπής να ασκήσει θεσμική πολιτική, και, πέμπτο, παρεμπόδισε ένα σχέδιο που ανεδείκνυε την ΕΕ ως παράγοντα επίλυσης προβλημάτων με βάση τις αρχές της αλληλεγγύης και του αμοιβαίου ευρωπαϊκού οφέλους.