Ίμια στον αυτόματο πιλότο!

Η αναβίωση της έντασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία σε σχέση με τα Ίμια, δίνει μιαν αφορμή για να γίνει αναφορά σε μια «ξεχασμένη» διαδικασία. Ως γνωστόν, η Ελλάδα ζητούσε από την εποχή του παλαιού Καραμανλή, την από κοινού προσφυγή Ελλάδας-Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Αυτή η σταθερή ελληνική θέση μπήκε στο αυλάκι με το Κείμενο Συμπερασμάτων της ΕΕ στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999. Σύμφωνα με το κείμενο «το Συμβούλιο παροτρύνει  τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση  κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων. Αλλιώς «θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το αργότερο στα τέλη του 2004 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο  θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή  διαδικασία με στόχο να προαγάγει την επίλυσή της μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου…».

Ο Κ. Σημίτης έθεσε σε κίνηση τις ευρωπαϊκές πολιτικές, με πολιτική ομπρέλα τις μελλοντικές σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του 1999, οι δύο χώρες δεσμεύτηκαν να καταβάλουν «κάθε προσπάθεια» για επίλυση «κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων», και μετά την πενταετία να αναδειχθεί το Δ.Δ. της Χάγης ως μέσο επίλυσης. Οι δύο χώρες διεξήγαγαν συνομιλίες σε διμερές επίπεδο και οι οποίες απέδωσαν καρπούς το 2003, διαμορφώνοντας έτσι τις κατευθύνσεις πάνω στις οποίες θα μπορούσε να συμφωνηθεί ένα πλαίσιο ενόψει προσφυγής στη Χάγη.

Η κυβέρνηση του επόμενου Καραμανλή τον Δεκέμβριο του 2004 ανέτρεψε τη ουσιώδη συμφωνία του 2003 καθώς τέθηκε σε εφαρμογή το «δόγμα» Καραμανλή: «άσ’ το γι’ αργότερα». Η Ελλάδα είχε και έχει κάθε συμφέρον να προωθήσει αυτό το θέμα για να μπορέσει να αποκτήσει ισχυρά πολιτικά πλεονεκτήματα όπως λ.χ. να επιλυθεί το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση να σχηματιστεί η βάση για οριοθέτηση και της ΑΟΖ σε επόμενο στάδιο. Δύσκολα θέματα, όπως βεβαιώνουν και άλλες ανάλογες περιπτώσεις διεθνώς. Για να φτάσεις, όμως, σε μια σύγκλιση απαιτείται προσπάθεια, χρόνος, συνεννοήσεις, συμφωνίες, διεθνής υποστήριξη. Η εσωτερική ρητορεία είναι μια κλασσική συνταγή για τη βέβαιη ακινησία, η δεύτερη , αποτελεί και μια πραγματική μέθοδο για να θέσεις σε εφαρμογή μια διαφορετική προσέγγιση που αναζητά σύγχρονες λύσεις σε παλαιά προβλήματα.

Έρευνα γνώμης διαφωτίζει πτυχές αυτής της ενότητας, με το κυπριακό να είναι κλειδί για κάθε εξέλιξη, ενώ η πλειοψηφία της ελίτ στην Τουρκία «εκτιμά πως εάν προκύψει κρίση μεταξύ των δύο χωρών θα είναι λόγω του Αιγαίου».  Γράφει η Α. Ανδρέου στις 7 Φεβρουαρίου: «το 95,9% της τουρκικής ελίτ πιστεύει ότι για να διορθωθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να επιλυθεί το Κυπριακό και η ελληνική ελίτ πιστεύει το ίδιο σε ποσοστό 92,4%, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστημίου Kadir Has Δημήτρη Τριανταφύλλου. Στα ερωτήματα της έρευνας των ελίτ κλήθηκαν να απαντήσουν επιχειρηματίες, εκπρόσωποι τύπου, διπλωμάτες, στρατιωτικοί, γραφειοκράτες και ακαδημαϊκοί.

Από τουρκικής πλευρές το 95,9% πιστεύει ότι για να διορθωθούν οι σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας πρέπει να επιλυθεί το Κυπριακό και η ελληνική πλευρά πιστεύει το ίδιο σε ποσοστό 92,4%. Το 89% της τουρκικής ελίτ στηρίζει την προσέγγιση με την Ελλάδα, ενώ μόνο το 63,5% της ελληνικής ελίτ στηρίζει την προσέγγιση με την Τουρκία. Η εμπιστοσύνη της τουρκικής ελίτ προς τους Έλληνες είναι 28% και των Ελλήνων προς τους Τούρκους 11,4% Το 41,9% των Τούρκων και το 47% των Ελλήνων αξιολογούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως «ούτε κακές, ούτε καλές».

Η τουρκική ελίτ σε ποσοστό 53,5% και η ελληνική σε ποσοστό 47% αξιολογούν ότι είναι χαμηλές οι πιθανότητες τα επόμενα πέντε χρόνια να υπάρξει κρίση μεταξύ των δύο χωρών. Η πλειοψηφία των Τούρκων εκτιμά πως εάν προκύψει κρίση μεταξύ των δύο χωρών θα είναι λόγω του Αιγαίου» (ΚΥΠΕ, 7/2/17).

Η συζήτηση για τα Ίμια μένει κατά κανόνα σε κινήσεις ή δηλώσεις ή πιθανές επιπτώσεις από ένα συγκεκριμένο συμβάν όπως λ.χ η πλήρης ελαφρότητος «βόλτα» του στρατηγού Ακάρ γύρω από τα Ίμια ως «απάντηση» στην απόφαση του Αρείου Πάγου για τους «οκτώ». Το θεμελιώδες ερώτημα είναι: υπάρχει κάποια συζήτηση για πιθανή επίλυση των ζητημάτων όπως έγινε το 1999; Υπάρχει άλλος δρόμος από εκείνον της Χάγης; Μπορεί η ελληνική διπλωματία να αναζωογονήσει την προσπάθεια με τις κατάλληλες ενέργειες; Οι παλαιοί της ελληνικής πολιτικής ζωής (Κ. Καραμανλής, Α. Παπανδρέου, Γ. Ράλλης, Κ. Μητσοτάκης), συστηματικά μιλούσαν δημοσίως για το ενδεχόμενο μιας από κοινού προσφυγής Ελλάδας και Τουρκίας στη Χάγη. Οι κεμαλικού τύπου τουρκικές κυβερνήσεις απέρριπταν συστηματικά την ελληνική θέση για υπογραφή συνυποσχετικού για προσφυγή στη Χάγη, και προτιμούσαν, για πολύ ευνόητους λόγους, λύσεις μέσα από «διμερείς συνομιλίες».

Η «κλασσική» ελληνική θέση για το δρόμο προς τη Χάγη απέκτησε σάρκα και οστά με τις κινήσεις που καθοδήγησε ο Κ. Σημίτης το 1999 και έως το 2003 μέσα από διαβουλεύσεις με την τουρκική ηγεσία. Θετικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε η παρουσία του μετριοπαθούς Α. Γκιουλ στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών. Ο Δεκέμβριος του 2004 ήταν το κρίσιμο χρονικό σημείο γιατί τότε θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία στο Ελσίνκι. Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κ. Καραμανλή το 2004 και αυτό το θέμα μπήκε στο ράφι.  Εξωτερική πολιτική, οικονομία, ολυμπιακά έργα, αφέθηκαν στον αυτόματο πιλότο. Η άφρων καραμανλική αδράνεια συνέβαλε αποφασιστικά στην κυριαρχία της στασιμότητας και έτσι, το ζήτημα επιστρέφει στην επικαιρότητα με τη φράση «ένταση γύρω από τα Ίμια»…

Λάρκος Λάρκου