Λύση με ασφάλεια!
Εν όψει της σύγκλησης πολυμερούς διάσκεψης στη Γενεύη στις 28 Ιουνίου, το ζήτημα της ασφάλειας παραμένει στην κορυφή των συζητήσεων. Στις 5 Ιουνίου ο ΓΓ του ΟΗΕ ανακοίνωσε μπροστά στους δύο ηγέτες ότι «όλοι συμφώνησαν ότι το κεφάλαιο της ασφάλειας και των εγγυήσεων είναι ζωτικής σημασίας για τις δύο κοινότητες. Η πρόοδος στο κεφάλαιο αυτό αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για την επίτευξη συνολικής συμφωνίας και για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων σε σχέση με τη μελλοντική τους ασφάλεια».
Συμφωνήθηκε ακόμη όπως ο ειδικός σύμβουλος του ΓΓ για την Κύπρο, Έσπεν Μπαρθ Έιντε, «εμπλακεί με όλους τους συμμετέχοντες στην προετοιμασία ενός κοινού εγγράφου που θα καθοδηγεί τις συζητήσεις για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, με βάση τα αποτελέσματα των συνεδριάσεων της διάσκεψης για την Κύπρο στη Γενεύη και στο Μοντ Πελεράν».
Στη δική μου κρίση, το κλειδί για να φτάσουμε σε τελική λύση βρίσκεται στη θέληση για μετακίνηση της βάσης συζήτησης από τις συμφωνίες του 1960, προκειμένου μια νέα «συνθήκη ασφαλείας» να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα που μεσολάβησαν τα τελευταία 57 χρόνια. Βρισκόμαστε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από εκείνο του Ψυχρού Πολέμου Οι συνθήκες είναι πλέον πολύ διαφορετικές, σε διεθνές επίπεδο και σε επίπεδο τοπικών δεδομένων. Οι διεθνείς κανόνες δικαίου είναι πλέον πολύ διαφορετικοί. Από το 2004 η Κύπρος είναι πλήρες- μέλος της Ε.Ε.
Οι έντονες ανησυχίες των ελληνοκυπρίων για επέμβαση της Τουρκίας – κυρίως στρατιωτική- συνοδεύονται από ανησυχίες των τουρκοκυπρίων για επιθετικές συμπεριφορές της μεγαλύτερης ελληνοκυπριακής κοινότητας .
Με βάση τα πιο πάνω, οι εξής εισηγήσεις, όπως τις έχει επεξεργαστεί το ΔΣ του ΟΠΕΚ, μπορεί να συμβάλουν στην επίλυση του κεφαλαίου της ασφάλειας και τις μεταφέρω αυτούσιες:
1. Τόσο η επανάληψη του συστήματος του 1960, όσο και η πλήρης κατάργηση κάθε μορφής συστήματος ασφάλειας, ισοδυναμούν με μη λύση.
2. Το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης, αντίκειται σε όλες τις συνθήκες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ΕΕ από το 1957 έως σήμερα. Η κατάργησή του δικαιώματος μονομερούς επέμβασης, ιδιαίτερα της στρατιωτικής, θα πρέπει να βρίσκεται ψηλά στον κατάλογο προτεραιοτήτων της ελληνοκυπριακής πλευράς.
3. Με αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται να ξεπεραστεί η συμφωνία του ’60 και να αντικατασταθεί με μια νέα, στην οποία θα αποκλείεται η χρήση ή η απειλή χρήσης βίας.
4. Η νέα συμφωνία θα μπορούσε να ονομαστεί «Συνθήκη Ασφάλειας», καθώς δεν υπάρχουν συνθήκες εγγυήσεων στον 20ο αιώνα, πέρα από την περίπτωση της Κύπρου.
5. Ο ΟΗΕ – κεφάλαια 6 και 7 του Καταστατικού Χάρτη – μπορεί να παράσχει το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο, κάτω από τον συντονιστικό ρόλο του ΓΓ του ΟΗΕ.
6. Η ΕΕ, και πιο συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να επιβλέπει τη διαδικασία ειρήνευσης, ενώ το Συμβούλιο Υπουργών θα μπορεί να εποπτεύει την υλοποίηση της συμφωνίας.
7. Για ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα μπορεί να δημιουργηθεί ειδικό σώμα από στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, το οποίο θα βρίσκεται υπό τον συντονισμό και την ενιαία διοίκηση του ΟΗΕ και να αποτελείται από αποσπάσματα που θα διαθέσουν κράτη-μέλη της ΕΕ (εκτός της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου). Αυτές οι δυνάμεις από την ΕΕ και τον ΟΗΕ θα κληθούν να εποπτεύσουν τις διαδικασίες αποχώρησης του τουρκικού στρατού και τις διαδικασίες αφοπλισμού της Εθνικής Φρουράς και των «τουρκοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων», στο συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα. Θα έχουν επίσης κατευθείαν εντολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρεμβαίνουν σε περίπτωση που παρατηρηθεί ουσιώδης παραβίαση των συμφωνηθέντων.
8. Συμπληρωματικά στα όσα σημειώνονται στο (7), μπορεί να συμφωνηθεί ώστε να παραμείνει στο έδαφος της Κύπρου ένα στρατιωτικό τμήμα από την Ελλάδα και ένα από την Τουρκία, κατά το ανάλογο της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Τα δύο τμήματα θα «συντονίζονται» από επικεφαλής στρατιωτικό που θα ορίσει η ΕΕ. Η πρόνοια αυτή να έχει καταληκτικό χρονικό πλαίσιο, με συμφωνία ανάμεσα στους δύο ηγέτες στον παρόντα κύκλο διαβουλεύσεων όπως τον καθοδηγούν τα Ηνωμένα Έθνη.
9. Η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Κύπρου συνδέεται με την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και τις πολιτικές της συνεργασίας στην Α. Μεσόγειο. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη:
α) Η ευρωτουρκική σχέση βασίζεται στο πλαίσιο που έχει διαμορφώσει η πολιτική του Ελσίνκι το 1999, και η συνέχισή της συμβάλλει στην βελτίωση του κλίματος για επίλυση των μεγάλων προβλημάτων στην περιοχή μας. Οι κατευθυντήριες βάσεις έχουν τεθεί και η Τουρκία οφείλει να προσαρμοστεί στις πρόνοιες του Διαπραγματευτικού Πλαισίου της 3ης Οκτωβρίου 2005 και τις Ετήσιες Εκθέσεις Προόδου της Επιτροπής. Με την προϋπόθεση αυτή, η διατήρηση και ενίσχυση των δεσμών Τουρκίας – ΕΕ είναι προς όφελος όλων, πράγμα που αναμένεται ότι θα καθορίσει τη σχετική στάση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Κύπρου στο μέλλον.
β) Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Κύπρου, ως πλήρες μέλος της ΕΕ, θα αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα για ανάπτυξη πολιτικών ειρήνης στην περιοχή, οι οποίες θα ισχυροποιούνται με συνέργειες με κράτη της περιοχής, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία.
γ) Η ενεργειακή πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Κύπρου θα συμβάλει και στην ειρήνευση της περιοχής, με συνέργειες με γειτονικά κράτη, και στο πλαίσιο της πολιτικής της Ε.Ε.
10. Με δεδομένες τις ασύμμετρες απειλές που συνιστούν για την περιοχή μας οι τρομοκρατικές επιθέσεις, ιδιαίτερα εκ μέρους του «Ισλαμικού Κράτους», στο νέο κυπριακό Σύνταγμα θα πρέπει να γίνεται αναφορά στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, και ειδικότερα στη «Ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», η οποία στο άρθρο 28α, παρ. 7, του Τίτλου V, προβλέπει ότι «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος- μέλος της ΕΕ δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους».
Λάρκος Λάρκου