Με αξιόγραφα στα βράχια!

Η προεκλογική συζήτηση γίνεται ανυπόφορη όταν αφορά τους κατόχους αξιογράφων που απαιτούν «τα χρήματά τους πίσω». Ασφαλώς το ζήτημα δεν θα έρχοταν στην επικαιρότητα, εάν η πολιτεία και η τραπεζική ηγεσία είχαν εγκαίρως επιδείξει στοιχειώδη σοβαρότητα ώστε να μην αφήσουν την οικονομία να πάει στα βράχια. Θεωρώ ότι το ζήτημα διαθέτει τέσσερεις διαστάσεις:

Α. Δεν βλέπω τις οργανωμένες από κατόχους αξιογράφων κινήσεις να απευθύνονται στους πραγματικούς υπεύθυνους αυτής της κατάστασης. Για παράδειγμα, δεν είδα κάποια διαδήλωσή τους όταν η δικαστική εξουσία προσφάτως αθώωσε την ηγεσία των τραπεζών από οικονομικά εγκλήματα που διέπραξαν πριν και κατά την καταστροφή. Γνωρίζουν το μόνο δρόμο που η Κύπρος αντιλαμβάνεται ως αποτελεσματικό: να σχηματίσουν ομάδα πίεσης και έτσι να επιτύχουν, πρώτο,  συμμετοχή στις συζητήσεις στα ΜΜΕ, δεύτερο προβολή για κάποιες από τις απόψεις τους που θεωρούν ως δίκαιες, και, τρίτο, απειλούν, κατέρχονται, αποσύρονται από την εκλογική διαδικασία  με μόνο κριτήριο το ποιος υποψήφιος θα ικανοποιήσει τα δικά τους συμφέροντα, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.

Β. Υποψήφιοι Πρόεδροι υπόσχονται μαγικές λύσεις, ως εάν εκλογές να αφορούν το ποιος υποψήφιος θα έρθει πιο κοντά στο να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Χωρίς κοστολόγηση, χωρίς να λένε με ακρίβεια ποιος προϋπολογισμός μπορεί να ικανοποιήσει τέτοια αιτήματα, πώς θα βρεθούν εξωπραγματικά ποσά. Αυτή η λογική είναι ο ορισμός μιας από τις κακοδαιμονίες μας! Όποιος ζητήσει, εξ ορισμού έχει δίκαιο! Όποιος διαθέτει ψήφο αυτόματα νομιμοποιείται να «διεκδικήσει» από το κράτος, και να περιμένει ότι «κάτι θα πάρουμε, αφού έρχονται εκλογές…!». Λοιπόν, δεν έχουν δίκαιο όλοι, και ιδιαίτερα οι κάτοχοι των αξιογράφων οι οποίοι επένδυσαν με δική τους ευθύνη με μια ελκυστική τραπεζική πρόταση! Δεν ήξεραν τι υπέγραφαν; Στα χρόνια που  έπαιρναν τις προσφορές σε πολύ υψηλούς τόκους μοιράζονται τα ωφέλη με άλλους; Εν τέλει, δεν έχουν ατομική ευθύνη; Αν οι τράπεζες διόγκωναν τις υποσχέσεις τους ή, όπως λένε οι κάτοχοι αξιογράφων, τους  παραπλανούσαν, είναι ευθύνη των δύο πλευρών να βρουν λύσεις. Συνεπώς, το αίτημά τους για επιστροφή χρημάτων από το κράτος για μια δική τους τραπεζική επένδυση, δεν αφορά το κοινωνικό σύνολο, αλλά αφορά διαβουλεύσεις ανάμεσα στις τράπεζες και το σύνδεσμό τους ή πάνω σε ιδιωτική βάση όπως ακριβώς έκαναν στα χρόνια των μεγάλων προσδοκιών. Υποθέτω ότι κάθε ένας πήγαινε ξεχωριστά και στο άλλο τραπέζι απέναντι ήταν ο τραπεζίτης του.

Γ. Το θέμα εκφεύγει των ορίων μιας εκλογικής συνήθειας. Είναι δυνατόν να μην υπάρχει πολιτική δύναμη που να μην λέει «όχι» σε παράλογα αιτήματα ή σε κάθε παράλογο αίτημα που προκύπτει συν των χρόνω; Είναι δυνατόν μια κοινωνία να υποκύπτει σε κάθε ακραίο συντεχνιασμό μόνο και μόνο από το φόβο του κομματικού κόστους; Είναι δυνατό η ομάδα των κατόχων αξιογράφων να έχει συνομιλητές τα πολιτικά κόμματα και υποψήφιους προέδρους, αντί να έχει ως συνομιλητή της τον πρόεδρο του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου; Στη δική μου γνώμη, είναι μύθος η ιστορία με το «πολιτικό κόστος». Ο κανόνας δεν επιβεβαιώνεται από καμμιά στατιστική, από καμμιά πολιτική έρευνα. Κανένα κόστος δεν υπάρχει, αντίθετα μόνο ώφελος και ευρεία αποδοχή από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Η τελευταία έχει γνώση και κρίση, προσέχει τα σοβαρά επιχειρήματα και θα εγκρίνει κάθε απόφαση η οποία στηρίζεται στον ορθολογισμό και την τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία.

Δ. Η αδυναμία μιας ηγεσίας να αντισταθεί στον επιθετικό λαϊκισμό είναι μια κανονική απόδειξη ότι η πολιτική εξουσία αδυνατεί να διαμορφώσει μια αναπτυξιακή στρατηγική, ότι αδυνατεί να συγκροτήσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα που να αντιλαμβάνεται πού πάνε τα πράγματα. Δυστυχώς, η πλειοψηφία της πολιτικής μας ηγεσίας, φοβάται την αντιπαράθεση με τον λαϊκισμό, γιατί νομίζει ότι αν κάνει παροχές θα  δείχνει «φιλολαϊκή». Αυτή η κατάσταση συνέβαλε αποφασιστικά στο να φτάσει η κυπριακή οικονομία στο χείλος της χρεοκοπίας και, παρά ταύτα, φαίνεται πως αντέχει, έχει εμποτίσει την τρέχουσα κομματική πρακτική με το το να φαίνεται ότι «υπηρετεί το λαϊκό συμφέρον».

Συμβαίνουν σε πλήθος από δραστηριότητες της πολιτικής μας ζωής. Επικαλούμαστε την κοινή γνώμη για να εμφανιστούμε διστακτικοί στο κυπριακό, επικαλούμαστε το κομματικό κίνητρο για να ικανοποιούμε ή να παραπέμπουμε την ικανοποίησή του στο μέλλον για κάθε λογικό ή παράλογο αίτημα. Αρνούμαστε να δεχθούμε ότι η πλειοψηφία των πολιτών παραμένει μια έλλογη κοινωνική δυναμική που μπορεί να συγκρίνει τα επιχειρήματα, που με την κριτική ικανότητα και τη δράση της μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη και την πρόοδο.

Η υποταγή της πολιτικής σε όποιο τμήμα της κοινωνίας μας μπορεί να ακούγεται περισσότερο, το πρότυπο της πολιτικής που αντιλαμβάνεται το ρόλο της ως συλλέκτη διάφορων και αλληλοσυγκρουόμενων αιτημάτων, συνιστά τη βέβαιη απόδειξη ότι ελάχιστα μάς έμαθε η βουτιά στο κενό το 2013. Παραμένουμε στάσιμοι, επαναλαμβάνουμε παγιωμένες συνήθειες παρά τις γύρω μας κοσμογονικές αλλαγές.

Λάρκος Λάρκου