Με σφραγίδα Βαρθολομαίου

Η θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, στην Τραπεζούντα, 88 χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών πέρασε στην ιστορία. Δύο ήταν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορικής στιγμής στις 15 Αυγούστου 2010: ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Τ. Ερτογάν. Ας δώσουμε το λόγο πρώτα στους δύο πρωταγωνιστές:

Βαρθολομαίος: «Εκτιμώ τα ανοίγματα της τουρκικής κυβέρνησης και μάλιστα της παρούσης του πρωθυπουργού κ. Ερντογάν, η οποία κάνει περισσότερα από κάθε άλλη για τις μειονότητες και για το Πατριαρχείο. Το σημερινό ιστορικό γεγονός είναι μια επιπλέον απόδειξη των καλών προθέσεων, των καλών διαθέσεων του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Με τη χάρη του Θεού και με τη δική μας συνετή και σώφρονα συμπεριφορά να καθιερωθεί και να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο η Θεία Λειτουργία στη Μονή Σουμελά, όπως γίνεται επί δέκα χρόνια
στην Καππαδοκία και σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Είμαστε περισσότερο αισιόδοξοι, παρά στο παρελθόν, για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ο υπουργός κ. Μπαγίς και ο πρωθυπουργός κ. Ερντογάν μίλησαν για το ίδιο θέμα. Αν δεν πραγματοποιήθηκαν οι εξαγγελίες τους πρέπει να το αποδώσουμε σε εσωτερικές αντιδράσεις αντιπολίτευσης. Εμπιστευόμαστε το μέλλον του Πατριαρχείου και της Ομογένειας στην πρόνοια του Θεού και στην Παναγία Σουμελά. Ευγνωμονούμε επίσης την Ελληνική Πολιτεία για το ενδιαφέρον της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Θα συνεχίσουμε την Ιστορία μας και μαρτυρία μας ως χριστιανική και ελληνική οντότητα στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχουμε βαθύτατες ρίζες»

Τ. Ερτογάν: «Όποιος έχει εμπιστοσύνη στις ιδέες του δεν φοβάται την ελευθερία ιδεών. Ανοίξτε την ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τότε δεν φοβόντουσαν τέτοια πράγματα. Δημιουργούν μια ατμόσφαιρα φόβου για να προκαλέσουν αναταραχή (οι διαφωνούντες σε αυτά τα ανοίγματα). Η επιτυχία είναι να φοβίσεις το φόβο, αυτό πρέπει να πετύχουμε και εμείς. Εάν δεν πετύχουμε,δεν μπορούμε να κυκλοφορούμε, θα πρέπει να κάτσουμε σε μια γωνία. Αν σήμερα μπορούμε και ρωτάμε τον Έλληνα πρωθυπουργό «πότε θα ανοίξουμε το τέμενος στην Αθήνα», αυτό μπορούμε και το κάνουμε χάρις στα βήματα που έχουμε κάνει. Αυτό που έχει σημασία είναι να είμαστε πάντα ένα βήμα μπροστά…».

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί την κορυφαία, ίσως, κίνηση της κυβέρνησης Ερτογάν απέναντι στην ελληνική κοινότητα που ζει στην Τουρκία και γενικότερα στην ελληνική κοινή γνώμη. Ήταν μια θαρραλέα πολιτική χειρονομία που δείχνει ότι η Τουρκία αλλάζει, επιχειρεί σημαντικά βήματα προσαρμογής  στις πρακτικές που υιοθετούν τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ο διεθνής τύπος ανέδειξε το γεγονός αυτό, ενώ και ο  τουρκικός τύπος είδε με συμπάθεια την υπόθεση. Η «Χουριέτ» μίλησε για «ιστορικό γεγονός», η  «Σαμπάχ» για «το τέλος ενός ακόμη ταμπού», η «Μιλιέτ» προέβαλε το γεγονός ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης μνημόνευσε και τους εννέα σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν στηρίξει το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, η «Τζουμχουριέτ» είχε τίτλο «Λειτουργία στη Σουμελά ύστερα από 88 χρόνια» και τον υπέρτιτλο «Ο κόσμος της Ορθοδοξίας συγκεντρώθηκε στην Τραπεζούντα» και η «Ζαμάν» με τίτλο «Η πρώτη λειτουργία ύστερα από 88 χρόνια στη Σουμελά».

Η συγκυρία είναι ενδιαφέρουσα, δημιουργεί μια κινητικότητα που αξίζει να σχολιάσουμε. Θεωρώ ότι η πολιτική που ξεκίνησε το 1999 ως «διπλωματία των σεισμών», η πολιτική της προσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας, κινείται προς την σωστή κατεύθυνση. Έχει αποδώσει ορισμένα θετικά αποτελέσματα: απομάκρυνση της πολεμικής επιλογής, σταθερή επικοινωνία στο πιο υψηλό επίπεδο, ανάπτυξη στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών, βελτίωση στις συνθήκες ζωής του Πατριαρχείου, καλύτερη συνεννόηση της ελληνικής πολιτείας με τους μουσουλμάνους τούρκους στην Δ. Θράκη κλπ.  Εκτιμώ ότι κάτω από άλλες συνθήκες και με άλλους ηγέτες τα θετικά θα ήταν πολύ περισσότερα και πιο ουσιώδη: επίλυση του κυπριακού με αξιοποίηση του πλαισίου της ΕΕ (2005-2007), επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου με από κοινού προσφυγή στο Δ.Δ. της Χάγης ( Δεκέμβριος, 2004).  Δεν προχώρησαν τα ουσιώδη αλλά και αυτά που γίνονται έχουν τη σημασία τους.

Έχει αποδειχθεί ότι στην πολιτική συχνά οι κινήσεις «χαμηλής πολιτικής» μετρούν θετικά αποτελέσματα, ο πολιτικός συμβολισμός τους είναι αξιόλογος και θέτει τις προϋποθέσεις για επόμενα θετικά βήματα. Έτσι και τώρα: με πρωτοβουλίες της κυβέρνηση Ερτογάν και με σοβαρή συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 29 Αυγούστου ανοίγει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης έκθεση ζωγραφικής 101 ελλήνων ζωγράφων, ενώ στις 19 Σεπτεμβρίου κοντά στη λίμνη Βαν, στην ανατολική Τουρκία, οργανώνεται μεγάλη τελετή που έρχεται από την αρμενική παράδοση.

Σε αυτή την πορεία προσαρμογής σε μια άλλη συμπεριφορά, οι τουρκικές αντιφάσεις είναι γνωστές (π.χ. «περιοδείες» του Πίρι-Ρέις, υπερπτήσεις πάνω από το Αιγαίο). Η Ελλάδα  έχει κάθε συμφέρον να εργαστεί με συνέπεια προς την κατεύθυνση των βημάτων που βελτιώνουν την ατμόσφαιρα στα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» (λ.χ. μουσουλμαμικό τέμενος στην Αθήνα, αλλαγές στον τρόπο εκλογής του μουφτή στην Θράκη), όσο και κυρίως προς την ενίσχυση του «πολιτικού πλαισίου» που υπόσχεται περισσότερα σε ότι αφορά στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο και του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.

Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ σημαντικό το ότι ένας κορυφαίος πνευματικός ηγέτης όπως ο πατριάρχης Βαρθολομαίος βρίσκεται στο πηδάλιο του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Εξαίρετος εκκλησιαστικός ηγέτης, ανοικτός στα σύγχρονα ρεύματα, «κήρυκας ειρήνης», υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προικισμένος με μια σπάνια αίσθηση  του πολιτικού γίγνεσθαι στην Τουρκία. Η πρόοδος έχει τη δική του ξεχωριστή, «σώφρονα» σφραγίδα.