Μέσα, δίπλα, ή έξω απο την ΕΕ;

Η επιλογή της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ απετέλεσε στρατηγική κίνηση για αντιμετώπιση των μεγάλων ζητημάτων στο σύγχρονο κόσμο -παγκοσμιοποίηση, ανοικτά σύνορα, οργάνωση των κοινωνιών πάνω σε «κοινότητες» συμφερόντων, τερματισμό της απομόνωσης, αναζήτηση συμμαχιών σε έναν πολυπολικό κόσμο. Η υπόθεση με την τρόικα και την προσπάθεια για την υπογραφή μιας δανειακής σύμβασης με την κυπριακή κυβέρνηση, επέτρεψε να μεταφερθεί η συζήτηση σε μια σχετικά απροσδόκητη βάση -γιατί να μείνουμε στην ΕΕ; Γιατί δεν κάνουμε μια βόλτα στην γύρω ζώνη; Γιατί δεν καταγγέλλουμε το μνημόνιο και τους ξένους που παρεμβαίνουν και καταργούν την έννοια της κρατικής μας κυριαρχίας; Αυτό το ερώτημα στο βαθμό που τίθεται με μισόλογα στο δημόσιο διάλογο εγκυμονεί μια εξαιρετικά μεγάλη οπισθοδρόμηση για το σύνολο της Κύπρου.

Η αντίληψη ότι μπορούμε να βρούμε λύσεις έξω από το ευρωπαϊκό πλαίσιο κινούνται στη σφαίρα της δοξασίας. Ποια είναι η εναλλακτική λύση; Με ποιους θα κάνουμε συνεργασίες στην εποχή που οι παγκόσμιες συνεργασίες αποτελούν τον αναντικατάστατο τρόπο επιβίωσης μιας εθνικής οικονομίας;  Ποιος θα δανείσει χρήματα στην Κύπρο όταν, για σχεδόν δύο χρόνια, βρίσκεται εκτός αγορών; Πιθανή καταγγελία της δανειακής σύμβασης θα έχει ως συνέπεια την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ, πιστωτικό γεγονός σε χρόνο ρεκόρ, θρυμματισμό της ευρωκυπριακής σχέσης, μετατροπή της νήσου σε παρία της διεθνούς πολιτικής ζωής, απροσμέτρητης έκτασης κοινωνική δυστυχία με ταυτόχρονη ολοκλήρωση επί του εδάφους των τετελεσμένων της εισβολής.

Ορισμένοι από τους ευρωπαίους εταίρους, αντιμετώπισαν με έναν πολύ λανθασμένο και βίαιο τρόπο την ανάγκη για αλλαγές στο οικονομικό μοντέλο της Κύπρου. Οι αλλαγές χρειάζεται να κινούνται σε ένα συμφωνημένο χρονικό πλαίσιο, με δεσμεύσεις, με πειθώ και συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα στις προσαρμογές. Συνεπώς η «σχολή Σόιμπλε» στην πράξη δυναμίτισε την έννοια της κοινοτικής αλληλεγγύης και προκαλεί δικαιολογήμένες αντιδράσεις. Ωστόσο, η προσπάθεια που κάνουν ορισμένοι στην Κύπρο να αποδώσουν όλες τις ευθύνες στην τρόικα, είναι μια πολύ φτωχή κίνηση για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες για το πού ήταν και πού βρίσκεται η Κύπρος. Συνολικά θεωρώ ως επικίνδυνη πολιτική υποκρισία αυτοί που έχουν την κύρια ευθύνη για τη διπλή χρεοκοπία της Κύπρου (πορεία στη διχοτόμηση, πορεία στη χρεοκοπία) να ρίχνουν την μπάλα της ευθύνης σε άλλους. Ο κυνισμός της «σχολής Σόιμπλε» είναι το άλλοθι για να κρύψουν ευθύνες και να στρέψουν τη δημόσια συζήτηση σε άλλες διαδρομές.

Η βίαιη εξέλιξη στα δύο Eurogroup  στις 16 και 25 Μαρτίου έδειξε πως η Κύπρος θεωρείται με έργα ένας ιδιόμορφος εταίρος που μετέχει στη δεύτερη ταχύτητα της ΕΕ. Αυτήν την ιδιότητα την αποκτήσαμε με τις επιλογές της πολιτικής ηγεσίας της Κύπρου  την τελευταία δεκαετία. Ακυρώσαμε το πανευρωπαϊκής  εμβέλειας «πρόγραμμα Ελσίνκι», όμως, στη πολιτική οι συνοικιακές συμπεριφορές έχουν κόστος. Ο. Γ. Κρανιδιώτης έλεγε το 1997 ότι «πιστεύω δυνατά ότι η ένταξη της Κύπρου μπορεί να λειτουργήσει ως ο καταλύτης στις προσπάθειες για δίκαιη και βιώσιμη λύση στο κυπριακό πρόβλημα». Στην πράξη, από το 2003, εγκαταλήφθηκε η πολιτική Κρανιδιώτη και η Κύπρος παραμένει στην κατηγορία του ιδιόμορφου εταίρου.

Η Κύπρος χρειάζεται να βγει από το σφαίρα της αστάθειας και της αβεβαιότητας και να προσχωρήσει στη ζώνη της σταθερότητας, με την επίλυση του κυπριακού και την πλήρη ενσωμάτωσή της στην ευρωπαϊκή πρακτική. Η ένταξη στη ζώνη της σταθερότητας μπορεί να κατακτηθεί με πειστικό σχέδιο, με ρεαλισμό και κοινωνική κινητοποίηση για την  επίλυση του κυπριακού, έτσι που ολόκληρη η Κύπρος να καταστεί ένα ισχυρό μέλος της ΕΕ στην Α. Μεσόγειο, παράγοντας  ειρήνης, σταθερότητας και ανάπτυξης για όλους της κατοίκους της.