Ο Αττατούρκ στο στόχαστρο

Η εξωτερική πολιτική, όπως την οραματίστηκε και την επέβαλε εν πολλοίς ο Κεμάλ Αττατούρκ, κινείται σ’ ένα ακρογωνιαίο λίθο: Ο κοινωνικός εξευρωπαϊσμός της χώρας είναι ανάγκη να ολοκληρωθεί μέσα από την είσοδο στον κύκλο και την πολιτική των υψηλών σχέσεων με τα (προηγμένα) έθνη της Γηραιάς Ηπείρου. Ήευρωπαϊκή πολιτική του Κεμάλ φέρει στην επιφάνεια τους δυο κυριότερους παράγοντες διαμόρφωσης αυτής της πολιτικής.

  1. Οι κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες στηρίζουν ή φιλοδοξούν να είναι μελλοντικοί διάδοχοι του χώρου αναζητούνται στην κατεύθυνση τη μικρής ποσοτικά αλλά πολλά υποσχόμενης αστικής τάξης της χώρας. Αυτές οι δυνάμεις, αποδεχόμενες την Ευρωπαϊκή πολιτική του ηγέτη τους, εισέρχονται σε ένα διεθνικό στίβο, όπου εκεί καταθέτουν τις προοπτικές εκσυγχρονισμού και ανόρθωσης της παραδοσιακής οθωμανικής κοινωνίας.
  2. Η ευρωπαϊκή ανόρθωση σηματοδοτείται σε εσωτερικό κοινωνικό επίπεδο από τις προσπάθειες αποκοπής του ομφάλιου λώρου ανάμεσα στην «Ισλαμική Ορθοδοξία» και τον Τουρκικό λαό. Η αρχή περί Ανεξιθρησκίας και ο διαχωρισμός του Κράτους από την εκκλησία είναι δύο χαρακτηριστικά από τα μέτρα που έλαβε ο Κεμάλ προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος θεωρούσε ότι ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του λαού με τον Ισλαμισμό δεν μπορούσε παρά να ήταν ένα από τα στοιχεία που έπρεπε να αποβληθούν, για να είναι η συνέχεια με ανά χείρας πιο πειστικό εισιτήριο στη λέσχη των Ευρωπαϊκών -ισοδύναμο των πολιτισμένων – εθνών.

Στην ίδια χρονική περίοδο, οπότε καταβάλλονται προσπάθειες για διαφοροποίηση του κοινωνικού ιστού της χώρας, οι «ιστορικές» ηγετικές δυνάμεις του χώρου (πασάδες) φαίνεται να χάνουν τον έλεγχο του παιχνιδιού. Στην ουσία όμως προετοιμάζουν τη δική τους απάντηση, σε μακροπρόθεσμη βάση. Ο θάνατος του Αττατούρκ (1938) είναι η αφετηρία μιας επιθετικής αναδίπλωσης της ιδεολογίας του συντηρητικού κόσμου.

Η διελκυστίνδα στην επιφάνεια: Από την μια οι «Ευρωπαϊστές», από την άλλη οι «Ισλαμιστές». Η διελκυστίνδα στο βάθρο: Από τη μια οι αστικές δυνάμεις που επιδιώκουν εκσυγχρονισμό της οικονομίας, σε μια αναδιάταξη αστικής ανέλιξης της χώρας. Το δείγμα του Μπουλέντ Ετζεβίτ αποτελεί συγκριτικά την πιο προωθημένη άποψη προς αυτή την κατεύθυνση της ανέλιξης (μέχρι το 1980), έστω κι αν ο τίτλος του κόμματος θέλει να δηλώνει κάποιο «σοσιαλιστικό» είδος.

Από την άλλη, οι Συντηρητικές Δυνάμεις, που είτε εκφράζονται ως ακραιφνείς νεοϊσλαμικές ορθοδοξίες, είτε κινούνται σε πλαίσιο της συνύπαρξης παραδοσιακών – μεταφεουδαρχικών  – δομών και αστικών «τάσεων» μέσα στον ίδιο κοινωνικό προγραμματισμό. Στην «ακραιφνή Νεοϊσλαμική Ορθοδοξία» το δείγμα του Νετμεντίν Ερμπακάν είναι ενδιαφέρον, μέσα από το ιδεολογικό σχήμα του κόμματος «Εθνικής Σωτηρίας». Το κόμμα της «Δικαιοσύνης» του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, το άλλο δείγμα της συνύπαρξης παλαιού και νέου «με το παλαιό» να διευθύνει την οικονομική ορχήστρα του τόπου. Τα δείγματα βέβαια και αυτά υπάρχουν και κινούνται μέχρι το 1980.

Η αναφορά αυτή καλύπτει σε γενικές γραμμές τις επικρατούσε ιδεολογικές τάσεις στη σύγχρονη Τουρκία. Άλλες προοπτικές πλεύσης είτε τίθενται εκτός νόμου (λ.χ. τα Κ.Κ. της χώρας) είτε λόγω της πολυδιάσπασης του – και σε συνάρτηση με τον προηγούμενο λόγο – αποτελούν, προς το παρόν, τουλάχιστο, αντικείμενο έρευνας από τους ιστοριογράφους, παρά αντικείμενο προγραμματικής θέσης μπροστά στον τουρκικό λαό.

Είναι ενδιαφέρον από πολλές πλευρές να σημειωθεί πως η μεταχουντική μεταχείριση των παλαιών πολιτικών (Ντεμιρέλ – Ετζεβίτ – Έμπαρκαν), απέδειξε για άλλη μια φορά ότι το σύστημα εξουσίας της σύγχρονης Τουρκίας διακονείται κατά περιόδους από πολλούς, αλλά δεν επιτρέπει τον έλεγχο σε κανένα απ’ αυτούς.

Η συνοπτική αυτή αναφορά σε ζητήματα της Τουρκικής κοινωνίας (μέχρι το 1980) είναι η απαραίτητη βάση για να μπορέσει κανείς να παρακολουθήσει τη σημερινή πορεία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και παράλληλα να κατανοεί τους βαθμούς αναπροσαρμογής της, έτσι όπως εκδηλώνονται στα χρόνια της δικτατορίας του Εβρέν.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΛΕΥΡΗΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ

Ο προσανατολισμός μιας εξωτερικής πολιτικής – τέκνο γνήσιο των κοινωνικών δυνάμεων που ασκούν την εξουσία στο εσωτερικό – διαπλάθεται και εμπλουτίζεται σύμφωνα με τους οραματισμούς για την Τουρκία του 2000. «Διαπλάθεται» σύμφωνα με την «κατευθυντήρια  γραμμή», που άφησε στους επιγόνους ο «Αναμορφωτής του Έθνους» ο Κεμάλ Αττατούρκ.

Είναι πλατιά αποδεκτός ο ιδεολογικός χιτώνας των Στρατιωτικών. Συνεχίζουν το έργο τους, παρουσιάζονται ως οι «θεματοφύλακες των εντολών» του. Αυτό έτσι είναι, αν έτσι νομίζει (ο λαός) ότι είναι!… Γι’ αυτό, με διακηρύξεις υπέρ του Κεμαλισμού, με ανεγέρσεις νέων μνημείων του, αναζητείται «το ιδεολογικό άλλοθι» των στρατιωτικών για να στηρίξουν το επόμενο βήμα τους. Εμπλουτίζονται οι κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής που, ενώ στην ουσία είναι αμφισβητήσεις της ορθότητας της γραμμής του Κεμάλ, στην επιφάνεια παρουσιάζονται ως πίστη και υποταγή στις υποθήκες του.

Η Ευρωπαϊκή ιδεολογία του Κεμαλισμού διατηρείται. Συμπληρώνεται όμως, μπολιάζεται, αναβαπτίζεται μέσα στην κολυμβήθρα του Ισλαμισμού. Μια πολιτική αμφίπλευρης διεύρυνσης, πρωτόγνωρης σε μέγεθος στα χρόνια ύπαρξης της Τουρκικής Δημοκρατίας (1923). Στα Δυτικά της χώρας τα επίκεντρα: ΕΟΚ, ΝΑΤΟ – Βαλκάνια. Βοηθητικές αναβαθμίσεις: Συμβούλιο της Ευρώπης, ΟΟΣΑ. Στα Ανατολικά, τα επίκεντρα: Ισλαμική στροφή, Μεσανατολικό πρόβλημα (Ο.Α.Π. , Ισραήλ), η «καρδιά» του Μουσουλμανικού κόσμου. Η «ονομαστική» παράθεση της αμφίπλευρης διεύρυνσης σημαίνει την ανάγκη για αναλυτική παρουσίαση αυτής της νέα πορείας της Τουρκικής Διπλωματίας.

Η ΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ

Η Δυτική  πολιτική της Άγκυρας είναι σε κάθε φάση ο άξονας που επικυρώνει τους δεσμούς της χώρας με το Συνασπισμό των Δυτικό-Ευρωπαϊκών κρατών. Είναι γεγονός ότι αυτός ο άξονας πέρασε μέσα από διακυμάνσεις τουλάχιστον για μια πενταετία (1980-1985). Η δικτατορία στην Τουρκία οδήγησε σε «κάμψη» όμως φαίνεται να είναι στο μεγαλύτερο βαθμό τουλάχιστον – πρόσκαιρη. Ο πανηγυρικός τόνος που δόθηκε στις διαδικασίες ουσιαστικής ολικής πια συμμετοχής της Τουρκίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης (Στρασβούργο, Απρίλης 1986), ίσως να δικαιολογεί μια πρόβλεψη. Ότι δηλαδή, η σταδιακή χαλάρωση της πολιτικής του απομονωτισμού για την Τουρκία (σε όσο βαθμό αυτή πραγματοποιήθηκε) αποκαλύπτει στη βάση της ότι η «βασιλεία» της δικτατορίας του Εβρέν έχει να διανύσει μακρύ δρόμο ακόμα. Το «παιχνίδι» της κατ’ επίφασιν δημοκρατίας που ασκεί ο Τουργκούτ Οζάλ, ανοίγει τους ασκούς σε όσες Δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις αναζητούν προσχήματα για να επαναλάβουν κανονικές – στην ουσία στρατηγικές – σχέσεις με την Άγκυρα. Τα δικαιώματα και οι προσδοκίες του Τουρκικού λαού αποκτούν δευτερεύουσα σημασία, μπροστά στα γεωπολιτικά και οικονομικά δεδομένα ανάμεσα στο Στρασβούργο και τη δικτατορία του Εβρέν.

Εκείνο πάντως που δίνει το νέο πνεύμα στην Ευρωπαϊκή πολιτική της Τουρκίας βρίσκεται στις Βρυξέλλες. Ο νέος άνεμος φιλοδοξεί να φέρει την Τουρκία σε μια πιο στενή πολιτικο – οικονομική σχέση με την ΕΟΚ. Ο μακροπρόθεσμος όμως στόχος ξεπερνά τις για τώρα πιο στενές σχέσεις. Αναβαθμίζεται και ολοκληρώνεται μέσα από την είσοδο της Τουρκίας στους μηχανισμούς της ΕΟΚ ως πλήρους πια μέλους. Μια διαδικασία που και χρόνο απαιτεί και σημαντικές αναδιαρθρώσεις στο εσωτερικό της χώρας επιβάλλει. Είναι όμως για πολλούς στη Δύση ένα τεράστιο πεδίο εναπόθεσης καταναλωτικών προϊόντων, πράγμα που την καθιστά εκλεκτό συνεργάτη σήμερα και σημαντικό εταίρο αύριο.

Προς το παρόν όμως το ζητούμενο βρίσκεται στην «αναζωογόνηση των σχέσεων της Τουρκίας – ΕΟΚ» (Βαχίτ Χαλέφογλου, υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, ομιλία στην Τουρκική Βουλή, 18 Νοεμβρίου 1985). Τόσο η «αναζωογόνηση», όσο και «πλήρης ένταξη» θα επιτρέψει – με διαβαθμίσεις βέβαια – στην Τουρκία να αποκτήσει μια πιο ευέλικτη και πιο αποφασιστική παρουσία στο διεθνή χώρο, μια και τα επίκεντρα στα οποία θα κινείται θα είναι αριθμητικά τουλάχιστον «συν ένα». Αν μάλιστα ιδωθεί ο μελλοντικός ρόλος της ΕΟΚ μέσα από πρίσμα δεκαετιών ως ρόλος πρώτης γραμμής στις παγκόσμιες ισορροπίες, τότε δεν θα είναι έκπληξη μια νέα πραγματικότητα: οι σχέσεις ανάμεσα στο τρίγωνο ΗΠΑ – ΕΟΚ – Τουρκία, θα αποκτήσουν νέα διάσταση, στην οποία τα δυο τελευταία σκέλη του τριγώνου θα τείνουν σταδιακά σε πιο θερμούς «εταιρικούς δεσμούς» και στο πολιτικό επίπεδο. Ποιος μπορεί εύκολα να υποθέσει τον επίλογο των τριγωνικών αυτών σχέσεων, όταν και οι ΗΠΑ και η ΕΟΚ φαίνονται αποφασισμένες να δυναμώσουν το πεδίο ανάπτυξης τους;

ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΑΝΟΙΓΜΑ: Η ΑΓΚΥΡΑ ΚΑΙ Η ΜΕΚΚΑ…

Η Ανατολική πολιτική της Άγκυρας «περιγράφεται» μέσα από μικρά ανοίγματα, μικρές επιμέρους ενέργειες. Η ερμηνεία του φαινομένου ως μονοδιάστατης «Ισλαμικής στροφής» σίγουρα αδικεί και την οξυδέρκεια και τον ανοικτό χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Η λεγόμενη πάντως «Ισλαμική Στροφή» σηματοδοτείται από δυο – κυρίως μέτρα «προστασίας».

(1) Στο εσωτερικό της χώρας η Ισλαμική αντιμεταρρύθμιση, σταδιακά αποδυνάμωσε τις αξίες του Κεμαλισμού στο χώρο της Παιδείας. Τα μαθήματα για την Ιστορία των «Τουρκικών λαών» δίνουν ονομαστικά ορισμένες όψεις της Αντι-Κεμαλικής γραμμής μια και αντικαθιστούν μαθήματα της «Παγκόσμιας Ιστορίας» και του «Πολιτισμού των λαών». Η πολιτική ανοικτής παιδείας, όπως την εφάρμοσε ο Κεμάλ, γυρίζει συντηρητική σελίδα με τον Εβρέν. Επίσης στο γενικότερο κοινωνικό χώρο η τάση για ανέγερση νέων τζαμιών φτάνει στα όρια της ιεραποστολικής έκρηξης. Χίλια και πάνω τζαμιά είναι ένας μικρός μόνο απολογισμός των πρώτων χρόνων της δικτατορίας ενώ η ανέγερση «παρεκκλησιών» μέσα και δίπλα από δημόσιους οργανισμούς τείνει να γίνει ο κανόνας καλής θρησκευτικής αγωγής. «Η εθνική εκπαίδευση, κάνει την Τουρκία φωνή των Οθωμανών» δηλώνει ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, διατυπώνοντας ταυτόχρονα την οργή του γιατί «το παιχνίδι αυτό με την θρησκεία είναι πολύ επικίνδυνο για το μέλλον της Τουρκίας » (περιοδικό ΤΩΡΑ, τ. 4, Οκτώβριος. 1985).

(2) Η  Ισλαμική «Στροφή» στο εξωτερικό πια πεδίο διαλαμβάνει: (α) πλήρη συμμετοχή της Τουρκίας στις διασκέψεις των Ισλαμικών κρατών -1980. (β) Αναβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στην  Άγκυρα και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, -1979. (γ) Υποβάθμιση των σχέσεων και στη συνέχεια πέρασμα σε περιόδους πολιτικής ισχνών αγελάδων ανάμεσα σε Άγκυρα και Τελ – Αβίβ (1980). Ο Βαχίτ Χαλέφογλου μιλά για «κρατική τρομοκρατία» αναφερόμενος στους βομβαρδισμούς της έδρας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στην Τύνιδα από Ισραηλινά πολεμικά αεροπλάνα (Άγκυρα, Οκτώβριος 1985). (δ) Δημιουργία πιο στενών σχέσεων με χώρες που κατά το παρελθόν κάποια «πράγματα» σκίαζαν αυτές τις σχέσεις. Τα δείγματα των σχέσεων Ιράκ – Τουρκίας και Περσίας – Τουρκίας είναι χαρακτηριστικά και λειτουργούν  για χάρη πιο «πρακτικών» αναγκών. Κυρίως, τα πρακτικά θέματα αγγίζουν τις ανάγκες ανεμπόδιστης διέλευσης του πετρελαίου των δυο εμπολέμων (Ιράκ – Περσίας), μέσω του άψογα ουδέτερου στις μάχες (Τουρκία). Τα ανταλλάγματα σ’ αυτή την προσφορά είναι επόμενα: Οι εξαγωγές της Τουρκίας προς τις χώρες αυτές αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς καθιστώντας έτσι την Άγκυρα ανερχόμενο ρυθμιστικό παράγοντα στο χώρο.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Α: «Το Ισλαμικό Άνοιγμα» υπηρετεί τους λεγόμενους «εθνικούς οραματισμούς» της χώρας. Το ανοικτό Κυπριακό πρόβλημα. Η ανακήρυξη της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και τα «ζητήματα» που αυτή δημιουργεί (π.χ. προσπάθεια για αναγνώριση από Ισλαμικά «αδελφά» κράτη).

Τα -υπό προυποθέσεις- υπαρκτά  προβλήματα με την Δ. Ευρώπη, λόγω της δικτατορικής εξουσίας βρήκαν μηχανισμούς εξισορρόπησης. Και αυτοί οι μηχανισμοί βγήκαν στην επιφάνεια με την αναζήτηση ερεισμάτων με τα ανατολικά της Τουρκίας ευρισκόμενα Ισλαμικά κράτη.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Β: Οι πίνακες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι συνταγές γνώσης:

Οι εξαγωγές Τουρκικών προϊόντων προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική ήταν το 1980 της τάξης των 400,000 δολαρίων. Το 1984 έγιναν 2,6 δισεκατομμύρια. Είναι δε χαρακτηριστικό να λεχθεί εδώ ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία οι τουρκικές εξαγωγές προς την ίδια την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 68% τους πρώτους τέσσερις μήνες του ’85, όταν την ίδια περίοδο οι Ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία μειώνονταν κατά 11,4% (εφ-δα Το Βήμα, 29 Σεπτεμβρίου ’85).

Ο Σχεδιασμός Β εμπεριέχει λοιπόν «πεζούς» στόχους. Μια πολύπλευρη επιθετική πολιτική εξαγωγών, ανεβάζει την Τουρκία σε χώρα – σταυροδρόμι του εμπορικού ανταγωνισμού μέσα στον ίδιο τον Ισλαμικό κόσμο.

Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ – η εξέχουσα φυσιογνωμία των ευρωπαϊκών συντηρητικών της Τουρκίας – δίνει μια προσγειωμένη πρόταση στα πράγματα, ασκώντας ταυτόχρονα και τη δική του εσωτερική αντιπολίτευση: «Δεν μπορούμε να λέμε πως η Τουρκία βρίσκεται στο σωστό δρόμο όταν ο πληθωρισμός είναι το 40%. Μπορεί να αυξήθηκαν οι εξαγωγές, αλλά η Τουρκία είναι ανάμεσα στις 10 χώρες του κόσμου με τη χειρότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος» (Το Βήμα, 27 Οκτωβρίου ’85).

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Γ: Η Τουρκία αυξάνοντας την παρέμβαση της (πολιτικά και οικονομικά) στον Ισλαμικό κόσμο, δεν κρύβει το υπόβαθρο αυτής της λογικής: Ο σημερινός χαρακτηρισμός της ως το ανερχόμενο εμπορικό σταυροδρόμι της Μ. Ανατολής θέτει θεμέλια για να γίνει μελλοντικά ένα εξίσου σημαντικό «πολιτικό σταυροδρόμι» στον Ισλαμικό κόσμο. Μια φιλοδοξία στην οποία οι δομές της Τουρκικής οικονομίας μπορούν σήμερα πολλά να προσφέρουν, αφήνοντας τις ευρωπαϊκές πόρτες να κρατούν την «πρόκληση για σύγκριση» σε επόμενα χρονικά στάδια. Ο Ισλαμικός κόσμος δεν περίμενε βέβαια την Τουρκία για να έχει «σταυροδρόμι». Η Σαουδική Αραβία και η Περσία, τα «παραδοσιακά» κέντρα του Ισλαμισμού δέχονται τα διαδοχικά πυρά του ανερχόμενου άστρου της Τουρκίας. Ωστόσο το τρίγωνο Σ. Αραβία – Περσία – Τουρκία δέχεται ανακατατάξεις. Η Περσία μετά την άνοδο στην εξουσία της Χομεϊνικής πλημμυρίδας άρχισε σταδιακά να υποχωρεί από τα «κέντρα». Συμβάλλει σ’ αυτό: (α) Ο πόλεμος της χώρας με το Ιράκ, (β) η πολιτική απομονωτισμού του καθεστώτος της Τεχεράνης, εφ’ όσον αυτό τηρεί μονοδιάστατη Ισλαμική γραμμή και (γ) ένα είδος διεθνούς αποκλεισμού που της ασκούν ορισμένα Δυτικά κράτη.

Αξιοποιώντας αυτές τις συγκυρίες η Άγκυρα, προβάλλει πια ως κανονικός ισόποσος πρωταγωνιστής στη κούρσα για την κατάκτηση της Ισλαμικής πρωτοκαθεδρίας. Η διελκυστίνδα είναι σαφής: Σαουδική Αραβία, και Τουρκία φαίνεται να κρατούν τα σκήπτρα, ενώ οι λόγοι υπάρχουν για να γίνει ο ανταγωνισμός πιο ενεργητικό πεδίο ανάδειξης του βασιλέως των επί γης Ισλαμιστών. Η Μέκκα βρίσκεται στη Σ. Αραβία. Η Άγκυρα φιλοδοξεί να τη φέρει στην Τουρκία. Και αν η Μέκκα αντισταθεί, ας γίνει τουλάχιστον μια νέα Εγίρα – αναχώρηση. Η βασιλεία δια δυο ίσως να πληροί τις ανάγκες και των δυο. Η Μεδίνα, είναι και αυτή μια καλή – και Μωαμεθανική – λύση…

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΒΡΕΝ, ΤΙ;

Η πληρέστερη επανασύνδεση της Τουρκίας με το Ισλάμ θα αποδειχθεί μέσα στο χρόνο μια κίνηση με ιδεολογικούς όρους πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας σε σύγκριση με τη μηχανιστική, ίσως ηχητική του όρου «Ανατολική πολιτική». Μέσα σ’ αυτό το νέο ιστορικό κλίμα, ούτε μπορεί να γεννηθεί μα ούτε και να δημιουργηθεί ένας νέος Κεμάλ Αττατούρκ, που με το σπαθί του θα χαράξει και θα μοιράζει όνειρα και προσανατολισμούς. Οι ιστορικές προϋποθέσεις δεν γυρίζουν προς τα πίσω. Αντίθετα μάλιστα. Ο δυναμισμός που θα προσδώσει στο πολιτικό εποικοδόμημα της Άγκυρας η ζωτικότητα της Ισλαμικής επαναδραστηριοποίησης είναι σημείο – κλειδί που θα κρατήσει το παρόν και το μέλλον του ως δομική παρέμβαση στο σύστημα εξουσίας μέσα από τη μεταοθωμανική αναγέννηση της Τουρκίας του 2000.

Έστω κι αν η αναγέννηση αυτή επιστρέφει σε ετεροχρονισμένα πλάνα, είναι σε θέση να αποκαλύψει για άλλη μια φορά την κοινωνική συνοχή και την πολιτική πληρότητα που φαίνεται να εκφράζει σε λαϊκό επίπεδο ο «Ζων Ισλαμισμός». Η υποθήκη που εγγράφει σήμερα η πολιτική Εβρέν, θα αναπτυχθεί στο τέλος με τέτοιες προδιαγραφές, έτσι ώστε οι όποιοι επίγονοι να είναι δεσμευμένοι – οικονομικά τουλάχιστον – να τις υπηρετήσουν με Ισλαμική ευλάβεια. Για την τωρινή όμως περίοδο, το πιο πάνω σημείο μπορεί να είναι ένα από τα θέματα που θα χρονοθετήσουν και την απόσυρση από το προσκήνιο της δικτατορίας του Κενάν Εβρέν. Ο επίλογος θυμίζει πάντοτε ότι το όνειρο της σύγχρονης Τουρκίας έχει πολλούς θιασώτες εντός και εκτός Άγκυρας… Η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια υπερδύναμη για τα δεδομένα της εποχής με παγκόσμιο κύρος και εμβέλεια. Η σύγχρονη Τουρκία επιχειρεί να ξαναγίνει μια ΜΕΓΑΛΗ (ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ) ΔΥΝΑΜΗ με τα διπλά ανοίγματα σε Δύση και Ανατολή…

Του φιλόλογου κ. Λάρκου Λάρκου