Ο χρόνος και το κυπριακό.

Η συζήτηση για το δίπολο κυπριακό- χρόνος επανέρχεται, πιέζει τη διαπραγμάτευση για την επίλυση του κυπριακού και κυρίως οδηγεί κάθε πολιτικό σχήμα να τοποθετηθεί. Ο ΥΠΕΞ Μ. Κυπριανού έκανε παρέμβαση στο θέμα με αφορμή δηλώσεις στη Λευκωσία του Υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Μπράιζα περί λύσης ως τον προσεχή Δεκέμβριο αλλά και παραπλήσιες αναφορές του Υπάτου Αρμοστή της Μ. Βρετανίας στην Λευκωσία Π. Μίλλετ. Εκτιμώ ότι η παρέμβαση Μ. Κυπριανού είναι εύστοχη, ουσιαστική και κάλυψε πλήρως το θέμα. Στη δήλωσή του ο ΥΠΕΞ κάλυψε ένα σύνολο από στοιχεία:

«Οποιαδήποτε βεβιασμένη ενέργεια ή θα καταλήξει σε αποτυχία των διαπραγματεύσεων ή σε μια λύση που θα αποτύχει και θα καταρρεύσει. Υπάρχει σαφής συμφωνία και δέσμευση όλων των πλευρών, εντός και εκτός Κύπρου, ότι η διαδικασία που θα ακολουθηθεί θα είναι χωρίς χρονοδιαγράμματα διότι έχει αποδειχθεί ότι χρονοδιαγράμματα, ειδικά τεχνητά χρονοδιαγράμματα, δουλεύουν αρνητικά και είναι αντιπαραγωγικά και ότι βεβαίως δεν θα υπάρχει επιδιαιτησία, ότι πρόκειται η λύση να είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας. Θέλω να τονίσω επίσης ότι δεν χρειαζόμαστε παραινέσεις κανενός για την ανάγκη λύσης και την ανάγκη ταχύτερης λύσης. Είναι η ε/κ πλευρά που έχει υπάρξει θύμα εισβολής και κατοχής και είναι ακόμη θύμα κατοχής, είναι οι δικοί μας συμπολίτες που είναι πρόσφυγες που έχουν χάσει τις περιουσίες τους, που υποφέρουν κάθε μέρα από το αποτέλεσμα της κατοχής. Άρα δεν χρειαζόμαστε παραινέσεις από τρίτους για την ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού. Εκείνο που έχει σημασία είναι η λύση να είναι βιώσιμη, να ακολουθεί τις σωστές παραμέτρους και τις σωστές αρχές για να μπορέσει να έχει όφελος για όλους τους κατοίκους της Κύπρου. Χαιρετίζουμε το ενδιαφέρον, ευπρόσδεκτο το ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι τυχαία αυτή η διαδικασία που συμφωνήθηκε πέρσι και είναι βασικός παράγοντας της επιτυχίας αυτής της διαδικασία και πρέπει να παραμείνει σε αυτή τη διαδικασία»- 30 Ιουνίου 2009.

Πάνω σε αυτή την κατεύθυνση που διατύπωσε ο Μ. Κυπριανού (λύση με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους κυπρίους) μπορεί να αναπτυχθούν διμερείς ή πολυμερείς συζητήσεις ή και συλλογικές διαβουλεύσεις με τον ΟΗΕ και την ΕΕ οι οποίες να υποστηρίζουν τη διαδικασία που είναι εν εξελίξει ανάμεσα στον πρόεδρο Χριστόφια και τον τ/κ ηγέτη Μ. Α. Ταλάτ. Σε αυτή τη διαδικασία χρειάζεται αυτοπεποίθηση, πρωτοβουλίες, διεθνής ομπρέλα που να ενισχύει την προσπάθεια στη Λευκωσία. Η διαπραγμάτευση δεν λειτουργεί σε κενό πολιτικής: σε αρκετά σημεία η διεθνής υποστήριξη στα δίκαια αιτήματα των ε/κ, η άσκηση πίεσης επί της κατοχικής δύναμης, είναι υπέρ μιας εξέλιξης που οδηγεί στην αύξηση των πιθανοτήτων για θετική κατάληξη των συνομιλιών. Η Λευκωσία χρειάζεται να καθοδηγεί ή η ελέγχει τις εξελίξεις με αποφασιστικότητα και με ευρηματικές εισηγήσεις. Ο χρόνος αποτελεί κίνητρο και πιθανά «ορόσημα» αποτελούν ευκαιρίες για διασυνδέσεις που με κατάλληλους χειρισμούς μπορούν να αποδώσουν καρπούς. Οι ευκαιρίες δεν πέφτουν από τον ουρανό, οι ευκαιρίες δημιουργούνται με κατάλληλη πρόβλεψη και αξιοποίηση συγκυριών που δημιουργεί η τριγωνική σχέση ΕΕ- Κύπρου- Τουρκίας. Αυτό που συνιστά νέο, ποιοτικό στοιχείο στη νέα διαπραγμάτευση είναι η ενεργητική συμβολή της ΕΕ στο κυπριακό. Η ΕΕ δεν είναι «τρίτο μέρος», ούτε είναι εκεί για να εκφράζει «παραινέσεις». Είναι πολιτικός οργανισμός που ενδιαφέρεται για τα του οίκου της (από τη λαθρομετανάστευση έως γρίπη των χοίρων), άρα είναι θέμα της Λευκωσίας να αξιοποιήσει αυτό το δεδομένο μέσα στο πλαίσιο που περιέγραψε ο Μ. Κυπριανού. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, η εγγύηση ασφαλείας που παρέχει η ΕΕ προκύπτουν από διαβούλευση, κατανόηση, συνεργασία με τα αρμόδια θεσμικά όργανα. Εάν λ.χ. επιθυμούμε την αλλαγή στη Συνθήκη Εγγύησης του 1960 χρειάζεται να συζητήσουμε με την ΕΕ και να πείσουμε πώς και με ποιο λεκτικό μπορεί να επιτευχθεί η αλλαγή. Συνεπώς το πλαίσιο που έθεσε ο ΥΠΕΞ χρειάζεται να τύχει μιας ευρωπαϊκής «εξειδίκευσης» γεγονός που θα καταστήσει το συγκυριακό μόνιμο και το μόνιμο μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου.