Ο Γιούνκερ εντός έδρας

Η συνάντηση Αναστασιάδη-Γιούγκερ στη Ρίγα επανέφερε στην επικαιρότητα το ζήτημα του ρόλου της ΕΕ σε σχέση με το κυπριακό και το νέο κύκλο συνομιλιών για επίλυσή του. Κατά καιρούς πολιτικές δυνάμεις ή προσωπικότητες με γνώση του θέματος κάνουν αναφορές στο ζήτημα. Για χρόνια γίνεται η αναφορά στο ζήτημα, αλλά δεν φαίνεται κάποιο το αποτέλεσμα. Η Στη δική μου ανάλυση, η εξήγηση γι’ αυτό βρισκεται σε τρία επίπεδα: πρώτο, η αξιοπιστία της ε/κ πολιτικής ηγεσίας έχει υποστεί καθίζηση, εξαιτίας παλαιότερων χειρισμών που η εταίροι θεωρούσαν δεν είχαν σχέση με την ευρωπαϊκή πολιτική παράδοση, δεύτερο, γιατί και εκείνοι που ήθελαν κάτι παραπάνω δεν κατάφεραν να πείσουν με επεξεργασμένες προτάσεις και πειστική δράση, και, τρίτο, σε μια χώρα με παράδοση στην πολιτική της «τελευταίας στιγμής», λείπει η συνεπής διεκδίκηση μέσα σε έναν καθορισμένο χρονικό ορίζοντα.

Ο Ζ. Γιούγκερ φαίνεται να δείχνει ενδιαφέρον για τις κυπριακές εξελίξεις και η απόφασή του να επισκεφθεί τη Λευκωσία τον Ιούλιο το βεβαιώνει. Θέλει να στείλει ένα «εντός έδρας» μήνυμα στήριξης στις προσπάθειες που καταβάλλουν ο προέδρος Αναστασιάδης και ο τ/κ ηγέτης Μ. Ακιντζί και, βεβαίως, να ενδυναμώσει το μομέντουμ των συνομιλιών όπως διαμορφώνεται μετά την εκλογή Ακιντζί στην ηγεσία των τ/κ. Η αντίληψη ότι η ΕΕ μπορεί να στηρίξει τις εσωτερικές εξελίξεις στη νήσο χωρίς αυτές να εντάσσονται σε μια ευρύτερη ερμηνεία των πραγμάτων δεν φαίνεται ως η πιο ρεαλιστική. Στην πράξη ένα τέτοιο «απομονωμένο» σενάριο δεν υφίσταται. Ζητήματα διασυνδέονται και επικαλύπτονται και αυτό είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να δώσουμε ισχύ στην πολιτική των κινήτρων με συμβολή της ΕΕ σε νέες ισορροπίες συμφερόντων που δημιουργεί αυτή η διασύνδεση της ΕΕ με το κυπριακό και το γενικότερο ρόλο της στην Α. Μεσόγειο.

Στην πολιτική η τέχνη των διασυνδέσεων προσδιορίζεται με σαφήνεια: κυπριακό/επίλυση, αναζωογόνηση της ευρωτουρκικής σχέσης, λύση γύρω από τα κλειστά ενταξιακά κεφάλαια της Τουρκίας, ρεαλιστικές πολιτικές για την ενέργεια με βάση την ανακάλυψη φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ, και, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, πρωταγωνιστική παρουσία της Κύπρου στο σύστημα της σταθερότητας ως «ακραίο» ευρωπαϊκό όριο απέναντι στις πολιτικές ανατροπές που καταγράφει το τυφλό ισλαμικό κίνημα του ISIL στη Συρία και το Ιράκ. Αυτή η «πενταπλή» διάσταση του κυπριακού δεν εντάσσεται στην «κλασσική» διαχείρισή του μέσα στις διακοινοτικές συνομιλίες. Παραμένει, ωστόσο, στον κεντρικό του πυρήνα χωρίς να είναι ένα από τα διαπραγματευτικά κεφάλαια στις συζητήσεις Μαυρογιάννη-Ναμί. Αυτή η πενταπλή διάσταση παρέχει εξαιρετικά μεγάλο πολιτικό φορτίο, ικανό να θέσει σε κίνηση εξελίξεις και στο «εσωτερικό» κυπριακό, καθώς η συμμετοχή της νήσου στις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ στην Α. Μεσόγειο είναι καταλυτικής σημασίας υπόθεση εξαιτίας της έως τώρα αποτυχίας του μεγάλου συνασπισμού (κυρίως συνασπισμού «διακηρύξεων») στη μάχη για την αντιμετώπιση του ISIL.

Μέσα σε αυτή την πολύπλοκη εξίσωση, μπορεί κάποιος να αναζητήσει κίνητρα και συσχετισμούς συμφερόντων που είναι σε θέση να δώσουν ουσιαστική ώθηση στις διακοινοτικές συνομιλίες καθώς μερικά στοιχεία από τα πέντε υπερβαίνουν σε πολιτική βαρύτητα πιθανές τριβές σε «δευτερούσας» σημασίας κεφάλαια της διαπραγμάτευσης στη Λευκωσία ή που θα εμφανιστούν ως τέτοια εξαιτίας μιας ευρύτερης ανάλυσης σε περιφερειακούς συσχετισμούς και συμφέροντα.

Ο Β. Μποσκίρ ως Υπουργός Ευρωπαίκών Υποθέσεων στην κυβέρνηση Νταβούτογλου θεωρεί ότι «αν επιλυθεί το κυπριακό πρόβλημα η Τουρκία θα είναι έτοιμη να ανοίξει 10 κεφάλαια και ότι οι διαπραγματεύσεις θα επιταχυνθούν. Από τη στιγμή που τα πολιτικά εμπόδια ξεπεραστούν, η Τουρκία είναι έτοιμη να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις σε δύο χρόνια. Είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε και να κλείσουμε όλα τα κεφάλαια μέχρι το τέλος του 2017» (εφ «Σαμπάχ», 15/5).

Στην πράξη ο Β. Μποσκίρ αναδεικνύει την επίλυση του κυπριακού ως μια «ατμοχηχανή» που θα επηρεάσει ουσιωδώς την ευρωτουρκική σχέση, παρά τον υπερβολικό αισιόδοξο τόνο ότι «να ανοίξουμε και να κλείσουμε όλα τα κεφάλαια μέχρι το τέλος του 2017». Σε κάθε περίπτωση θα διευκολύνει τα δεδομένα της ευρωτουρκικής σχέσης και θα επαναφέρει τη διαδικασία ξανά στις ράγες, κάτι που είναι ωφέλιμο για την ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική στην περιοχή, με την προηγούμενη επίλυση του κυπριακού να είναι η κεντρική προϋπόθεση. Έτσι μπορεί να επανασχεδιαστούν εξελίξεις με ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές και η ΕΕ να καταστεί ρυθμιστής μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην περιοχή.