Ο κύκλος απο αμφιβολίες στις ευρωτουρκικές σχέσεις

Ο τούρκος πρεσβευτής στην ΕΕ Σελίμ Γελέν μιλά στη γερμανική Welt (εφ/δα Το Βήμα, 20/8): «την ώρα που ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν εμφανιστεί να απομακρύνουν (αν όχι να αποκλείουν) το ενδεχόμενο ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, ο τούρκος πρεσβευτής στους «28» υποστηρίζει πως η Άγκυρα θέλει να έχει μπει στην Ένωση το 2023 ως «αποκορύφωμα» για τα εκατό χρόνια ύπαρξης του τουρκικού κράτους….Αν και αναγνωρίζει ότι υπάρχει «δυσπιστία», όπως λέει, μεταξύ ΕΕ και Τουρκία, εκφράζει την εκτίμηση ότι «θα βρεθεί λύση». Επαναλαμβάνοντας αρκετές φορές πως η Τουρκία πληροί τα 72 κριτήρια για την άρση της βίζας, λέει πως υπάρχουν «αμφιβολίες πως η ΕΕ όντως θα απελευθερώσει τη βίζα έστω και με τήρηση των κριτηριών…χρειαζόμαστε εγγυήσεις πως οι Βρυξέλλες θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους».

Όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση στην Τουρκία, ο Γελέν απέρριψε κάθε επίκριση για την στάση της τουρκικής κυβέρνησης μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και κάλεσε τις ευρωπαϊκές ηγεσίες να δείξουν μεγαλύτερη υποστήριξη στην Άγκυρα. «Η Τουρκία περιμένει να υπάρξει τώρα κάποια επίσκεψη από την καγκελάριο Μέρκελ, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ή τον πρόεδρο της σλοβακικής προεδρία, κάτι που θα έδειχνε την υποστήριξή τους για τη δημοκρατία στην Τουρκία και το ότι αντιλήφθηκαν πως η δημοκρατία διαφυλάχθηκε. Η Δύση πρέπει να σταματήσει να καταδικάζει τον πρόεδρο Ερντογάν για δήθεν αυταρχισμό και να δείξει αλληλεγγύη, ο Ερντογάν έσωσε τη Δημοκρατία, ο λαός είναι ενωμένος».

Όσον αφορά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις ο Γελέν ρωτήθηκε πότε περιμένει ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Γελώντας, απάντησε ότι ο βρετανός τέως πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε πει πως δεν θα γίνει πριν το 3.000. Πάντως ότι «αυτήν την στιγμή οι συνθήκες για ένταξη δεν είναι ευνοϊκές», υποστηρίζοντας ωστόσο ότι «αυτό μπορεί να αλλάξει γρήγορα».

Την ίδια μέρα ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ απαντά στον Σελίμ Γελέν: «Ούτε μπορώ, ούτε θέλω να αναφερθώ τώρα σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο πιθανής ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Υπενθύμισε αφενός ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια ενταξιακή διαδικασία με «ανοιχτό αποτέλεσμα» και αφετέρου ότι το Βερολίνο θεωρεί υπό τις παρούσες συνθήκες αδιανόητο το άνοιγμα νέων κεφαλαίων της διαπραγμάτευσης. «Η Τουρκία και η ΕΕ βρίσκονται σε μια διαδικασία ενταξιακών διαπραγματεύσεων με ανοιχτό αποτέλεσμα. Κάποια κεφάλαια έχουν ανοίξει, άλλα όχι. Δηλώσαμε εδώ κατά τις τελευταίες ημέρες επανειλημμένα ότι η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί αυτή τη στιγμή αδιανόητο να ανοίξουν νέα κεφάλαια διαπραγματεύσεων. ‘Αλλωστε αυτό είναι ένα θέμα που έτσι κι αλλιώς απαιτεί ομοφωνία των κρατών-μελών». Και προσέθεσε ότι δεν είναι σε θέση να προχωρήσει σε χρονικές εκτιμήσεις σχετικά με το πώς θα συνεχιστεί η διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. «Όπως είπαμε, είναι με ανοιχτό αποτέλεσμα και μόνο και μόνο από αυτό συνεπάγεται ότι δεν μπορώ εδώ ή δεν θέλω να προσδιορίσω το χρονικό σημείο μιας πιθανής ένταξης» (εφ/δα Το Βήμα, 20/8).

Πέντε σημειώσεις επί του θέματος:

Α. Είναι εφικτός ο στόχος «το 2023, όταν η Τουρκική Δημοκρατία θα γίνεται 100 χρονών, να γίνει μέλος της ΕΕ;». Υπό τις παρούσες συνθήκες η εκτίμηση Γελέν είναι υπερβολικά αισιόδοξη, καθώς δεν προκύπτει από τα πραγματικά δεδομένα της ευρωτουρκικής σχέσης. Είναι καλό να θέτεις στόχους, φτάνει αυτοί να ανταποκρίνονται στα δεδομένα που απαρτίζουν μια πολιτική διαδικασία. Από το σύνολο των 35 ενταξιακών κεφαλαίων άνοιξαν 16, δεν άνοιξαν τα 18, ενώ έχει κλείσει επιτυχώς το ένα. Αυτοί οι αριθμοί, δείχνουν τον όγκο εργασίας που χρειάζεται να γίνει.

Β. Σε αυτή την εξέλιξη έχει ευθύνες ένα τμήμα της ευρωπαϊκής ηγεσίας, κυρίως το δίδυμο με τους Ν. Σαρκοζί, και σε προηγούμενη φάση την Α. Μέρκελ. Δεν έπαιξαν με καθαρούς όρους την τουρκική υποψηφιότητα, όπως έπραξαν οι προκάτοχοί τους, Σιράκ και Σρέτερ, οι οποίο δέχθηκαν τα κείμενα της 3ης Οκτωβρίου 2005 για διαπραγματεύσεις «ανοικτού τέλους» έχοντας μια μακροπρόθεσμη ανάλυση στα ευρωτουρκικά πράγματα. Το δίδυμο Σαρκοζί-Μέρκελ μπλόκαρε την διαπραγμάτευση επικαλούμενη στοιχεία που δεν περιλαμβάνονταν στα συμφωνημένα κείμενα, εξαιτίας της επιφυλακτικής τάσης που έδειχνε στα γκάλοπ η εκλογική τους βάση. Η Τουρκία αντέδρασε λανθασμένα στη στροφή Σαρκοζί. Αντί να επιταχύνει και να εμβαθύνει τη διαδικασία προωθώντας τις αλλαγές που επέβαλλαν οι ετήσιες Εκθέσεις Προόδου της Επιτροπής, με πείσμονα τρόπο υποβάθμισε τη βαρύτητα της Συμφωνίας της 3ης Οκτωβρίου του 2005. Γι΄αυτό έκανε ένα κύκλο από αποτυχημένες στροφές στη μεσανατολική περίμετρό της. Προτίμησε την περιθωριακή πολιτική, αντί την ευρωπαϊκή πολιτική.

Γ. Το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σχετικά με την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής και των επιθέσεων σε πόλεις εντός της ΕΕ από το ισλαμικό κράτος, επιβαρύνει την υποψηφιότητα της Τουρκίας εξαιτίας της μουσουλμανικής της ταυτότητας. Οι προκαταλήψεις αποκτούν ευρύτερη υποστήριξη στην κοινή γνώμη (λ.χ. Γερμανία, Αυστρία) και οι αμφιβολίες περιπλέκουν την κατάσταση. Συχνά αυτή η διάσταση δεν λέγεται δημοσίως, αλλά έρευνες της κοινής γνώμης ως τάση αυτής της συγκυρίας, στις δύο πιο πάνω χώρες το επιβεβαιώνουν πλήρως. Οι δηλώσεις Κάμερον του τύπου «ένταξη της Τουρκίας το 3.000» δείχνουν ότι μερικοί πολιτικοί ακολουθούν τις δημοσκοπήσεις και δείχνει επίσης πόσοι δεν μπορούν να διαμορφώνουν πολιτικές για το μέλλον.

Δ. Παρά τις τριβές και τις αμφιβολίες, οι εμπορικές σχέσεις, οι επενδύσεις και η αναπτυξιακή διάσταση πάνε αρκετά καλά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στο πρώτο μισό του 2015, οι εμπορικές συναλλαγές της Τουρκίας με την ΕΕ, ανέρχονται σε 41 δισεκατομμύρια Ευρώ στις εισαγωγές και σε 30.2 δισεκατομμύρια Ευρώ στις εξαγωγές.

Η Τουρκία είναι η πέμπτη μεγαλύτερη εμπορική εταίρος της ΕΕ, με όγκο εμπορικών συναλλαγών αξίας 71.2 δισεκατομμυρίων Ευρώ.

Γι’ αυτό το λόγοι οι βιομηχανικές κοινότητες στις δύο πλευρές παρεμβαίνουν στις εξελίξεις ασκώντας την επιρροή τους σε κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές για συνέχιση μιας πιο ομαλής πορείας. «Όποιος μιλάει τώρα για κυρώσεις, κινδυνεύει να κλείσει τελείως τις πόρτες απέναντι στην Τουρκία», δηλώνει στον ειδησεογραφικό ιστότοπο «Deutsche Wirtschafts Nachrichten» ο επικεφαλής Εξωτερικού Εμπορίου του Γερμανικού Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου (DIHK) Φόλκερ Τράιερ, επισημαίνοντας ότι «η Τουρκία περιλαμβάνεται – όπως και η Ρωσία – στις πιο σημαντικές αγορές των γερμανικών εξαγωγών», (http://news247.gr 13/8).

Ο γερμανός Υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε, μιλώντας σε προεκλογική εκδήλωση του κόμματός του στο Ροστόκ, στη βόρεια Γερμανία, συνόψισε ως εξής το θέμα: «Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που κάνει ο Ερντογάν, αλλά δεν συμφωνώ (στη θέση) ότι (…) θα έπρεπε να τερματίσουμε τη συνεργασία μαζί του. Είναι προς το συμφέρον μας να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με την τουρκική κυβέρνηση» (ΑΠΕ, 16/8)

Ε. Η ευρωτουρκική σχέση θα παραμείνει σε ανοικτή τροχιά. Το θέλουν και τα δύο μέρη γι’ αυτό και το ενταξιακό ταξίδι θα συνεχιστεί. Με δυσκολίες και εμπόδια αλλά θα παραμείνει πάνω στις ράγες. Το τρένο θα κινείται. Η Τουρκία έχει τον πρώτο λόγο, εάν αυτή το ταξίδι θα τρέχει με ταχύτητα στα 10 ή 50 ή 100 χιλιόμετρα. Οι προϋποθέσεις έχουν τεθεί στις ετήσιες Εκθέσεις Πρόοδου και είναι η Τουρκία που καλείται να τρέξει τις μεταρρυθμίσεις, να προσαρμοστεί στα κριτήρια του κράτους δικαίου, να εκσυγχρονίσει το σύνταγμά της, και να αποδείξει ότι τα μειονοτικά και ατομικά δικαιώματα κατέχουν κεντρική θέση στην πολιτική της ατζέντα. Μαζί με τα κλασσικά ευρωπαϊκά κριτήρια μείζονα ρόλο θα παίξει η στάση της Άγκυρας στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού. Μια Τουρκία που θα συμβάλει ουσιωδώς στην επίλυση του κυπριακού (αποχώρηση κατοχικού στρατού, πλήρης συμμετοχή της ενωμένης Κύπρου στην ΕΕ) θα αλλάξει ουσιωδώς την θέση και την εικόνα της απέναντι στα κράτη-μέλη και ασφαλώς σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Με μεγάλες αποφάσεις μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα και μόνο έτσι μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση πάνω στην ανάλυση του πρεσβευτή Σελίμ Γελέν- «η Τουρκία στην ΕΕ το 2023». Τα κείμενα που οδήγησαν σε διαπραγματεύσεις «ανοικτού-τέλους», όπως έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία το 2005, χρειάζεται να τύχουν αναθεώρησης. Έχουν από καιρό ξεπεραστεί. Ίσως το 2017 να είναι η πιο κατάλληλη περίοδος για μια νέα συμφωνία, υπό το φως των εξελίξεων στο κυπριακό, τις τάσεις στο προσφυγικό, το θέμα της βίζας και ασφαλώς σε σχέση με τα δεδομένα και τις ισορροπίες στην ΕΕ μετά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας. Καθαρή συνεννόηση, με ανοκτά χαρτιά, αυτό χρειάζεται η ευρωτουρκική σχέση. Μόνο έτσι μια νέα 3η Οκτωβρίου είναι εφικτή.