Ο λαϊκος ποιητής Παύλος Λιασίδης

Η ιστορία των Κυπριακών γραμμάτων φαίνεται ότι ολοκληρώνει ένα σημαντικό κύκλο της δράσης της.

Οι ποιητές της Κυπριακής διαλέκτου, μέσα από τη μορφή των ποιητάρηδων, έχουν σχηματίσει μια ολόκληρη «σχολή» γύρω τους. Είναι δε ιστορικά βεβαιωμένο ότι η ποίηση τους υπήρξε το υπόβαθρο πάνω στο οποίο λειτούργησε η επώνυμη μούσα των μεγάλων της Κυπριακής διαλέκτου.

Βασίλης Μιχαηλίδης, Δημήτρης Λιπέρτης, Παύλος Λιασίδης. Οι «3» κορυφαίοι του είδους, που σήμερα συντηρούνται και συνεκφράζονται από τον τελευταίο των μεγάλων, τον Παύλο Λιασίδη.

Το σήμερα σταμάτησε την Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου, 1985.Η μελέτη των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων της Κύπρου κατά την τελευταία εικοσαετία, οι μεταβολές στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το τέλος του ποιητικού αυτού είδους δεν θα αργήσει να ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο, περνώντας έτσι στην παρελθοντική  επισκόπηση.Έτσι θα πρέπει να έχουμε, συντήρηση των «θάμνων» της ποιητικής δημιουργίας, ενώ τα «δέντρα» θα παραδοθούν πια στους ειδήμονες και στη λαϊκή παράδοση.

Να γιατί η προσέγγιση στο έργο του Λιασίδη, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αγγίζοντας το σύνολο των κορυφαίων… Ο Παύλος Λιασίδης – γεννημένος το 1901 στο χωριό Λύση – αντιμετωπίζει στα πρώτα του βήματα το στυγνό πρόσωπο ενός δεσποτικού Αγγλοκρατικού καθεστώτος. Οι τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου που έχει τελειώσει, είναι η μόρφωση ενός μελλοντικού γεωργού, που βλέπει τη γη, το χώμα, μέσα από τα μάτια της ποιητικής φλέβας.

Οι οικονομική ανέχεια συνεχής συνοδοιπόρος. Έτσι μόνο από κάποια φιλανθρωπική κίνηση μπορούσε να βγει από την αφάνεια…

Από τη Λεμεσό η πρωτοβουλία. Ο κ. Χαπέσης. Προλογίζει ο κ. Καραμάνος – έτος 1928.

Η ποιητική δημιουργία του Λιασίδη βρίσκεται στις εξής συλλογές:

  1. Τραούθκια του νησιού μας (1928)
  2. Φκιώρα της καρκιάς μου (1933)
  3. Παραλλοαή του τζιαιρού (1937)
  4. Χάραμαν φου (1944)
  5. Γέννημαν Νήλιου (1946)
  6. Μπρόεμαν (1947)
  7. Εντεκάμιση η ώρα (1950)
  8. Δώδεκα παρά δέκα (1960)
  9. Να πεθάνει ο χάρος (1966)
  10. Δώδεκα παρά πέντε (1970)
  11. Η Τζιύπρος δίχως πούτρα (1972)
  12. Η Σταυρωμένη Τζιύπρος (1976)
  13. Νεκατωμένοι αέρηες (1979)

Ο διαλεκτικός ποιητής σε όλα τα στάδια του βίου του είναι πάντα επίκαιρος και κοινωνικός των όσων επηρεάζουν την πατρίδα του.

Σε ένα τόσο πλούσιο έργο, τα δείγματα που ακολουθούν είναι απλώς ενδεικτικά. Αποκαλύπτουν όμως τον κόσμο του Λιασίδη.

  • Σε ένα ποίημα του με τον τίτλο «Λυπούμαι σε», δίνει περιγραφή στο μεγάλο του έρωτα. Την Ποίηση.

«Έν αζούλισσα πολλά, περήφανη για τζιείνον που να την αγαπήσει τζι’ αντίς αθάνατον νερόν, ποτίζει τον κινίνον στον πλούτον αν δικλίσει».

  • Ο Παύλος Λιασίδης «γέννημα θρέμμα» της Κυπριακής αγροτιάς, αφουγκράζεται τις ελπίδες και τα οράματα του γεωργού. Όχι σαν παράξενος συνοδοιπόρος, αλλά σαν άμεσος συμμέτοχος και κοινωνός της αγροτικής Κύπρου, μια και ο ίδιος είναι μικρογεωργός. Γράφει για τον «ρεσπέριν»:

«Τρω το ψουμών πάντα γλυτζιύν, γιατ’ έσιει μέσα κόπους»

«Βοσσιοί τζιαι περβολάρηδες, ρεσπέρηδες, αρκάτες
εμείς ζωήν γεμώννουμεν, που την αυκήν τες στράτες…

Ποτττέ μας εν ηξέρουμεν να παραπονηθούμεν
τζι’ ούλλον τον κόσμον όππαλα στους νόμους μας κρατούμεν».

  • Ο Έρωτας στην ποίηση του Λιασίδη: Τον θεωρεί ως το στοιχείο εκείνο που δίνει το «μέτρο» ποιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Πάντοτε όμως στα πλαίσια μιας αυστηρά καθορισμένης παραδοσιακής λατρείας της γυναίκας:

«Την αφάντακτην του κόσμου τζι’ αν μου βάλουν στο πλευρό
εν τη θέλω, ‘ννα φωνάζω μα τον τίμιον σταυρόν.
έμπα νάσιει πλούτη στίβες, τζι’ ομορκιάν για τα φιλιά.
ή μυρίζει πόναν μίλιν τζι’ εν σωστή τρανταφυλλιά,
Εν αξίζει κατ’ εμένα ούτε ήμισον ππαράν
όντας δκιά την μυρωθκιάν της εις τον κάθε μασκαράν.
Εν σ’αλλάσω πέρτικα μου μεν φοάσαι με καμμιάν
εν σου ήβρα τόσα χρόνια που προβάρω, αβανιάν
Ενεσιεις της Αφροδίτης τζιείντα κάλλη τα πολλά
μμά ‘σιεις γνώμην γιον γρουσάφιν τζιαι τιμήν που εν χαλά».
(«Εν σ’ αλλάσσω»)

  • Ο πολιτικος Παύλος Λιασίδης, εκφράζεται πιο έντονα, σε στιγμές κρίσης του Κυπριακού, αλλά και στις παγκόσμιες ανακατατάξεις. Στην κρίση του 1964 οι αναφορές του είναι έντονες και ευθείες κύρια για τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν ένα φιλικό ρόλο για την Κύπρο. Και τονίζει τη διαχρονικότητα του δράματος:

«Αν έσιει νάκρα του γιαλού όπου το ττάκκα ττούκκου
παμόν από τα τζιύμματα τζιαι λείψην που το σκάσμαν
που το τζιαιρόν τους Ενετούς ως τον τζιαιρόν του Τούρκου
Τζι’ ως σήμερον, που τους καμούς, έσιει τζι’ η Τζιύπρος πνάσμαν».

  • Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε τον Παύλο Λιασίδη είναι η σωστή προσφορά της Κυπριακής διαλέκτου. Με λύπη βλέπει τη ζημιά που της κάνουν οι «γραμματιζούμενοι».

Και γράφει:

«Την αληθινήν συντισιάν της γλώσσα μας μεν την γυρεύκετε σωστήν που τους γραμματιζούμενους μας.

Να κουβενγκιάσετε αδρώπους αγράμματους τζιαι τοπακάες για να δείτε τζιαι να θαμμάσετε την αξίαν της. Με τον τρόπον που την ιγράφουν οι γραμματιζούμενοι μας εν απαγγέλλεται σωστά…

Ας πούμεν για την λέξιν τούτην

«Οϊ δεκαδκιές θέλεις μες τα μμάθκια», όπως εν να την ιγράφει ένας γραμματιζούμενος, έσιει καθόλου δύναμιν; Παρά να την πει μονοκατάληκτην. «Οϊ δεκαδκιές – θέλεις μες τα μμάθκια», χωρίς να μπει τόνος εις το θέλεις, πόσον μολοά τον θυμόν του τζιείνου που την λαλεί! («Η Τζιύπρος δίχως πούτρα», σελ. 8).

  • Απόσταγμα λαϊκής θυμοσοφίας ο Λιασίδης, δίνει σπάνια δείγματα «Γνωμικών της σκέψης του»

«Απ’ αγρωνίζει την ζωήν, φιλεύκει με τον Βάκχον»
«Βουττά ξίιν που δικόν σου, παρά μέλιν που τον ξένον»
«Τοίχον γυρτόν, τζι’ άδρωπον βρικτόν, να ποϋρίζεις»
«Που θκιάζεται να φκει ψηλά, ππέφτει περίτου κάτω»
«Δουλειές πολλές απ’ ανοικτούν, οι κλέφτες αναρκώννουν».
«Μούζιν νάσιει το γρουσάφιν, κοντά σε τζιείνον της Αγάπης»
«Μπλέπει περίτου ο στραός, που έναν μεθυσμένον»
«Οι γλυκάες των Πατρίδων, εγεννήσαν τους πολέμους»

  • Ένας γνήσιος λαϊκός ποιητής, όπως ο Λιασίδης, δεν μπορεί να μην «διέλθει» μέσα από τα περίφημα κυπριακά δίστιχα ή τετράστιχα.

Ιδού μερικά δείγματα:

«Απού την δίψαν της ζωής, ο άδρωπος να ζήσει
έπλασεν πίστιν τζιαι θεόν π’ αδύνατον να σβήσει».

«Εν αλακάδκια ξύλενα, τα κκάμπετ που μας δκιούσιν
προδώνουν τζιαιτ’ αντρόυνα, τζια τα μωρά ξυπνούσιν

«Θέλεις να ππέσεις ποιητή στην δόξα τέλεια κάτω;
απάγγελλε σε ρόκολους δέκα γρονών τζιαι κάτω».

«Έννεν ότι πεθυμήσεις, πρόσφυγα μου, που να φάεις,
παρά ότ’ εν να σου φέρουν τζι’ εν να στρώσεις, που ν’ να πάεις»…

Κι ένα χαρακτηριστικό δείγμα τετράστιχου:

«Κολλιώρα των σιελιονιών π’ όπου τζι’ αν θέλουν πάσιν
τζιαι που σιειμώνηες κακούς, μαγκόν φούνται πλάσιν.

–  Τζι’ όμως κουμπάρε Σιακαλλή έχουν τζιαι τζιείνα αείπιν,
που συντυχάνουν να το πουν τζιαι τζιελαδούν με λύπην».

Βέβαια η έμπνευση του ποιητή δεν σταματά μέχρι εδώ. Ο ίδιος ονομάζει τις άλλες

κατηγορίες ποιημάτων του «Φανταστικά», «Σοβαροσατυρικά», «Σατυρικά», «Ρεσπέρικα», «Πατριωτικά», «Εργατικά» και «Διάφορα».

Παράλληλα αποτελούσε ένα βασικό στέλεχος – μόνιμος στιχουργικός τροφοδότης του ΣΥ.ΚΑ.ΛΥ (Συγκρότημα Καλλιτεχνών Λύσης), που έχει σαν βασικό στόχο την καλλιέργεια του λαϊκού μας πολιτισμού. Στο μουσικό δίσκο του ΣΥΚΑΛΥ, «ΟΜΟΡΦΗ ΚΥΠΡΟΣ», απαγγέλλει ο ίδιος ο ποιητής, ενώ ακούγονται τραγούδια του Κωστή Κωστέα σε στίχους Παύλου Λιασίδη. Ο δίσκος αυτός κατέχει μέχρι σήμερα ρεκόρ πωλήσεων στην Κύπρο, έχει δε αποσπάσει χρυσά μετάλλια στο εξωτερικό. Επίσης ο Λιασίδης, έγραψε για λογαριασμό του ΡΙΚ αρκετά κυπριακά σκετς, αποσπώντας διάφορα βραβεία του.

Ο ΛΙΑΣΙΔΗΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ’74…

Ο Π. Λιασίδης, ένας στις χιλιάδες πρόσφυγες, φεύγει από την αγαπημένη του Λύση, για να βρεθεί στη Λάρνακα και στη συνέχεια σε διπλανό της συνοικισμό.

Και τώρα; Η διπλή συνωμοσία και η καταστροφή του 74, συνταράσσει συνειδήσεις ,ανατρέπει παραδοσιακές αντιλήψεις, οδηγεί σε μια βαθύτερη λαϊκή ενδοσκόπηση…

Ποιους νεκρούς θα θρηνήσει ο ποιητής; Κι οι αγνοούμενοι; Η πατρίδα;

Ποιος ξέρει πόσα φοβερά μοιρολόγια δένονταν μέσα του και δεν τολμούσε να τα ξεστομίσει…

Και μέσα στα κυπριακά  βάσανα έρχονται και τα ατομικά (άρρωστος στο Νοσοκομείο Λάρνακας. Έτσι γεννιέται η πρώτη μεταπολεμική ποιητική του συλλογή «Η Σταυρωμένη Τζιύπρος» 1976.

Μέτοχος σε όλες τις κοινωνικές διεργασίες του τόπου, γράφει αναφερόμενος στις διακοινοτικές διαφορές και συγκρούσεις:

«Έννεν μια πελλάρα τούτη, που βλαστά σαν τον αρκάστην;
Αφού ούλλοι π’ όναν γαίμαν επλαστήκαν που τον πλάστην».

Ένα μήνυμα που θέλει να περάσει πέρα από τη γραμμή του Αττίλα, για να δείξει πως οι ανθρώπινες σχέσεις μπορούν ακόμα και στους καιρούς μας να είναι τρόπος συνεννόησης και συναδέλφωσης.Τα δειλινά, καθισμένος στην προσφυγική του παράγκα ταξιδεύει νοερά στη Λύση… στο περιβόλι του… σε μέρη αγαπημένα.

Η νοσταλγία, ο καϋμός της επιστροφής, γεννά δίστιχα σαν και το ακόλουθο:

«Νάταν η Σκάλα μάλιν σου, τζιαι να μου την χαρίσεις
Μάθε το, εν την άλλασσα, μ’ έναν γουμάν της Λύσης».

Στα ίδια πλαίσια κινείται και η τελευταία ποιητική του συλλογή, «Νεκατωμένοι Αέρηδες» (1979). Το Κυπριακό μαρτύριο, ο καυμός της επιστροφής, οι δυο άξονες που κεντρίζουν τη λύρα του Λιασίδη.

Ο ομηρικός «νόστος», ξανάρχεται στο ποίημα «ΟΡΠΙΖΩ»;

«Εν έκοψες ‘ κόμα, γέρο μου, το μούτιν
πρόσφυγας να σβήσεις, κρύφεις πόσσω πάθος;

Εν κάμνω καπούλλιν την ιδέα τούτην,
με λαλώ ποττέ μου όπου γη τζι’ ο τάφος.

Τούντα κόκκαλα μου μετά σιήλια γρόνια,
Τούρτζιε, πιον σαν φύεις, έννα συναχτούσιν,
πάλε να πετήσουν γιόν τα σιηλιόνια
στο νεκροταφείον «Λύση’ να θαφτούσιν»!

Και σε ένα άλλο «ΚΑΜΕ ΘΕΕ ΤΟ ΘΑΜΜΑΝ ΣΟΥ», γράφει:

«Λύση, χωρκόν μου όμορφον που ‘δα το φως του νήλιου
έτσι ‘ εν να μείνω πάντα μου σκλάβος λαλείς τ’ αντήλιου;
Να μεν δω πιον τα κάλλη σου; Σιήλιες ιδέες βάλλω
τζιαι ‘που τον νουν μου τίποτες, ούτ’ ώραν εν σε βκάλλω».

ΕΙΠΑΝ…

Για το ποιητικό έργο του Λιασίδη έχουν γραφτεί πολλά. Ας σταχυολογήσουμε μερικές χαρακτηριστικές εκφράσεις:

– «Ο Λιασίδης είναι τραγουδιστής άφθαστος εις τον κύκλο των ομοίων του…» (Κ.
Καραμάνος).
– «Ο Λιασίδης είναι η ζωντανή ιστορία του νησιού, τα τελευταία 50 χρόνια» (Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ).

–  «Ένας αληθινός θυμόσοφος, ένας άξιος ερμηνευτής των εθίμων και ηθών της πατρίδας του, ένας συνεχιστής της ιστορικής παράδοσης» (Πάνος Ταλιαδώρος).
– «Η φωνή του είναι ατόφια η φωνή του αυτόχθονος λαού…» (Άντης Περνάρης).

– «Υπηρετεί με τους στίχους του το λαό, τραγουδώντας τους καημούς, τους αγώνες και την αγωνία» (Χρυσόστομος Σοφιανός).

–  Είναι μεταξύ των ποιητών που κατέχουν την πρώτην θέσιν εις την ιστορίαν των κυπριακών γραμμάτων…» (Κλεάνθης Γεωργιάδης).

– Πηγές έμπνευσής του δεν είναι ο έρωτας μονάχα, μα η ίδια η ζωή σε όλες τις εκδηλώσεις» (Κ. Γιαγκουλλής).

Σημαντικά τα όσα αναφέρονται από επώνυμους για τον ποιητή. Εκείνο όμως που

ξεπερνά όλα τα όρια των «ομόλογων» του είναι η πλατειά και βαθιά λαϊκή αποδοχή της γραφής του. Σπάνια ποιητής απολαμβάνει σε τέτοια έκταση τόσο ανοικτής και ανυπόκριτης αναγνώρισης. Σε όλα τα επίπεδα δράσης του.

Ίσως το σημείο αυτό να είναι το καθοριστικό για κάθε σχολιασμό του έργου του.

Ο ίδιος ο λαός, εκφραζόμενος στα έργα του ποιητή, έδωσε τη δική του άποψη. Τοποθέτησε τον Παύλο Λιασίδη, στις πιο ψηλές βαθμίδες της αγάπης του.

Ο Π..Λιασίδης «ζωντανή ενότητα» στις σελίδες της ποίησης, δίνει εντυπωσιακά το παρόν του σε όλες τις εκφράσεις της. Κυριότερο γνώρισμα του η ΑΥΘΕΝΤΚΟΤΗΤΑ στη δημιουργία, ο αυθορμητισμός στην έκφραση, η συμμετοχική αντίληψη για το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Ο Παύλος Λιασίδης με τη δικιά του προσωπικότητα σφράγισε την πορεία των Κυπριακών Γραμμάτων.. Ο αιώνας που έζησε ήταν απλά η αφετηρία…

 

Του Λάρκου Λάρκου
Εφημερίδα Τα Νέα, 20-10-1985