Ο τηλεβόας του τρόμου

Ποιο είναι το δημόσιο μυστικό πίσω από την πείσμονα προσπάθεια μιας μερίδας πολιτικών δυνάμεων να παρεμποδιστεί κάθε πρόοδος στο κυπριακο; Θα μπορούσε κάποιος να ανέμενε ότι κάποια πολιτική δύναμη, θα μπορούσε να διαφωνεί με την επιδιωκόμενη λύση και με ευπρέπεια να διατυπώσει σκέψεις και η πλειοψηφία, στο τέλος της ημέρας, θα έχει τον τελικό λόγο. Πώς εξηγείται το τόσο πάθος και ο τόσος φανατισμός;

Στη δική μου κρίση, το όχι σε όλα (όχι στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, όχι στις Συμφωνίες Κορυφής, καμμιά επαφή με τ/κ) ) οδηγεί στη στασιμότητα και η στασιμότητα οδηγεί στην εμπέδωση του σημερινού status quo. Ορισμένες δυνάμεις δεν έχουν το θάρρος να πουν δημόσια αυτό που πραγματικά επιδιώκουν, γιατί έτσι μπορεί να παίζουν σε όλα τα ταμπλό και έτσι να ψαρεύουν στα θολά νερά του μιθριδατισμού. Πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομείται το κρίσιμο ζήτημα. Η επιθετική ρητορεία, η μη ομολογημένη επιδίωξη, υποκαθίστανται από το εξής στρατήγημα: αυτό που θέλουμε αλλά δεν τολμούμε να το παραδεχθούμε, να το φτιάξουμε με τέτοιο τρόπο ώστε οι ίδιοι οι πολίτες, πρακτικά ένα τμήμα τους, να βγαίνει μπροστά λέγοντας «όχι σε όλα». Η περιχαράκωση, η καχυποψία έναντι πάντων οδηγεί στην εσωστρέφεια και αυτή με τη σειρά της στη στασιμότητα και αυτή με τη σειρά της στο λύση «όπως είμαστιν» με την ψήφο μας.

Η υποδούλωση της πολιτικής στην τρομοκρατία του «τηλεβόα», της απραξίας, ή στο επικοινωνιακό παιχνίδι, ή και όλα μαζί, είναι μια επικίνδυνη πρακτική γιατί αφήνει τα πάντα στην ακινησία. Αυτό δεν πρέπει να είναι το μέλλον μας- μια Κύπρος στα δύο. Η σοβαρή πολιτική πρέπει να είναι σε θέση να παίρνει αποφάσεις και στη συνέχεια να θέτει την επικοινωνιακή πολιτική στην υποστήριξη αποφάσεων που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων. Η πολιτική οφείλει να επιλύει προβλήματα, να ιεραρχεί τις προτεραιότητες μιας κοινωνίας και να έχει το θάρρος να συγκρούεται με το σύστημα της ακινησίας ή της κλειστής κοινωνίας, για να υπηρετεί καλύτερα μια μείζονα πολιτική επιδίωξη όπως η επίλυση του κυπριακού ή ενός προβλήματος που διευρύνει την έννοια του δημόσιου συμφέροντος ή την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής η σύγχρονη ιστορική διαδρομή παρέχει σημαντικά παραδείγματα που βεβαιώνουν ότι η κριτική σχέση πολιτικής και επικοινωνίας, πολιτικής χρειάζεται αναδιαμόρφωση. Κορυφαίο ιστορικό παράδειγμα παραμένει η Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Η προηγηθείσα της καταστροφής εκλογική ήττα του Ε. Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 είχε πίσω της ορισμένα χαρακτηριστικά όπως η δημαγωγία των φιλοβασιλικών κομμάτων, η απίστευτη σε έκταση κατασυκοφάντηση των αντιπάλων, η επιθετική δημαγωγία με το σύνθημα «τα παιδιά μας να γυρίσουν πίσω» από το μικρασιατικό μέτωπο. Έτσι, κάτω από το βάρος μιας τυχοδιωκτικής ρητορείας ο Ε. Βενιζέλος έχασε τις εκλογές – ο μόνος πολιτικός που ήταν σε θέση να δώσει έντιμες λύσεις για τη Μ. Ασία πριν την τελική καταστροφή. Το ότι ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε τα αντίθετα από όσα έλεγε προεκλογικά (στρατός μέχρι τηνΆγκυρα!) δείχνει πως αυτή η βασιλική δημαγωγία ήταν η έκφραση της πλήρους ανικανότητάς του να προβλέψει τα στοιχειώδη και αυτά με τη σειρά τους έφεραν την καταστροφή του ελληνισμού της Μ. Ασίας με την ανταλλαγή των πληθυσμών, Λοζάνη, 1923.

Η τότε πολιτική ηγεσία, υπό την πίεση του πολιτικού κόστους, κάτω από τον τρόμο του «μην μας πουν ενδοτικούς», δεν δέχθηκε να συζητήσει τις προτάσεις και να προσπαθήσει για λύσεις πριν την καταστροφή. Στην σημερινή Κύπρο εργαλείο που οδηγεί σε αυτή την κατεύθυνση είναι ο επιτήδειος ανορθολογισμός και η καλλιεργημένη φοβία ώστε ως σύνολο να επενεργούν ως παράγοντες που συμβάλλουν στην ακινησία, ή να καλλιεργούν το φόβο μπροστά στην αλλαγή. Στην ιστορία η πολιτική που οδήγησε στη συρρίκνωση του ελληνισμού πέρασε από διάφορες μορφές-κυρίως ως επακόλουθο μιας στρατιωτικής ήττας.

Η πολιτική της ακινησίας ενδύεται τον μανδύα της ανυποχώρητης στάσης και συχνά συμβάλλει στην υποχώρηση της ορθολογικής σκέψης. Έτσι, θελημένα ή άθελα, υιοθετώντας τις πιο κακές πρακτικές που σφράγισαν περιπέτειες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ορισμένοι εμφανίζουν ως ηρωικη στάση εκείνη που οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση της Κύπρου, επιδιώκεται από μερίδα δυνάμεων, η πολιτική που, εκ του αποτελέσματος, οδηγεί στη συρρίκνωση του κυπριακού ελληνισμού, ώστε «να μείνουμε όπως είμαστε» και αυτή η μακρόσυρτη πορεία να εμφανίζεται ότι υλοποιείται με την ψήφο μας.