Οι αερογραμμές και οι ημικρατικοί

Η συζήτηση για το μέλλον των Κυπριακών Αερογραμμών και η προοπτική συγχώνευσής με τη Eurocypria, επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση το μέλλον των ημικρατικών οργανισμών σε γενικότερα βάση. Το θέμα αφορά τη στρατηγική του κράτους για τους ημικρατικούς οργανισμούς, και, κατά τη γνώμη μου, χωρίζεται σε τρεις ενότητες:

Α Ορισμένοι ημικρατικοί οργανισμοί έκλεισαν τον κύκλο τους με την ένταξή μας στην ΕΕ. Σήμερα χρειάζεται ευθυγράμμιση με τις πρακτικές που ακολουθεί η ΕΕ.

Β Συνεπής στρατηγική εξυγίανσης για τους ζημιογόνους ημικρατικούς οργανισμούς, μείωση των ελλειμμάτων, ώστε να μην ζητούν διαρκώς με λεφτά από τον κύπριο φορολογούμενο. Οι Κυπριακές Αερογραμμές και η Eurocypria, αποτελούν το πιο διάσημο παράδειγμα. Στο ζήτημα αυτό ο οικονομολόγος Γ. Ευσταθίου θεωρεί ότι « η συγχώνευση δεν προσφέρει μακρόπνοη προοπτική επιβίωσης και ανάπτυξης αλλά οδηγεί σε νέα αδιέξοδα σε επόμενο χρονικό στάδιο αφού οι δύο -υπό συγχώνευση εταιρείες- αναμένεται να πραγματοποιήσουν ζημιές που θα υπερβαίνουν τα 60 εκ. ευρώ μέσα στο 2010» και προτείνει όπως «το κράτος ως ο κύριος μέτοχος των ΚΑ να πωλήσει σημαντικό ποσοστό μετοχών σε στρατηγικό επενδυτή, γνώστη του τομέα των αερομεταφορών, ο οποίος θα αναλάβει και το μάνατζμεντ της εταιρείας, έτσι που που να μειώνονται τα ελλείμματα και η εταιρία να καθίσταται μακροπρόθεσμα κερδοφόρα».

Γ Στους κερδοφόρους ημικρατικούς οργανισμούς όπως ΑΗΚ και η CYTΑ χρειάζεται μια άλλη πολιτική που θα μεγαλώσει το παραγόμενο προϊόν τους και θα τους δώσει νέα πλεονεκτήματα στον διεθνή ανταγωνισμό. Μερικές αλλαγές όπως η μερική μετοχοποίηση και ο διορισμός ΔΣ με νέα κριτήρια που να ανταποκρίνονται τα σημερινά αιτήματα θα ενισχύσουν την πορεία των πιο πάνω οργανισμών. Είναι χρήσιμο να δούμε στην ηγεσία αλλά και στα ΔΣ ημικρατικών οργανισμών πανεπιστημιακούς καθηγητές, πρόσωπα με σπουδές και αποδεδειγμένη ειδίκευση και που είναι ικανά να εργαστούν για να δώσουν νέα ώθηση στον τομέα ευθύνης τους. Ασφαλώς τα ΔΣ στους ημικρατικούς οργανισμούς δεν υποκαθιστούν το κράτος: προηγείται η διαμόρφωση από το κράτος ενός στρατηγικόυ πλαισίου μέσα στο οποίο τα ΔΣ θα έχουν την ευθύνη της προωθησης της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αν το κράτος δεν διαμορφώνει στρατηγικές, όπως συχνά συμβαίνει, τότε τα ΔΣ παραμένουν καθηλωμένα στη διαχείριση της καθημερινότητας χωρίς στόχους και μακροπρόθεσμες στρατηγικές και αυτό αποβαίνει εις βάρος της συνολικής αναπτυξιακής προσπάθειας. Η απροθυμία να προταθούν διαρθρωτικές αλλαγές στο χώρο της πραγματικής οικονομίας οδηγεί σε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.