Οι αριθμοί της αποχής και η αυταπάτη

Τελικά βρήκαμε τη λύση; Μάλλον την βρήκαμε, αν κρίνουμε από τους αριθμούς που παρουσιάζει η εφημερίδα «ο Φιλελεύθερος» την 1η Ιουνίου. Οι αριθμοί λένε τα πιο κάτω:

«Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης δεν θεωρεί πλέον ότι η χώρα μας έχει ωφεληθεί από την ένταξή μας στην Ε.Ε. Το 2006, μετά τον πρώτο ενθουσιασμό από την ένταξη, που έγινε ως γνωστό την Πρωτομαγιά του 2004 , αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Διαφαίνεται μια αύξηση της αρνητικής προσέγγισης. Η θέση πως η ένταξή μας στην Ε.Ε. έχει ζημιώσει πολύ (9%) και έχει ζημιώσει λίγο(13%), που καταγραφόταν το 2006, το 2014 ανεβαίνει στο 29% και 17% αντίστοιχα, εκφράζοντας μια στροφή της κυπριακής κοινωνίας. Το 2014, σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες (46%) θεωρούν ότι η Κύπρος έχει ζημιώσει λίγο ή πολύ από την ένταξή της στην Ε.Ε. Αυτή η αρνητική τάση είχε διαμορφωθεί ήδη από το 2012 με 38% να θεωρούν ότι η Κύπρος έχει ζημιώσει. Πριν το 2010 τα αντίστοιχα ποσοστά ουδέποτε ξεπέρασαν το 30%. Η χρονιά σταθμός, το 2010, ήταν και η απαρχή της μεγάλης κρίσης».

Ένα πολύ ενδιαφέρον αριθμητικό στοιχείο συνδέει αριθμούς και Ευρωεκλογές. Έτσι «αυτοί που ψήφισαν στις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής τοποθετούνται ως εξής: Έχει ζημιώσει πολύ η Κύπρος από την ένταξη 27%, έχει ζημιώσει λίγο 18%, έχει ωφεληθεί πολύ 16% και έχει ωφεληθεί λίγο 38%. Όσοι δεν ψήφισαν τοποθετούνται ως εξής: Δεν έχουμε ωφεληθεί καθόλου, δηλαδή έχουμε ζημιώσει πολύ 32%, έχουμε ωφεληθεί λίγο, έχουμε ζημιώσει λίγο 17%. Έχουμε ωφεληθεί πολύ 12%, έχουμε ωφεληθεί λίγο 37%».

Είναι μάλλον άχαρο να μπει κανείς σε μια συζήτηση για να ερμηνεύσει τους αριθμούς. Θεωρώ ότι ο καθηγητής Γ. Παγουλάτος δίνει μια ουσιαστική «απάντηση» σε διάφορες πλευρές του κοινωνικού φάσματος: «Κανείς δεν μπορεί μόνος του. Ούτε καν η Γερμανία, που εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου θα ήταν απλώς μια μεσαία δύναμη σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό ανερχόμενων γιγάντων. Η ψευδαίσθηση της εθνικής κυριαρχίας, για τους οικονομικά ισχυρούς, είναι μια απατηλή ρητορεία. Για τους αδύναμους, είναι καθαρή ανοησία. Οσοι ελπίζουν να αφαιρέσουν αρμοδιότητες από την Ε.Ε. νομίζοντας ότι έτσι ενισχύουν την εθνική τους κυριαρχία, δεν κάνουν άλλο από το να γκρεμίζουν τους τοίχους του κοινού Ευρωπαϊκού Σπιτιού που μας προστατεύει από τις θύελλες της παγκοσμιοποίησης.

Οι εθνικιστές του Βορρά σφυροκοπούν τις ρυθμίσεις των Βρυξελλών, που τάχα εμποδίζουν τη βιομηχανία τους να αναπτυχθεί, αλλά οι χώρες τους οφείλουν το μεγαλύτερο όγκο εξαγωγών τους στην ενιαία αγορά. Οι ευρωσκεπτικιστές της αριστεράς στον Νότο διεκδικούν τα πάντα από την Ε.Ε. (διαγραφή χρέους, ευρωομόλογο, περισσότερα κονδύλια, σχέδιο Μάρσαλ) χωρίς όμως να δεσμεύονται σε τίποτα απέναντί της. Θέλουν δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, ή (όπως το σύνθημα της ευρωφοβικής συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ που επικράτησε) «καμιά θυσία για το ευρώ». Προφανώς καμία Ευρώπη αλληλεγγύης δεν οικοδομείται στην απουσία εθνικής ευθύνης, και καμία αμοιβαιοποίηση χρέους δεν νοείται χωρίς εγγυήσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η έξοδος στην ανάπτυξη και την απασχόληση περνάει από στενότερη οικονομική ενοποίηση και ισχυρότερα ευρωπαϊκά εργαλεία. Θα απαιτήσει βέβαια εθνικές μεταρρυθμίσεις, αναπτυξιακή στροφή της Ε.Ε., και επεκτατικότερη πολιτική της ΕΚΤ. Το σύνθημα του Ματέο Ρέντσι, που με 40% στις ευρωεκλογές έσωσε την τιμή της προοδευτικής Ευρώπης στην Ιταλία, συνοψίζει τη δραματικότητα της πρόκλησης: «Οποιος θέλει να σώσει την Ευρώπη πρέπει να αλλάξει την Ευρώπη».

Όσοι παίζουν κρυφτούλι για να κρύψουν δικές τους ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση της κυπριακής οικονομίας, συνήθως μένουν στην καταγγελία. Αν αντιλαμβάνονταν την κεντρική διάσταση των πραγμάτων θα μπορούσαν να προσέξουν την έννοια της αυταπάτης ως «εναλλακτικής λύσης» όπως την διατυπώνει ο Γ. Παγουλάτος στον ίδιο άρθρο: «η λύση της επιστροφής στα εθνικά νομίσματα δεν υπάρχει, θα ήταν συλλογικά καταστροφική. Και θα οδηγούσε επίσης ξανά στον φαύλο κύκλο των ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, της νομισματικής αστάθειας, και τελικά της διάλυσης της Ευρώπης» (περιοδικό, «Μεταρρύθμιση», 1 Ιουνίου 2014).