Οι εγγυήσεις χωρίς Σανταλάρη…

Σε ρεπορτάζ στην τ/κ εφημερίδα «Κίπρις» στις 26 Ιανουρίου 2016 αναφέρεται ότι «βρέθηκαν τα οστά 86 προσώπων κατά τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στο μέρος όπου είναι το μνημείο των μαζικών ταφών τουρκοκυπρίων στα χωριά Μαράθα και Σανταλάρη στα κατεχόμενα. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Κίπρις», που επικαλείται πληροφορίες από το γραφείο του τ/κ μέλους της ΔΕΑ, αυτή την στιγμή οι ομάδες της ΔΕΑ διενεργούν εκσκαφές σε επτά τοποθεσίες στα κατεχόμενα και μία, στην Αθαλάσσα, στις ελεύθερες περιοχές. Στην κατεχόμενη Μια Μηλιά υπάρχουν πληροφορίες για τα οστά ενός Ε/κ και στο Δίκωμο για τα λείψανα τριών Ε/κ. Στο δρόμο από το Βουνό στο Δίκωμο, αναφέρεται, όπου παλαιότερα είχαν εντοπιστεί τα οστά ενός Ε/κ ανευρέθηκαν και άλλα οστά και οι εργασίες συνεχίζονται. Στην Αθαλάσσα εκσκαφές γίνονται κατόπιν πληροφοριών που αφορούν τρεις τ/κ» (ΚΥΠΕ, 26/1).

Σε ένα άλλο ρεπορτάζ, το οποίο συμπληρώνει το προηγούμενο ο Νέστορας Νέστορος, εκπρόσωπος της ε/κ πλευράς στη Διερευνητική Επιτροπή για του Αγνούμενους (ΔΕΑ) δηλώνει τα εξής: «αυτή τη στιγμή στον επίσημο κατάλογο των αγνοουμένων περιλαμβάνονται 1,508 ε/κ, από τους οποίους οι 43 χάθηκαν την περίοδο ’63-’64 και 493 Τ/κ, από αυτούς οι 229 αγνοούνται από την περίοδο ’63-’67 και οι υπόλοιποι το 1974. Από αυτούς τους 264 Τ/Κ που αγνοούνται από την περίοδο της εισβολής οι 126 χάθηκαν στην περιοχή Αλόα-Μαράθα-Σανταλάρι» (ΚΥΠΕ-10 Μαρτίου 2015).

Το θέμα αυτό παραμένει στην κορυφή της αναζήτησης μιας διαφορετικής Κύπρου. Πόνος, μνήμες, δύσκολα, αναπάντητα γιατί. Η ορθολογική διαχείρηση τέτοιων θεμάτων βελτιώνει ουσιωδώς τις προϋποθέσεις για την αλλαγή και την πρόοδο. Σε τρία επίπεδα:

Α. Η γνώση, η εξήγηση αυτών των φαινομένων από τους κύπριους πολίτες. Είναι μεγάλης σημασίας υπόθεση οι πολίτες να αντιλαμβάνονται, χωρίς παραποιήσεις, την πραγματική εξέλιξη του κυπριακού και των διακοινοτικών σχέσεων ανεξάρτητα από σκοπιμότητες ή συγκαλύψεις.Το ότι η ε/κ κοινή γνώμη αγνοεί τα στοιχεία του μαζικού εγκλήματος στο Σανταλάρι, δείχνει ότι για δεκαετίες η πολιτική ηγεσία απέκρυβε την αλήθεια για να υπηρετήσει το κυρίαρχο ε/κ αφήγημα ότι «κάναμε τα πάντα ωραία, για όλα φταίνε οι άλλοι». Η παρεξήγηση οφείλεται στην άγνοια βασικών κανόνων της εξέλιξης των κοινωνιών: δεν υφίσταται ε/κ συλλογική ενοχή στα εγκληματα αυτά, οι ακροδεξιοί που έκαναν τη μαζική σφαγή, δεν ταυτίζονται με τη συλλογική ενότητα των ε/κ. Ωστόσο, ακριβώς για αυτό, η ε/κ κοινωνία έχει ευθύνη να κατανοήσει, να καταδικάσει και να λύσει με έναν διαφανή τρόπο ένα ζήτημα που έρχεται από το παρελθόν. Στην εξέλιξη του κυπριακού κανένας συμψηφισμός δεν υφίσταται, και κανένας συμψηφισμός δεν δικαιολογεί την κορυφαία πράξη της εξέλιξής του, την τουρκική εισβολή. Γι’ αυτό η ε/κ κοινωνία έχει τη δική της ευθύνη να ερμηνεύσει κάθε φάση του κυπριακού κατά τρόπο που να δείχνει ότι η ανάγνωση διαθέτει ανοικτά μάτια για το μέλλον.

Β. Οι συζητήσεις για την επίλυση του κυπριακού διαθέτουν δύσκολες πτυχές, όπως το ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων και της δημιουργίας ενός νέου περιβάλλοντος ασφαλείας σε μια επανενωμένη Κύπρο. Γνωρίζουμε ότι η τ/κ πλευρά με δηλώσεις Μ. Ακιντζί, ενώ αποδέχεται ότι το σύστημα του 1960 χρειάζεται αναθεώρηση, και ενώ δηλώνει ότι λαμβάνει υπόψη της τις ευασθησίες των ε/κ, επιδιώκει σε ένα βαθμό την διασφάλιση μιας ειδικής ρύθμισης με συμμετοχή της Τουρκίας. Τρεις λόγοι εξηγούν τη θέση αυτή: πρώτο, οι αριθμοί που παραθέτει ο Ν. Νέστορος και οι μαρτυρίες στο Σανταλάρι. Δευτερο, η μακρόχρονη καλλιέργεια από την εξουσία του Ρ. Ντενκτάς κλίματος συνεχούς αμφιβολίας για τις διαθέσεις των ε/κ. Τρίτο, η αδυναμία της ε/κ ηγεσίας να αναδείξει με συνέπεια και τεκμηρίωση το γεγονός ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ την 1η Μαίου διαμορφώνει ένα νέο, σοβαρό πλαίσιο ασφαλείας, το οποίο, σε συνδυασμό με την τουρκική υποψηφιότητα για μελλοντική ένταξη στην ΕΕ, προσφέρει μια διαφορετική ανάγνωση του ζητήματος. Με την ένταξη στην ΕΕ, το σύστημα του ’60, εντάχθηκε σε ένα διαφορετικό, ανώτερο, υπερεθνικό σύστημα λειτουργίας, το οποίο έθεσε την παλαιά κατάσταση πραγμάτων σε ένα ξεπερασμένο από την ευρωπαϊκή πρακτική «υποσύστημα».

Γ. Οι διακοινοτικές συνομιλίες συνιστούν ένα δρόμο, είναι αυταπόδεικτα αναγκαίος. Ωστόσο, άλλα, δευτερεύοντα στοιχεία χρειάζεται να τις συνοδεύουν ως υποστηρικτικό «υλικό». Για παράδειγμα, η δικοινοτική συνεργασία, οι κομματικές και συντεχνιακές επαφές, οι κοινές εκδηλώσεις, η επικοινωνία οικοδομούν σταδιακά στοιχεία εμπιστοσύνης. Εάν είχαμε σκεφθεί το θέμα έγκαιρα και στην πλήρη διάστασή του, και εάν είχαμε υλοποιησει ένα τέτοιο, εκτεταμένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων, σήμερα η συζήτηση για το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σε καλύτερο περιβάλλον. Περισσότερη επικοινωνία, επαφές, αύξηση του βαθμού εμπιστοσύνης, ισούται με λιγότερα βαρίδια στο παζλ για το ζήτημα της ασφάλειας, μικρότερος βαθμός δυσκολίας στην επεξεργασία πιθανών λύσεων σήμερα στο τραπέζι των συνομιλιών.