Οι Γερμανοί ανοίγουν τον ασκό…

Το ψήφισμα που υιοθέτησε  με συντριπτική πλειοψηφία η γερμανική βουλή στις 24 Μαίου

αποτελεί ένα πολύ αρνητικό  μήνυμα για το πώς τοποθετείται σήμερα το κυπριακό στο νέο διεθνές περιβάλλον. Εν ολίγοις το ψήφισμα με τον τίτλο ”Πρόοδος για την Κύπρο – Ενα καθήκον για τη γερμανική προεδρία”  ζητά  από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας να «άρει τον αποκλεισμό του Κοινοβουλίου, της Διοίκησης, των Οργανισμών και των εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» στην κατεχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχή  της Κύπρου (στο κείμενο χρησιμοποιείται η ορολογία «Βορράς») με τελικό στόχο    να καταστεί δυνατή η απευθείας συνεργασία μεταξύ ΕΕ και των κατεχομένων.

Στο ίδιο ψήφισμα καλείται η Τουρκία να προχωρήσει σε σταδιακή αποχώρηση του στρατού της από το «Βορρά» και να εφαρμόσει το πρόσθετο Πρωτόκολλο για την τελωνειακή σύνδεση, να ανοίξει δηλαδή λιμάνια και αεροδρόμια για κυπριακά σκάφη και αεροπλάνα.

Είναι άξιο ειδικού σχολιασμού το ότι όλες οι ενέργειες που έγιναν από την Κύπρο για να διαφοροποιηθεί το ψήφισμα ουδέν απέδωσαν, αν δεν επιδείνωσαν τα πράγματα οι εκ καθήκοντος παραστάσεις του πρέσβη Λεωνίδα Μαρκίδη. Ο τελευταίος  με επιστολή του με ημερομηνία 18 Μαίου  προειδοποίησε ότι ”μία ενδεχόμενη υιοθέτηση της πρότασης ψηφίσματος με την παρούσα μορφή, δεν θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητική για την περαιτέρω ανάπτυξη των εξαιρετικών σε όλα τα επίπεδα γερμανοκυπριακών σχέσεων”.

Ο αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γκύντερ Γκλόζερ διαπίστωσε την”επί της ουσίας σύμπτωση απόψεων” μεταξύ των θέσεων της γερμανικής κυβέρνησης και των κεντρικών τοποθετήσεων που περιλαμβάνονται στο ψήφισμα.

Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα ο πρόεδρος Τ. Παπαδόπουλος είδε ότι «το σημαντικό είναι ότι το ψήφισμα που ενέκρινε το γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο δεν είναι δεσμευτικό για τη γερμανική κυβέρνηση». Ο ΥΠΕΞ Γ. Λιλλήκας δήλωσε ότι «αντί να αυτομαστιγωνόμαστε, θα έπρεπε να συσπειρωθούμε και να διαπιστώσουμε πού βρίσκεται το πρόβλημα».
Το ερώτημα κατά τον Γ. Λιλλήκα  είναι γιατί τα κυπριακά κόμματα δεν κατάφεραν να πείσουν τα «αδελφά κόμματα αυτών των (γερμανικών) κομμάτων» και τα καλεί σε αυτοκριτική «γιατί δεν έπεισαν».

 Είναι προφανές ότι εάν κανείς δεν θέλει να δει τα προφανή,  θα καταλήξει σε λάθος ερμηνείες και σύντομα θα επαναλάβει το ίδιο λάθος. Είναι στοιχειώδες το συμπέρασμα ότι όλα έγιναν με την έγκριση της γερμανικής  κυβέρνησης. Συνεπώς είναι αβάσιμη η κρίση του προέδρου Παπαδόπουλου γιατί  είναι η κινητοποίηση της γερμανικής κυβέρνησης που έφερε αυτό το αποτέλεσμα, γι’ αυτό και η δημόσια ικανοποίηση του υφυπουργού εξωτερικών Γ. Γκλόζερ. Σωστά ο Γ. Λιλλήκας ζητά να συσπειρωθούμε και να διαπιστώσουμε πού βρίσκεται το πρόβλημα. Αλλά ποιοι να συσπειρωθούν και ποιοι να διαπιστώσουν; Σίγουρα η κυβέρνηση, ασφαλώς το Εθνικό Συμβούλιο, απολύτως το ΥΠΕΞ. Συνεπώς αυτό δεν αφορά δημόσιες εκκλήσεις γύρω από το αυτονόητο αλλά υλοποίηση του αυτονόητου.

Η πλήρης ανάγνωση του ψηφίσματος παραπέμπει σε εξελίξεις που υιοθετούν την ανάπτυξη ενός καθεστώτος τύπου «Ταϊβάν» στην κατεχόμενη Κύπρο. Άρα είναι χρήσιμο, αν όχι και επείγον,  να διαπιστωθεί συλλογικά και με κάθε ακρίβεια στη Λευκωσία το πού βρίσκεται σήμερα το κυπριακό στο διεθνές και κυρίως στο ευρωπαϊκό πεδίο. Αυτό για να έχει επιτυχία χρειάζεται σωστή και πολύπλευρη πληροφόρηση, αντικειμενική ανάλυση των δεδομένων, εκτιμήσεις που να είναι απαλλαγμένες από προσωπική ή κομματική ιδιοτέλεια, και ασφαλώς αποφάσεις που να εντάσσουν το κυπριακό πάνω στην ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα.

Μια τέτοια εξέλιξη είναι μάλλον απίθανο να συμβεί γιατί χρειάζεται κανείς να προσέλθει σε μια τέτοια συζήτηση με ανοικτό πνεύμα και καθαρή στρατηγική. Αυτά τα δύο στοιχεία απουσιάζουν από την πολιτική της κυπριακής κυβέρνησης, συνεπώς είναι πιο πιθανό να συνεχίσει να πιστεύει ότι είναι «άψογη» σε όλα ακόμα και όταν όλα γύρω της ανατρέπονται όπως το ψήφισμα της γερμανικής βουλής βεβαιώνει..