Οι συντεχνίες και η αλλαγή

 Ο όρος είναι εντυπωσιακός. Αρέσει και χρησιμοποιείται σαν κανόνας. Συντεχνία και συντεχνιακός, το όνομα και η ιδιότητά του. Στην κυπριακή περίπτωση η ανάπτυξη του συντεχνιακού φαινομένου παρουσιάζεται  με ένα αδιατάρακτο πάθος για την ορθότητα της γραμμής του. Αυτό γινόταν για δεκαετίες, αυτό γίνεται τώρα, τι άλλο θα μπορούσε να γίνει τελική πρόταση; Ένας ορισμός του συντεχνιακού φαινομένου είναι εξαρχής απαραίτητος. Εδώ ερμηνεύεται σαν τρόπος οργάνωσης κοινωνικών ομάδων που κύρια επιδίωξη έχουν την προώθηση των πιο στενών και μικροεπαγγελματικών στόχων. Σταθερός τους τρόπος η απόκτηση ορισμένων προνομίων, η προβολή αιτημάτων για «ειδικές» ρυθμίσεις.

            Η Ένωση Φωτογράφων διαμαρτύρεται γιατί τις σκηνές γάμων φωτογραφίζουν και συγγενείς των νεονύμφων. Οι πιλότοι μπορεί να εκβιάσουν το κράτος  με πιο αποτελεσματικό τρόπο, παρά μια απεργία με χιλιάδες μέλη. Οι υπάλληλοι των Κυπριακών Αερογραμμών (και του τουρισμού γενικότερα) δικαιούνται ορισμένων προνομίων όπως λ. χ. δωρεάν εισιτήρια. Ο τρόπος λειτουργίας της συντεχνίας, υπαλλήλων του ΡΙΚ έχει έντονα τα χαρακτηριστικά μιας οργάνωσης κλειστού τύπου. Κυνηγά προνόμια, ενώ ελάχιστες προσπάθειες ή απεργίες δένονται με την ποιότητα των προγραμμάτων ή με τις εξωτερικές παραγωγές, ή ακόμα πιο ρεαλιστικό με τις δυνατότητες συμμετοχής κοινωνικών ομάδων στο ρόλο, τη φιλοσοφία, την αναβάθμισή του. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος ρυθμίσεων και παραχωρήσεων που δεν έχουν να κάνουν, ούτε με την ανάπτυξη, ούτε με τον συνδικαλισμό που οδηγεί στην πρόοδο και την αλλαγή.

Ο τρόπος άνθησης του συντεχνιακού φαινομένου έχει ιστορικές καταβολές. Ο επί αγγλοκρατίας μηχανισμός ανάπτυξης των συντεχνιών. Ο παραδοσιακός χαρακτήρας της Κυπριακής οικονομίας. Οι συνθήκες μετάβασης από την αγροτική στην αστική κοινωνία μέσα σε συνθήκες εθνικών κρίσεων ή ανθρώπινης ανασφάλειας. Η απουσία προτάσεων ανανέωσης του για δεκαετίες ίδιου πολιτικού μας λόγου. Οι πιο πάνω παράγοντες επιχειρούν να εξηγήσουν, ως ένα βαθμό, τη δημιουργία συνδικαλιστικής ακινησίας, σχολών σκέψης που δεν τους αρέσουν οι αλλαγές, που γενικά νοιώθουν  άνετα με το χτες και τη συνήθεια. Δεν πρέπει επίσης να περνά απαρατήρητο πως η κυπριακή κοινωνία δεν αναλύεται σύμφωνα με ευρωπαϊκές συνταγές. Για παράδειγμα άλλα κοινωνικά στρώματα και τάξεις εκφράζει η Θάτσερ, άλλα κοινωνικά δεδομένα το Εργατικό Κόμμα. Η ταξική διαστρωμάτωση στις Ευρωπαϊκές χώρες καλύπτει ένα πλήθος παραγόντων που δεν έχουν μεγάλη σχέση με τα κυπριακά πράγματα. Εδώ, σε μεγάλο βαθμό, η κοινωνική βάση των τεσσάρων κομμάτων είναι παραπλήσια (αγρότες, μικρομεσαίοι, εργατοϋπάλληλοι). Πλην εξαιρέσεων, τα συμφέροντα που παίζονται και στα τέσσερα κόμματα όταν υπάρχει λ. χ. μια απεργία, είναι, γενικά όμοια. Όλοι σχεδόν οι απεργοί έχουν σχέσεις με τα κόμματα, πιέζουν ομοίως, έχοντας τον ίδιο στόχο: να πείσουν το κόμμα τους πως έχουν πλήρες δίκαιο. Τα κόμματα με τη σειρά τους, συνήθως υπακούουν στη θέληση της πελατείας τους, βλέπουν το κόστος αν εναντιωθούν σε μια απεργία και γενικά ελπίζουν σε κέρδη αν πάνε μαζί με τους απεργούς. Πιέζεται κατά συνέπεια το κράτος να δώσει λύσεις, χωρίς να αναλύονται οι δυνατότητες της οικονομίας, και οι αναλύονται οι δυνατότητες της οικονομίας, και οι αλυσιδωτές επιπτώσεις σε άλλους εργαζομένους. Οι κομματικοί πελάτες έχουν πάντα δίκαιο, αφού από αυτές παίρνουν ζωή και ψήφους τα κόμματα. Κύριο χαρακτηριστικό του συντεχνιακού φαινομένου μένει η πολυδιάσπαση, ο κατακερματισμός των φιλοδοξιών του, ο ασταμάτητος πόλεμος χαρακωμάτων ανάμεσα στις πολλές όψεις του.

            Κατά συνέπεια το συνδικαλιστικό αγαθό γίνεται αγώνας δρόμου για απόκτηση προνομίων της μιας ομάδας εργαζομένων εις βάρος της άλλης, του οξύτατου ανταγωνισμού ανάμεσα τους για το πόσα και ποια πρέπει να αποκτήσει ή να ενισχύσει τα ήδη υπάρχοντα. Η φοβερή άποψη για τα «κεκτημένα» ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων αν γίνει σκέψη για κάποια μεταβολή τους. Ωστόσο το συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί να αποκτήσει άποψη για τον κόσμο και την ανάπτυξη. Θέσεις για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Τον ταξικό ανταγωνισμό. Την ιεράρχηση των αιτημάτων του ώστε να αλλάξει η ουσία της θέσης του με το να έχει διεκδικητικό λόγο στα μεγάλα ζητήματα του τόπου. Πιο ειδικά.

            Η αποκέντρωση της εξουσίας. Τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Η αυτονομία των συνδικάτων από τα κόμματα. Η ενιαία οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Η σύνδεση συνδικαλισμού και εθνικού ζητήματος. Το ζήτημα της παραγωγικότητας. Προτάσεις για κατάργηση της ιεραρχίας  που βασίζεται στα χρόνια υπηρεσίας  και τα οικογενειακά γνωρίσματα. Επιλογές και πρόοδος των εργαζομένων σύμφωνα με τα ποιοτικά και αξιολογικά κριτήρια της απόδοσής τους. Απομάκρυνση από τις λογικές που βλέπουν μόνο το σημερινό και το ευκαιριακό. Αγώνας για συμμετοχή στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Προσπάθειες για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Ανάπτυξη του αισθήματος αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους. Χάραξη ενός ευρύτερου πλαισίου πορείας, μέσα στο οποίο να υπάρχει μακροπρόθεσμος στόχος. Να αλλάξει δηλαδή η θέση των ανθρώπων της παραγωγής και της εργασίας γενικότερα, ώστε να λάβουν περισσότερο μέρος στη χαρά της ζωής, στην ατομική και συλλογική απελευθέρωση, στο διαρκή αγώνα για πιο καλές ανθρώπινες σχέσεις. Το δικαίωμα στην ευτυχία περνά μέσα από τη συμμετοχή στα κοινά και στις εξελίξεις.

Ένας ακόμα τρόπος του συντεχνιακού φαινομένου εκδηλώνεται μέσα από τις τριβές ανάμεσα σε ομοειδείς περιπτώσεις. Το δείγμα λ.χ. των συγκρούσεων ανάμεσα σε οργανώσεις ανέργων πτυχιούχων πανεπιστημίου με ήδη διορισμένος στο δημόσιο, ανάμεσα σε δασκάλες και νηπιαγωγούς και οι δυο μαζί εναντίον των πτυχιούχων φιλολογίας που διορίζονται δάσκαλοι, δείχνει μια νοοτροπία αντιπαραθέσεων, ένα χωρίς αρχές και ιδεολογία κύκλο συγκρούσεων με μόνο κριτήριο το «όχι εσείς, αλλά εμείς». Καμιά συμμαχία, ελάχιστος διάλογος, περιστασιακή ιεράρχηση συμμάχων και αντιπάλων. Αυτό το κλίμα των χωρίς αρχές αντιπαραθέσεων οδηγεί συχνά μέρος των πολιτών στην αδράνεια και την απογοήτευση. Κατά συνέπεια δεν είναι περίεργο που ασκούν συνδικαλισμό οι «εκλεκτοί» και οι ελάχιστοι εν ονόματι των εργαζομένων. Το ζήτημα της ανανέωσης του συνδικαλιστικού ήθους ακουμπά και το θέμα των κομμάτων εμμίσθων που κακοποιούν καθημερινά την έννοια της συμμετοχής των εργαζομένων και που εμποδίζουν τη μαζικοποίηση των συνδικάτων.          Αντί αυτών έχουμε ένα σώμα εμμίσθων από κόμματα ή μια κρατική ιεραρχία που θέλει να κηδεμονεύει ακόμα και την πιο μικρή λεπτομέρεια της παραγωγής και της διοίκησης. Τι σημαίνει αυτό; Πού έχει οδηγηθεί το συνδικαλιστικό αγαθό; Το συντεχνιακό φαινόμενο, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, εκφράζει το είδος και την ποιότητα της παιδείας μας, των αντιλήψεων που η κοινωνία παράγει. Αυτός ο συντεχνιασμός πρέπει να αμφισβητηθεί δημιουργικά. Ο κύριος ρόλος για τις προσπάθειες αλλαγής του υπάρχει στα κόμματα, στις πνευματικές δυνάμεις, στους εκσυγχρονιστές του συνδικαλιστικού αγώνα. Βασικός όρος για τις αλλαγές αυτές είναι να οικοδομηθεί η αντίληψη το συλλογικού σαν του μέσου και για την ατομική ευτυχία. Επίσης τα κόμματα μπορούν να καθοδηγήσουν προς καινούργιες εξελίξεις, να γίνουν «παιδαγωγοί» μιας άλλης κοινωνικής ηθικής, να μην υποκύπτουν όλα σε κάθε απεργιακό αίτημα, να πάρουν πρωτοβουλίες για έναν, ποιοτικά ανώτερο, συνδικαλιστικό λόγο. Αν αφεθούν τα πράγματα στη τύχη ή στη συνήθεια, τότε ο φαύλος κύκλος του συντεχνιασμού  δεν θα έχει τέλος. Ο νάρκισσος του συντεχνιακού φαινομένου θα είναι ένα σταθερό εμπόδιο για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας. Ωστόσο, ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός, παραμένουν τα πρώτα αιτήματα για το ανανεωμένο συνδικαλιστικό κίνημα…

Εφημερίδα, Ο ΚΗΡΥΚΑΣ, 1990