Ούτε ένα μεγάλο πρόβλημα!

Το διαφαινόμενο αδιέξοδο στο κυπριακό, θέτει επί τάπητος το απλό ερώτημα. Γιατί δεν μπορέσαμε να αλλάξουμε το ρου των πραγμάτων; Η συνήθης απάντηση είναι γνωστή. Γιατί όμως δεν λύσαμε άλλα μεγάλα προβλήματα; Αν το κυπριακό ήταν και παραμένει περίπλοκο, γιατί δεν έχουμε λύσει εδώ και χρόνια την υπόθεση με το ΓΕΣΥ; Ποια μεγάλα προβλήματα δεν λύσαμε και τα οποία οδήγησαν στην κατάρρευση της οικονομίας το 2013; Η παιδεία παραμένει «δίγλωσση»-σκίζει στις βαθμολογίες εντός, πάτος εκτός. Το κράτος θέλει μεταρρυθμίσεις. Ποιος και πότε δοκίμασε κάτι εδώ και δεκαετίες; Ο ημιδημόσιος τομέας παραμένει αγκυλωμένος στα πρότυπα άλλης εποχής. Ποιος και πότε δοκίμασε μια εκσυγχρονιστική τομή;

Εκτιμώ ότι αυτή η αλληλουχία της αδυναμίας να επιλύσουμε μεγάλα προβλήματα είναι συνυφασμένη με τον τρόπο εξέλιξης του κομματικού μας συστήματος. Για ορισμένους, πολύ σαφείς λόγους:

  1. Το κομματικό σύστημα ήταν και παραμένει στρατευμένο στην επίλυση προσωπικών ή συντεχνιακών αιτημάτων που προσπορίζουν ορισμένα κομματικά οφέλη-ψήφους, επιρροή, αύξηση πελατείας. Αυτός ο τρόπος δείχνει κατά κανόνα πρόσκαιρες «επιτυχίες» και μακροπρόθεσμες αποτυχίες. Προσθέτω στο πιο πάνω την, κατά κανόνα, μικρή επιρροή μεταρρυθμιστικών δυνάμεων σε διάφορα κόμματα, ή την ήττα τους σε εκλογικές αναμετρήσεις προς όφελος των πολιτικών της πλειοδοσίας σε συνθήματα και εύκολες υποσχέσεις.
  2. Η μεγάλη απήχηση που έχει αυτός ο τρόπος άσκησης πολιτικής στους πολίτες. Παράδειγμα: είναι αμφίβολο αν η πλειοψηφία των κυπρίων έχει κατανοήσει γιατί χρεοκοπήσαμε, ή γιατί η τρόικα εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία. Στους περισσότερους κυριαρχεί η πίστη ότι «καλά τα πηγαίναμε, άλλα αυτοί οι ευρωπαίοι δεν ήθελαν την πρόοδό μας». Πολύ απλά αυτά δεν έχουν βάση καθώς η Επιτροπή προειδοποίησε τη Λευκωσία αρκετές φορές. Το κομματικό σύστημα κώφευε γιατί το ίδιο ήταν ο δημιουργός του προβλήματος. Δεν μπορούσε, κυρίως γιατί δεν ήθελε να αλλάξει τη φύση του.
  3. Τι μένει λοιπόν; Να πείσουμε ότι η «μικρή Κύπρος» έπεσε θύμα των μεγάλων, αγωνίστηκε με υπέρτερες δυνάμεις και υπήρξε θύμα συνομωσίας. ¶ρα, να πείσουμε την κοινή γνώμη ότι μας εξανάγκασαν, ότι άσκησαν αφόρητες πιέσεις και ότι πέσαμε ηρωικώς μαχόμενοι. Τίποτε για δικές μας ευθύνες, τίποτα για αδυναμία παρακολούθησης των διεθνών εξελίξεων, τίποτε για πρόβλεψη, προγραμματισμό και συνέπεια στην εφαρμογή μιας πολιτικής σταθεροποίησης σε συνθήκες κρίσης.
  4. Η συμμετοχή στην ΕΕ για ιστορικούς λόγους δεν κατακτήθηκε (στον σκληρό της πυρήνα) από τη Λευκωσία και το κυπριακό πολιτικό προσωπικό. Δεν προέκυψε από τις γνώσεις, τις προσπάθειες και τις ικανότητες του να συνδυάζει σύνθετα προβλήματα και να προετοιμάζει συμβιβαστικές λύσεις, όπως απαιτεί η συμμετοχή σε έναν πολυεθνικό οργανισμό, όπως η ΕΕ. Έτσι η αναγκαία προσαρμογή δεν έγινε, σημειώνω τις μικρές εξαιρέσεις, μη ικανές, ωστόσο, να αλλάξουν την κεντρική φορά των πραγμάτων.
  5. Το κράτος παλαιότερα μπορούσε να διανέμει λάφυρα, αποσπασματικά, πρόχειρα, όπως τύχει. Σημερα δεν μπορεί, όχι γιατί επιδιώκουμε μια διαφορετική αναπτυξιακή πολιτική, αλλά εξαιτίας περιορισμών που θέτουν οι δανειστές. Ωστόσο, το κράτος έχει κρίσιμης σημασίας ρόλο: να επεξεργαστεί και να διαμορφώσει αναπτυξιακές και μεταρρυμιστικές πολιτικές που θα το καθιστούν  «ατμομηχανή» ανάπτυξης και όχι δίκτυο πελατειακών διευθετήσεων.

Οι πέντε παράγοντες εκτιμώ ότι συνέβαλαν στη   δημιουργία μιας κουλτούρας που προτιμά το εύκολο, το πρόσκαιρο και το συντεχνιακό-ατομικό. Γι’ αυτό κάθε μεγάλη συλλογική προσπάθεια για να αλλάξει κάτι μεγάλο στο συλλογικό επίπεδο έχει αποτύχει.

Για δεκαετίες ένα σύστημα εκπαιδευμένο στην πολιτική που μπαλώνει και δεν λύνει, που θέλει αστόχευτες παροχές αλλά δεν ενδιαφέρεται να αυξήσει τον κύκλο του παραγόμενου προϊόντος, που κατανέμει με ευκολία αλλά δεν προγραμματίζει για ένα δικαιότερο αύριο, που παριστάνει τον φίλο του αδικημένου, αλλά στην πράξη προωθεί τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί σε αδιέξοδα και στην κυπριακή περίπτωση η κατάρρευση ήταν θέμα χρόνου από τη στιγμή που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση.

Είναι, συνεπώς «φυσιολογικό» το γιατί είμαστε η μόνη χώρα στην ΕΕ που δεν διαθέτει ΓΕΣΥ γιατί δεν εκπαιδευτήκαμε στις συμβιβαστικές συμπεριφορές, καθώς οι συντεχνίες υπονομεύουν κάθε προσπάθεια για έναν λειτουργικό συμβιβασμό που να οδηγεί στη δημιουργία του ΓΕΣΥ. Πρώτα το συντεχνιακό καλό και μετά το γενικό, άρα αδυναμία να φτάσουμε σε μια κατάσταση πραγμάτων που να διαφοροποιεί ποιοτικά την συντεχνική ανάγνωση των πραγμάτων.

Το ίδιο και στο κυπριακό: τα τεράστια συμφέροντα που δημιούργησε η εισβολή (υπεραξία γης, κεκτημένα από τις αγορές και πωλήσεις ακινήτων, λεηλασία των τ/κ περιουσιών) ντύθηκαν το μανδύα της ανυποχώρητης στάσης στο κυπριακό και παρεμπόδισαν εξελίξεις. Η ιδιοτέλεια γίνεται ανένδοτη μάχη με την κατοχική δύναμη, πρακτικά για διατήρηση των κεκτημένων, ιδιαίτερα, της εμπορικής αξίας της ακίνητης περιουσίας στις επαρχίες που είναι κάτω από τη διοίκηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Έτσι το περίφημο κυπριακό θαύμα ως μάχη για την επιβίωση στα χρόνια αμέσως μετά την εισβολή, εξελίχηκε σε σύστημα μιας εκτεταμένης μάχης για συντήρηση μιας κατάστασης πραγμάτων που έκρυβε με πολλή επιμέλεια τη διαπλοκή, τη διαφθορά και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου. Μια ματιά στις έρευνες, στις δίκες και στα προσωπα πίσω από αυτά θα δει κανείς μια εκτεταμένη διάθεση για συμβιβασμό με τη διαπλοκή, μια διάθεση συμβιβασμού με τη μιζέρια που έγινε το καμάρι μας-«σαν την Κύπρο έν εσιη».

Δεν λύσαμε κανένα μεγάλο πρόβλημα. Λύσαμε όμως τις απορίες μας γιατί μένουμε μισοί.

Λάρκος Λάρκου