Πάλι με χρόνια;

Η συζήτηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 7 Απριλίου 2017 οδήγησε σε τροποποίηση νόμου, ώστε το Υπουργείο Παιδείας, και όχι η Βουλή, να κανονίζουν τα όσα συνδέονται με σχολικές εορτές ή τρόπους εορτασμών μέσα στο σχολικό περιβάλλον.

Με ψήφους 30 έναντι 20 ο νόμος έγινε πράξη και έτσι ψηφίστηκε το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν είναι δουλειά της Βουλής να κανονίζει στοιχειώδεις λειτουργίες στο εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα.

Η Βουλή διόρθωσε ένα σοβαρό λάθος που προηγήθηκε εξαιτίας της ταύτισης κομμάτων όπως το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ με την πρόταση του ΕΛΑΜ (ψήφισε η Βουλή τον τρόπο «εορτασμού» του ενωτικού δημοψηφίσματος στις 15 Ιανουαρίου 1950). Έτσι και με την βοήθεια της αποχής που τήρησε ο ΔΗΣΥ, η Βουλή με μια συγκυριακή πλειοψηφία, επέβαλε με πολιτικούς υπολογισμούς την αλλαγή της ατζέντας με κεντρικό στόχο τον αποσυντονισμό της διαδικασίας στις συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού.

Οι δύο ψηφοφορίες έδειξαν μια σειρά από παθογένειες της πολιτικής μας ζωής, ικανές για κάθε προβλεπτό και απρόβλεπτο σενάριο. Όπως,

Πρώτο, η προχειρότητα με την οποία παίρνουμε αποφάσεις. Έτσι, άλλοι από υπολογισμό και άλλοι χωρίς να σκεφτούν τις επιπτώσεις, οδήγησαν τα πράγματα σε μια χωρίς λόγο και αιτία οπισθοδρόμηση.

Δεύτερο, για κάθε ένα που γνωρίζει στοιχειωδώς την ιστορία του κυπριακού, ήταν ολοφάνερο ότι ένα μεγάλο μέρος της τ/κ κοινότητας θα αντιδρούσε, γεγονός που θα είχε επιπτώσεις και στις συνομιλίες.

Τρίτο, η τ/κ ηγεσία αντέδρασε με τρόπο υπερβολικά ακατανόητο, αυτό, ωστόσο, δεν δικαιολογεί κανένα να μην μπορεί να ξεχωρίσει τις προθέσεις του ΕΛΑΜ και να μην μπορεί να προβλέψει τις συνέπειες μετά από μια τέτοια απόφαση.

Τέταρτο, η δημόσια ατζέντα, η δημόσια συζήτηση, από τη μια ψηφοφορία στην άλλη, κατακτήθηκε από τη συμμαχία των δυνάμεων της ακινησίας. Ταύτισαν τη διόρθωση ενός λάθους με την «υποταγή» στη θέληση της Τουρκίας και στη δημιουργία μιας ψευδούς εικόνας στη βάση ενός πολιτικά ανορθολογικού τρόπου εξήγησης των πραγμάτων.

Πέμπτο, το ψευδές δίλημμα (διορθώνω, άρα ταυτίζομαι με τον εχθρό, δεν διορθώνω, και διαλύω με ηρωικό τρόπο τις συνομιλίες), έτυχε μαζικής κατανάλωσης και πέρασε ως τεχνητή εικόνα σε μεγάλη μερίδα της ε/κ κοινής γνώμης.

Έκτο, η ρητορεία του μίσους, οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί έχουν ως στόχο την παρεμπόδιση της ελεύθερης σκέψης με στόχο να περάσει η πολιτική της υποταγής στη συνθηματολογία. Αυτό είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για κάθε κοινωνία, ιδιαίτερα την κυπριακή. Γι’ αυτό τα πολιτικά ρεύματα που κινούνται στη σφαίρα του ορθολογισμού, έχουν έναν επιπρόσθετο λόγο να μιλήσουν πιο καθαρά. Η μόνη γλώσσα που παρεμποδίζει την επιρροή των επιθέτων είναι μόνο η γλώσσα των επιχειρημάτων, του ρεαλισμού και της αλήθειας.

Έβδομο, κυριάρχησε η λέξη «αξιοπρέπεια», δεν διορθώνω ένα λάθος, μένω «αξιοπρεπής», νιώθω υπερήφανος που συμβάλλω στις μη συνομιλίες! Ας μιλήσουμε καθαρά επί αυτού. Τι σημαίνει αξιοπρέπεια στην πολιτική μας ζωή; Στη δική μου κρίση, μπορεί πράγματι, να νιώθω αξιοπρέπεια εάν κάνω την πατρίδα μου καλύτερη, όταν συμβάλλω στην επίλυση των προβλημάτων της.  Δεν μπορεί να νοιώθω «αξιοπρέπεια» όταν με τον κομματισμό, το ρουσφέτι, τη διακυβέρνηση στην τύχη, αφήνω πίσω μου μια μικρότερη και πιο αδύναμη Κύπρο!

Όγδοο, κυριάρχησε και η λέξη «υπερηφάνεια». Θέλω να υποστηρίξω ότι μπορεί κάποιος να νιώθει περήφανος, εάν μια προσπάθεια βελτιώνει τους όρους λειτουργίας της κοινωνικής μας οργάνωσης, και όχι όταν την αξιοποιώ για μικροκομματικές διευθετήσεις για να γεμίσω το κράτος με κομματικόυς πελάτες! Νιώθω περήφανος εάν προσπαθώ να δυναμώσω το διεθνές εκτόπισμα της πατρίδας μου, να εκσυγχρονίσω τη δημόσια διοίκηση, να προωθήσω μέτρα για την κοινωνική δικαιοσύνη, να προωθήσω πολιτικές για την μεταρρύθμιση της παιδείας μας, να υιοθετήσω μέτρα για τη διαφάνεια στο δημόσιο βίο, και όχι να κάθομαι στη γωνιά καταγγέλλλοντας από συνήθεια!

Ένατο, ασφαλώς να μιλήσουμε για την «υπερηφάνεια», αλλά να μιλήσουμε και για την πολιτική που νομίζει ότι η αδράνεια είναι αρκετή για να αλλάξουμε το πεπρωμένο μας! Λοιπόν, η πολιτική της αδράνειας, της απουσίας κάθε επικοινωνίας με την τ/κ κοινότητα, της απουσίας κάθε επαφής με το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, είναι αυτή που αφήνει την Κύπρο στο περιθώριο και στην αδυναμία να επηρεάσει το εξωτερικό της περιβάλλον.

Δέκατο, με την αδράνεια βήμα- βήμα οδηγούμαστε στο δρόμο που οδηγεί στη λαμπρή απομόνωση. Έτσι οδηγούμαστε στο δρόμο της παραίτησης, εν μέσω μιας ηχηρής διακήρυξης για «καλύτερους συσχετισμούς» στο απροσδιόριστο μέλλον, μια διακήρυξη πολύ κοντά στις πολιτικά κατασκευασμένες δοξασίες που έρχονται από το παρελθόν: «πάλι με χρόνια…».

Λάρκος Λάρκου