Ποιες Στρατηγικές για το Κυπριακό;

Παλαιότερα αλλά και τώρα τίθεται προς συζήτηση η άποψη για «διαμόρφωση νέας στρατηγικής στο κυπριακό», ή για «επανατοποθέτηση» με πρόταξη της φύσης του κυπριακού ως προβλήματος εισβολής/κατοχής. Απόψεις συζητούνται στο Εθνικό Συμβούλιο και ταυτόχρονα τίθενται στη δημόσια συζήτηση. Η αναζήτησης μιας διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων έχει διαφορετικές διαστάσεις, κίνητρα και χαρακτηριστικά:

Α. Μια τάση θεωρεί ότι η «επανατοποθέτηση» συνιστά την καλύτερη συνταγή για αλλαγή πολιτικής γιατί έτσι θα τεθεί η Τουρκία στο εδώλιο του κατηγορουμένου, με εξαγγελία μιας διεθνούς εκστρατείας για καταγγελία της τουρκικής συμπεριφοράς. Δεν είναι βέβαιο αν αυτή η άποψη λαμβάνει υπόψη της τον διεθνή παράγοντα, ή αν έχει βγάλει κάποια συμπεράσματα από προηγούμενες ανάλογες εκστρατείες, ή αν αγνοεί ότι ο διεθνής παράγων διαθέτει πολλές πρεσβείες στη Λευκωσία και γνωρίζει τις εξελίξεις. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής στην πράξη σημαίνει περιχαράκωση, στασιμότητα, μακρόσυρτη πορεία στο χρόνο, ενίσχυση επί του εδάφους των τετελεσμένων της εισβολής εν μέσω καταγγελιών κατά της Τουρκίας.

Β. Μια άλλη άποψη τοποθετεί ψηλά στη ρητορική της την ιδέα για απαγκίστρωση από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, κάνει λόγο για «τολμηρή» πολιτική που συνίσταται στην αγνόηση των κειμένων που έχει αποδεχθεί στο παρελθόν η ε/κ πλευρά όπως οι Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ. Αναξάρτητα από τη ρητορική της, αυτή η άποψη στην πράξη υποστηρίζει τον πλήρη διαχωρισμό και τα «δύο κράτη» δίπλα δίπλα με αντάλλαγμα, ίσως την επιστροφή της Αμμόχωστου. Η τάση αυτή συχνά παίζει με τους εσωτερικούς συσχετισμούς στην Τουρκία για να δικαιολογήσει τον τακτικισμό της, και παραβλέπει τον αποφασιστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ΕΕ στις διαδικασίες επίλυσης. Η εφαρμογή στην πράξη αυτής της τάσης σημαίνει συρρίκνωση του κυπριακού ελληνισμού εν ονόματι ενός ακαθόριστου ραντεβού με τον «Μαρμαρωμένο Βασιλιά». H ιδέα αυτή προωθείται δια της τεθλασμένης καθώς δεν είναι εύκολο να παραπλανείς την κοινή γνώμη με σπονδές στο «ενιαίο» κράτος και να εννοείς «δύο».

Γ. Η εφικτή πολιτική σήμερα η οποία μπορεί να αλλάξει τη στασιμότητα είναι η επιδίωξη λύσης στηριγμένης στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, ομοσπονδιακή λύση, με ένα κράτος, μια διεθνή προσωπικότητα, μια ιθαγένεια. Γιατί αυτή η εφικτή πολιτική δεν έχει αποδώσει μέχρι τώρα το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα; Η απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα βρίσκεται στην αγνόηση των βασικών παραμέτρων της μόνης πολιτικής που νίκησε μετά το 1974. Δηλαδή στην προώθηση της πολιτικής που οδηγεί σε αλλαγή του πλαισίου της λύσης, με κοινή πρωτοβουλία ΟΗΕ-ΕΕ, με την αξιοποίηση της ΕΕ σε κρίσιμες όψεις της διαδικασίας επίλυσης-εγγυήσεις, ασφάλεια, ανασυγκρότηση, κοινό νόμισμα, ανάπτυξη (ανάλυση στο e-book «Η ΕΕ καταλύτης της λύσης στο κυπριακό», 2007, ιστοσελίδα www.larkoslarkou.org.cy).

Έρευνα της κοινής γνώμης στα πλαίσια του προγράμματος «Κύπρος 2015: Έρευνα και Διάλογος για ένα Βιώσιμο Μέλλον» με δείγμα, 800 ε/κ και 800 τ/κ, αποκαλύπτει το μυστικό για την επιτυχία. Οι ε/κ με ποσοστό 88% και οι τ/κ με ποσοστό 62% υποστηρίζουν το διορισμό αντιπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συνομιλίες. Σημαντικός θετικός παράγοντας για την επίλυση η επιθυμία να εισέλθει η Κύπρος σε μια «νέα εποχή μακροπρόθεσμης βιώσιμης ειρήνης» (98% ε/κ, 73% τ/κ), όπως και το «να καταστεί η Κύπρος ένα φυσιολογικό κράτος πλήρως ενταγμένο στην ΕΕ, χωρίς το κυπριακό πρόβλημα να το κρατάει καθηλωμένο» (86% ε/κ, 65% τ/κ).

Η επιτυχία θα προκύψει αν η διαδικασία επίλυσης ενταχθεί στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον. Χρειάζεται πειστικό σχέδιο, γνώση του περιβάλλοντος, αξιοποίηση της κοινοτικής μεθόδου, κατάλληλα πρόσωπα που θα εργαστούν πάνω σε συγκεκριμένες προτάσεις όπως λ.χ. η αναθεώρηση των Συνθηκών Εγγύησης του 1960 με την ΕΕ να σφραγίζει μια σύγχρονη λύση, ή τη συγκρότηση ενός προγράμματος ανοικοδόμησης. Με τη δημιουργία του κατάλληλου πολιτικού περιβάλλοντος η Κύπρος μπορεί «να καταστεί ένα φυσιολογικό κράτος πλήρως ενταγμένο στην ΕΕ, χωρίς το κυπριακό πρόβλημα να το κρατάει καθηλωμένο».