Ποιος πληρώνει το εισιτήριο;

Οι συναντήσεις των ΥΠΕΞ Ελλάδας και Τουρκίας Μπακογιάννη-Μπαμπατζιάν στην Αθήνα (4-5/12/07) απέδωσαν ορισμένα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Ο βασικός τους πυρήνας βρίσκεται στην ενίσχυση της ενδονατοϊκής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες: κοινή χερσαία μονάδα στο πλαίσιο της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ και σύσταση κοινής διακλαδικής δύναμης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για συμμετοχή σε «ειρηνευτικές επιχειρήσεις». Στο ίδιο πολιτικό σκεπτικό προστίθεται και η συμφωνία για «τακτικές συναντήσεις των αρχηγών των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων». Από τη στιγμή που προωθούν την ενδονατοϊκή συνεργασία, εκτιμώ ότι είναι ασθενή ΜΟΕ, γιατί στερούνται μιας αυτόνομης πολιτικής αντίληψης για «ελληνοτουρκικά ΜΟΕ» που να προωθούν ορισμένες προσωρινές λύσεις όπως το Πρωτόκολλο Παπούλια-Γιλμάζ ή συμφωνία για μη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Η Ν. Μπακογιάννη επανέλαβε τη στήριξη της Αθήνας στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, ενώ ο Α. Μπαμπατζιάν έκανε εκτενή αναφορά στις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες δηλώνοντας ότι « ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών πέρσι ξεπέρασε τα δύο δις ευρώ και φέτος αναμένουμε ότι θα φθάσουμε τα τρία δις ευρώ». Σημείωσε δε ότι «οι απ’ ευθείας ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία έχουν φθάσει στα 4.3 εκ ευρώ».

Στη συνάντηση αυτή οριστικοποιήθηκε η ημερομηνία της επίσημης επίσκεψης Καραμανλή στην Τουρκία, αρχές του 2008-η πρώτη επίσημη επίσκεψη έλληνα πρωθυπουργού μετά από 48 χρόνια. Η Ν. Μπακογιάννη δήλωσε στα ΜΜΕ «την ιδιαίτερη σημασία που έχει η επίτευξη δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στο κυπριακό στη βάση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας».

Οι συζητήσεις σε αυτό το επίπεδο και με αυτήν την ημερήσια διάταξη σηματοδοτούν μια αρχή και υπογραμμίζουν ένα τέλος.

Σηματοδοτούν την αρχή για μια σταθερά «απρόσκοπτη» επικοινωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία στο γενικόλογο πλαίσιο που αναφέρει η Ν. Μπακογιάννη («υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας»). Ταυτόχρονα υπογραμμίζουν ένα τέλος: την αποσύνδεση του κυπριακού από αυτή την «απρόσκοπτη» ε/τ επικοινωνία μέσα από τη ασαφή διακήρυξη περί «δίκαιης λύσης».

Η εξέλιξη αυτή υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να απασχολήσει το δημόσιο διάλογο. Σήμερα περνάνε όλα σχεδόν απαρατήρητα, δείγμα γραφής ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από την εποχή που το κυπριακό αποτελούσε τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αναμφίβολα υπάρχει «αυτονομία» θεμάτων και πολιτικής στις ε/τ σχέσεις (ΜΟΕ, οικονομία, υφαλοκρηπίδα, εναέριος χώρος). Αλλά εξίσου αναμφίβολα αυτή η «αυτονομία» στο Αιγαίο διασυνδέεται αλλά και κρίνεται με την τουρκική πολιτική στο κυπριακό και τις προσπάθειες για συνολική λύση. Σήμερα αυτός ο πυρήνας είναι χαλαρός και ουσιαστικά αφαιρεί το κυπριακό από τα προαπαιτούμενα της θέσης «η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας».

Εκτιμώ ότι αυτή η εξέλιξη οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτο, στην επιλογή Κ. Καραμανλή να αποσυνδέσει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας από την επίλυση των ε/τ προβλημάτων με την εγκατάλειψη του Σχεδίου του Ελσίνκι (1999, 2004, 2005), και δεύτερο, με την απουσία θετικού σήματος από τη Λευκωσία σε σχέση με την πολιτική της στο κυπριακό. Έτσι οι δύοι αυτοί λόγοι έχουν ανατρέψει τη θέση των προηγουμένων ελληνικών κυβερνήσεων που συμπυκνωνόταν στη θέση ότι «η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας περνάει από την Πράσινη Γραμμή».

Η Τουρκία έχει στο χέρι ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο. Είναι ακατανόητο αυτό το εισιτήριο να εξελίσσεται σε κάρτα απεριορίστου διαδρομής. Κάποιοι πληρώνουν το εισιτήριο και κάποιοι ταξιδεύουν με αυτό. Το ερώτημα σήμερα είναι: Εισιτήριο χωρίς όρους; Χωρίς προϋποθέσεις; Χωρίς χρονοδιαγράμματα;