Πρωτοβουλία Κοπεγχάγη

Οι επόμενοι μήνες έως το Δεκέμβριο δημιουργούν μια δυναμική συγκυρία στο δίπτυχο «λύση – ένταξη». Είναι η κορύφωση μιας μεγάλης προσπάθειας για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον πραγματικής ασφάλειας, συμφιλίωσης και συνεργασίας στην Κύπρο.

 

Με επίγνωση στις σοβαρές δυσκολίες για λύση του Κυπριακού, εξ αιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας, οι υπογράφοντες το παρόν κείμενο υποστηρίζουμε την ανάληψη πρωτοβουλιών που στόχο έχουν να δώσουν εγκαίρως διεξόδους και να διαμορφώσουν τις αποφάσεις που θα ληφθούν στην Κοπεγχάγη το Δεκέμβριο, κατά τρόπο που να εξυπηρετεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την Κύπρο και τα ευρύτερα εθνικά συμφέροντα.

 

Θεωρούμε ότι η πολιτική των διασυνδέσεων που ακολουθήθηκε από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια, με πιο ξεχωριστή στιγμή, την απόφαση του Ελσίνκι το 1999, έχει δικαιωθεί γιατί έδωσε σαφή προοπτική για την Κύπρο και το λαό της, άνοιξε δρόμους για τους συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους και επέδρασε βαθιά πάνω στην Τουρκία. Το Ελσίνκι σηματοδότησε το τέλος της αντιφατικής πολιτικής των εντάσεων (πχ S300) γιατί υπήρξε συστηματικός σχεδιασμός στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, έγιναν ορθή αξιολόγηση της συγκυρίας (αναγόρευση Τουρκίας σε υποψήφια για ένταξη) και κινήσεις και πρωτοβουλίες με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Γιάννο Κρανιδιώτη όσο βρισκόταν στη ζωή, που απέφεραν αδιαμφισβήτητα κέρδη για την Κύπρο. Σε αυτά τα κέρδη βασίζουν σχεδόν όλες οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις, όλα όσα έχουν να πουν και να προβάλουν στην εξωτερική μας πολιτική.

 

Σε τρεις μήνες, κατά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη, θα εγκαινιαστεί μια νέα εποχή που θα αναδιατάξει ριζικά το γεωπολιτικό σκηνικό ολόκληρης της περιοχής. Η Ελλάδα και η Κύπρος καλούνται να αναλάβουν λεπτούς χειρισμούς που να υπηρετούν τον στρατηγικό στόχο

–         για την επισφράγιση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και

–         τη συνέχιση των προσπαθειών για λύση.

Στην Κοπεγχάγη απαιτείται η διασφάλιση μιας νέας ισορροπίας στις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας, που να διατηρήσει και να ενισχύσει τους μηχανισμούς προσαρμογής της Άγκυρας στα κριτήρια της Κοπεγχάγης και τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στην Εταιρική Σχέση. Η Τουρκία, μέσα από τα ασφυκτικά διλήμματα για επιλογή μεταξύ της ευρωπαϊκής προοπτικής και της οπισθοδρόμησης, επέλεξε κατ’ αρχήν να πορευθεί προς την ΕΕ.  Μια θετική ανταπόκριση της ΕΕ στην τουρκική προσπάθεια κατά τη σύνοδο της Κοπεγχάγης με τον καθορισμό ενός χρονοδιαγράμματος έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης στην ΕΕ, κάτω από συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, είναι επιβεβλημένη. Ιδίως στην περίπτωση που κατά την εκλογές της 3ης Νοεμβρίου προκύψει μια ικανή τουρκική κυβέρνηση να αναλάβει την εμπέδωση των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων και συμπεριφερθεί με ορθολογισμό και μετριοπάθεια στις διεθνείς υποχρεώσεις της (Κυπριακό, Αιγαίο).

 

Στην Κοπεγχάγη απαιτείται ένας συμβιβασμός που θα επιτρέψει στην Κύπρο, ως πλήρες μέλος της ΕΕ με την πολιτική απόφαση το Δεκέμβριο και την προσχώρηση τον Ιούνιο του 2004 να ανταποκριθεί χωρίς εμπόδια στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Η επίλυση του πολιτικού προβλήματος θα αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διαπραγματεύσεων με μια νέα ενισχυμένη παρέμβαση των ευρωπαϊκών οργάνων σε δύο επίπεδα:

–         τον εποπτικό μηχανισμό της ΕΕ επί της υποψηφιότητας της Τουρκίας, έως ότου αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις ένταξης

–         την ενεργό στήριξη των προσπαθειών του ΟΗΕ για λύση διζωνικής, δικοινοτικής Ομοσπονδίας με βάση τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις αξίες πάνω στις οποίες εδράζεται η ίδια η ΕΕ.

 

Η αξιοποίηση της περιόδου 2002 – 4, που αποτελεί το στόχο της ΕΕ

–         για την υποδοχή νέων μελών

–         και την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών,

προσφέρεται για ολική επανεξέταση της πορείας της Τουρκίας προς την ΕΕ.

Οι υπογράφοντες υποστηρίζουν ότι η Τουρκία θα πρέπει να λάβει ένα συγκεκριμένο και σαφές μήνυμα ότι μπορεί να αρχίσει διαπραγματεύσεις ένταξης μετά το 2004 και να εκμεταλλευτεί το χρονικό διάστημα να ευθυγραμμιστεί πολιτικά και να ανακάμψει οικονομικά.

 

Στοιχείο αδιαπραγμάτευτο είναι, σε περίπτωση μη επίλυσης του Κυπριακού, η προσχώρηση της Κύπρου, νομικά ολόκληρης, με την προσθήκη ενός πρωτοκόλλου που θα ρυθμίζει την αυτόματη επέκταση του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου με την επίλυση του Κυπριακού.

 

Η κυπριακή κυβέρνηση, με την απόφαση της Κοπεγχάγης έχει πολιτική ευθύνη έναντι όλων των πολιτών της, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η πολιτική απόφαση της ένταξης πρέπει με αξιόπιστες πολιτικές να δημιουργήσει συνθήκες που ανατρέπουν τη γραμμή διαχωρισμού. Η εκπόνηση μιας «βόρειας» πολιτικής με πρακτικά μέτρα όπως αρμόζουν στην τουρκοκυπριακή κοινωνία και τους πολίτες είναι αρμοδιότητα της κυπριακής κυβέρνησης και της ΕΕ.