Το Ελσίνκι με <<ΝΕΑ>> μάτια…

Ο ΥΠΕΞ Γ. Λιλλήκας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Χαραυγή» στις 23/12/06 ανέλυσε την πολιτική που ακολούθησε στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ στις 11.12.06. Αυτό είναι μια αναμενόμενη παρέμβαση. Κάθε πολιτική εξέλιξη εκτίθεται σε ανοικτή κριτική και ο Γ. Λιλλήκας υπερασπίζεται τους χειρισμούς που έγιναν από τη δική του πλευρά. Αυτό που προκαλεί απορία είναι η αβασάνιστη διαστρέβλωση των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι (1999). Ο ΥΠΕΞ υποστηρίζει στη «Χ» ότι «η λύση του κυπριακού θα μπορούσε να ήταν υποχρέωση της Τουρκίας για ένταξη αλλά (αυτό) …δεν έγινε στο Ελσίνκι…». Στη συνέχεια ο ΥΠΕΞ υποστηρίζει ότι « η απόφαση του Ελσίνκι με την ουρά της ουσιαστικά αποδέσμευσε την Τουρκία από τη λύση (του κυπριακού)».

Αυτό αποτελεί μια άποψη που δεν βασίζεται ούτε στα πράγματα, ούτε στα κείμενα. Στις 12 Ιουλίου 1999 ο Γ. Κρανιδιώτης σε συνέντευξή του στο Reuters, (Jeremy Gaunt, 12 Ιουλίου 1999 ) διατύπωσε την ελληνική στρατηγική ενόψει της επόμενης Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999 και έθετε τις προϋποθέσεις γύρω από το ερώτημα εάν η Τουρκία μπορούσε να πάρει τον τίτλο του υποψήφιου μέλους: «εάν η Τουρκία αποτύχει να εκπληρώσει τα κριτήρια (επίλυση του κυπριακού, καλύτερες σχέσεις με την Ελλάδα, σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία) και τα μέλη της ΕΕ επιθυμούν να της προσφέρουν κανονική υποψηφιότητα, ενδεχομένως στη Σύνοδο Κορυφής τον προσεχή Δεκέμβριο, τότε η Ελλάδα μπορεί να το αποδεχθεί αυτό κάτω από δύο προϋποθέσεις. Πρώτα οι εγγυήσεις ότι η ένταξη της Κύπρου θα προχωρήσει απρόσκοπτα, χωρίς η λύση στο κυπριακό να είναι προϋπόθεση και δεύτερο δημόσια δήλωση αλληλεγγύης από την ΕΕ στο Αιγαίο».

To Kείμενο Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι αναφέρει ότι «η επίλυση του πολιτικού προβλήματος θα διευκολύνει την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ. Εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς η ανωτέρω να αποτελέσει προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία». Τα κείμενα του Ελσίνκι που κατέγραψαν την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και χωρίς λύση στο κυπριακό ήταν μια πολύ δυνατή βάση για τη συνέχεια. Συνέδεσαν ακόμα πιο συστηματικά τις ευθύνες της Τουρκίας για επίλυση του κυπριακού και αυτό ενσωματώθηκε το Δεκέμβριο του 2000 στην Εταιρική Σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. ως τμήμα των βραχυπρόθεσμων κριτηρίων ως εξής:

«Με βάση τα συμπεράσματα του Ελσίνκι, η Τουρκία υποχρεώνεται να υποστηρίζει σθεναρά τις προσπάθειες του Γ.Γ. του ΟΗΕ για να έχουν αίσια κατάληξη οι διαδικασίες εξεύρεσης λύσης στο κυπριακό».

Συνεπώς τα κείμενα στο Ελσίνκι έδωσαν μια διπλή ώθηση στα κυπριακά συμφέροντα: αφ’ ενός αποσύνδεση της ένταξης από τη λύση και αφ’ ετέρου σαφείς δεσμεύσεις της Τουρκίας για υποστήριξη των πρωτοβουλιών του ΟΗΕ για λύση στο κυπριακό. Το ίδιο κείμενο επανελήφθη στην Εταιρική Σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. του 2003 και στη συνέχεια ενσωματώθηκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβρη του 2003. Ουσιαστικά το κείμενο του Ελσίνκι στο σύνολό του επανελήφθη το Δεκέμβριο του 2002 στη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, δίνοντας έτσι την τελική ώθηση για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

Το κυπριακό ήταν στον πυρήνα των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η πολύπλοκη και δαιδαλώδης αυτή πορεία δεν προέκυψε από κάποια συναίνεση ανάμεσα στις κομματικές δυνάμεις στην Ελλάδα ή την Κύπρο. Αντιθέτως η εφαρμογή της από τον Γ. Κρανιδιώτη προκαλούσε αντιδράσεις, συχνά έντονες κομματικές διαφωνίες ή και επιτήδειες σιωπές- Τελωνειακή Ένωση (1988), Συμφωνία της 6ης Μαρτίου 1995, Ελσίνκι, 1999. Η πορεία αυτή απαιτούσε θαρραλέα σκέψη και πολιτική διορατικότητα.

Σήμερα η προσπάθεια διαστρέβλωσης των κειμένων του 1999 αποτελεί γεγονός άξιον ιδιαίτερου προβληματισμού. Ασφαλώς κάθε κείμενο επιδέχεται κριτικής αλλά η απόσταση ανάμεσα στην κριτική και τη διαστρέβλωση είναι μεγάλη. Ας μου επιτραπεί εδώ, χάριν της τεκμηρίωσης του κειμένου που υπογράφω, να θέσω το ερώτημα: ο Γ. Λιλλήκας είχε κάποιες άλλες ιδέες το 1999; Ήθελε «άλλο Ελσίνικι» και ποίο;

Ο Γ. Λιλλήκας στη «Χ» θέτει το, κατά την κρίση του, ουσιώδες του πράγματος : Το Ελσίνκι δεν δέσμευσε την Τουρκία για λύση. Εάν αυτό πιστεύει ο ΥΠΕΞ τότε πώς εξηγεί ο ίδιος το ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε στις 17 Δεκεμβρίου 2004 ή στις 3 Οκτωβρίου 2005 με την Κυπριακή Δημοκρατία να είναι πλήρες μέλος της ΕΕ και την Τουρκία να θέλει να ανέβει στο τρένο;

Η μια πλευρά της πολιτικής συνδέεται με κείμενα, διακηρύξεις, υπογραφές . Η άλλη πλευρά αφορά το πραγματικό πεδίο άσκησης εξωτερικής πολιτικής που συνδέεται με σχέδια, με αποφάσεις ευθύνης, με πολιτικές αξιολογήσεις που αλλάζουν τους συσχετισμούς δυνάμεων και προωθούν μείζονος σημασίας επιδιώξεις. Η ευρωπαϊκή επιλογή είχε ως βασική επιδίωξη να αντιμετωπίσουμε την τουρκική εισβολή/κατοχή της πατρίδας μας με νέα υλικά, να δουλέψουμε σε νέο «γήπεδο» με το συγκριτικό πλεονέκτημα της ευρωπαίκής πρωτοπορίας της Κύπρου απέναντι στην κατοχική δύναμη.Τα κείμενα του Ελσίνκι ήταν η απάντηση των «15» στις απειλές του τοτε τούρκου ΥΠΕΞ Ι. Τζεμ ( «η Τουρκία θα αντιδράσει χωρίς όρια εάν η Κύπρος ενταχθεί στην ΕΕ») και μια πλήρης αμφισβήτηση της πολιτικής Ντενκτάς («το κυπριακό λύθηκε το 1974») .

Η Τουρκία βλέπει ότι σημαντικοί γεωπολιτικοί σχεδιασμοί «τύπου Ετσεβίτ» ακυρώνονται. Το σχέδιο της Άγκυρας («κατέχω στρατιωτικά το 37% του κυπριακού εδάφους και ταυτόχρονα μπορώ να εμποδίζω την ένταξη στην ΕΕ» ) αποτυγχάνει με τη σφραγίδα του 1999. Τα κείμενα του Ελσίνκι ήταν μια αποφασιστικής σημασίας ήττα της τουρκικής διπλωματίας. Εκτιμώ επίσης ότι τα κείμενα αυτά συνέβαλαν σε αυτό που ονομάζω «μερική αυτονόμηση» των τ/κ από τη γραμμή της Άγκυρας. Πολλοί τ/κ πολιτικοί πίστευαν ότι η Τουρκία με τις απειλές της θα σταματήσει την ενταξιακή πορεία της Κύπρου

( όπως οι πύραυλοι S300, από την Κύπρο στην Κρήτη). Είχαν επενδύσει σε λάθος ανάλυση. Ύστερα ακολούθησαν οι διαδηλώσεις των τ/κ και η ήττα των Ντενκτάς.

Κανένα κείμενο δεν μπορεί να κριθεί αποσπασματικά ή σε κενό πολιτικής. Χρειάζεται το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κριθεί γιατί λειτουργεί μέσα σε ένα ορισμένο πλέγμα συμφερόντων ή συσχετισμού δυνάμεων. Ωστόσο κάποια κείμενα μπορεί να είναι με έργα ένα «παράδειγμα» για αξιοποίηση ( Ελσίνκι, 1999) και κάποια είναι ένα «παράδειγμα» προς αποφυγή ( 3 Οκτωβρίου 2005).