Το Κυπριακό, η υφαλοκρηπίδα, και τα 12 μίλια…
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποκτούν για μια ακόμα φορά θέση στην πρώτη σελίδα των συζητήσεων. Οι συναντήσεις στη Μάλτα ανάμεσα στον Γ. Παπανδρέου και τον Ο. Οϊμέν άνοιξαν ένα μικρό παράθυρο στο διάλογο. Ο σχηματισμός μιας Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που εν τέλει θα υποβάλει σκέψεις ή θέσεις στη δική της Κυβέρνηση, χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα, θεωρείται ένα καλό πρώτο βήμα για να υπάρχει «επικοινωνιακή πολιτική» ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα.
Στην Αθήνα τόσο ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, όσο και η τρόικα του ΥΠΕΞ (Πάγκαλος, Παπανδρέου, Κρανιδιώτης) συμφωνούν σε μια νέα πολιτική προσέγγισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η ανάλυση του Χρ. Ροζάκη (ΑΓΩΝ, 2/4) είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί εισάγει στην προβληματική του υιοθετεί και ο Κ. Σημίτης:
«Μας ευνοεί η επικοινωνία με την Άγκυρα…». Γι’ αυτό ο Χρ. Ροζάκης συμπληρώνει: «Κάθε μέτρο απομάκρυνσης της στρατιωτικής εμπλοκής, ευνοεί εκείνον που ενδιαφέρεται για ειρηνική λύση, όχι εκείνον που ερεθίζει για να πετύχει τη χρήση βίας, είτε ως διαπραγματευτικό όπλο, είτε με τον απώτερο στόχο να πραγματώσει τροποποίηση του status quo με ένοπλα τετελεσμένα. Μια ορθή επιλογή προσωρινών μέτρων – που από τη φύση τους αίρονται, αν χρειαστεί – που δεν προδιαγράφουν και δεν προκρίνουν οριστικές λύσεις, ευνοεί τους στόχους μας και τα συμφέροντα μας…».
Η Αθήνα, θεωρεί ότι μια επικοινωνιακή σύνδεση με την Άγκυρα δημιουργεί καλύτερη ατμόσφαιρα, ενισχύει τα διεθνή της ερείσματα, δυσκολεύει επιθετικούς χειρισμούς της γείτονος και είναι μια ελληνική απάντηση, με ειδικούς χειρισμούς, στη στάση της διεθνούς κοινότητας και τη γενική ουδετερότητα της στα Ε/Τ ζητήματα. Επ’ αυτών των πρωτοβουλιών της Αθήνας, τίθενται ορισμένες ενστάσεις, οι οποίες αξίζουν ενός ειδικότερου σχολιασμού. Πώς θα γίνεται αυτή η εξομάλυνση δια της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, αφού η κατοχή της Κύπρου διαρκεί; Ορισμένοι πολιτικοί αρχηγοί στην Κύπρο πιστεύουν στο αντίθετο: Πρώτα λύση, ή έστω πρόοδος στο Κυπριακό και μετά διάλογος στα Ε/Τ. Ίσως να πρόκειται για τη θεωρία ανάμεσα την κότα (Κύπρο) και το αυγό (Αιγαίο), γιατί μια ορθολογιστική ανάλυση των στόχων της Άγκυρας, οδηγεί σε στέρεα συμπεράσματα.
Η Τουρκία, μέσω Κύπρου, όπου από το 1974, αισθάνεται ότι έχει εκπληρώσει de facto πάγιους γεωπολιτικούς της στόχους, εκβιάζει για να επιτύχει κάποια ανταλλάγματα στο Αιγαίο. Κατά το παρελθόν, υπήρξαν κάποιες ευκαιρίες για ουσιώδη πρόοδο στο Κυπριακό, οι οποίες στο σύνολο τους ακυρώθηκαν από τους τούρκους στρατηγούς. Η αιτία είναι πλήρως εξηγήσιμη: Η Άγκυρα αισθάνεται ότι έχοντας το απάνω χέρι στην Κύπρο δια του Αττίλα, μπορεί να ασκήσει σοβαρές στρατιωτικές πιέσεις στο Αιγαίο όπου η ισορροπία δυνάμεων είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητική για τα ελληνικά συμφέροντα. Άρα η Άγκυρα χρησιμοποιεί το ισοζύγιο δυνάμεων στην Κύπρο, ως την αχίλλειο πτέρνα του Ελληνισμού για να φέρει σε πρώτη θέση στο Αιγαίο αιτήματα από την πίσω πόρτα των σκέψεών της. Αυτό το στοιχείο οφείλουμε να έχουμε σταθερά υπόψη μας όταν αναλύουμε πτυχές του Κυπριακού και την πραγματική σύνδεσή τους με τα Αιγαιακά ζητήματα.
Επί της ουσίας το συμπέρασμα είναι προδήλως ευνόητο: πρόοδος ουσιώδης στο Κυπριακό, ή πολύ περισσότερο λύση στο ζήτημα, μπορεί να υπάρξει, εάν πριν, ή εκ παραλλήλου, αναπτυχθεί ένα κλίμα επικοινωνίας στο στενό επίπεδο των Ε/Τ σχέσεων και με ειδικότερες προσεγγίσεις σε δύο καίριας σημασίας πτυχές τους όπως είναι η υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και το ζήτημα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων από 6 σε 12 μίλια.
Ο Χρήστος Ροζάκης στην κατακλείδα της ίδιας συνέντευξης του, ενσωματώνει τη διαλεκτική της σύνδεσης Κύπρου – Αιγαίου κατά τρόπο ιδιαίτερα εντυπωσιακό: «Πάντως, και αυτό είναι σημαντικό, η απομάκρυνση από το ενδεχόμενο μιας αιφνίδιας ανάφλεξης, μέσα από τις δραστηριότητες που παρατηρούνται, και η χαλάρωση της ρητορικής είναι ήδη μια θετική εξέλιξη. Η ελπίδα, τώρα, είναι ότι μπορεί να επιτευχθεί ένα σύνθετο αποτέλεσμα, που μπορεί να συνδυάσει μια βελτίωση της επικοινωνίας των δύο μερών (Ελλάδας – Τουρκίας) με μια παράλληλη έναρξη διακοινοτικού διαλόγου στο Κυπριακό. Και που η πρόοδος του ενός θα βοηθήσει και την πρόοδο του άλλου…».
Η τελευταία παρατήρηση του Χρ. Ροζάκη είναι κλειδί για τη συνέχεια. Η «παράλληλη πολιτική» σε Κύπρο – Αιγαίο είναι υπόθεση που δεν μπορεί να ακυρωθεί από τη Λευκωσία, και πολύ περισσότερο δεν είναι αποκλειστικό ζήτημα της Λευκωσίας. Έτσι, η εποχιακή ένταση, ή ορισμένες καχυποψίες στη Λευκωσία έχουν μερικώς ξεπεραστεί επειδή αυτό επιβάλλει το εθνικό συμφέρον. Μια «παράλληλη» διαδικασία για να έχει θετικό αποτέλεσμα προϋποθέτει τρεις αυτονόητους όρους. Να υπάρχουν ισχυρές κυβερνήσεις σε Κύπρο, Ελλάδα, Τουρκία. Να υπάρχει αντιπολίτευση που να μην πέφτει συχνά στον εύκολο δρόμο της δημαγωγίας. Να υπάρχει η θέληση από Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες για αποφασιστικές παρεμβάσεις προς την πλευρά της Τουρκίας.
Είναι πασιφανές ότι οι τρεις αυτοί όροι δεν πληρούνται στο ακέραιο- στο πρώτο ουσιώδες κεφάλαιό τους. Στην Τουρκία η κυβερνητική αστάθεια είναι στο απώγειό της, όλα είναι ρευστά, γι’ αυτό πολλά θα μείνουν σε βήματα σημειωτόν μέχρι να ξεκαθαριστεί το ομιχλώδες τοπίο στην Άγκυρα. Και ενόψει αυτών των εξελίξεων, ο Μ. Γιλμάζ έσπευσε να δηλώσει ότι η Τ. Τσιλέρ «ξεπουλάει το Αιγαίο» επειδή δέχθηκε το σχηματισμό της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Στη σφαίρα της τουρκικής περίπτωσης, ακούγεται η άποψη ότι όλα μπορεί να τα κάνουν οι στρατηγοί. Αυτό δεν αποδίδει πλήρως τα πράγματα επειδή οι στρατηγοί σχεδιάζουν ή καθοδηγούν, αλλά δεν βάζουν και υπογραφές…
Εφημερίδα, Ο Αγών, 1996