Το σύνδρομο της Ζυρίχης

Στο χώρο της πολιτιστικής δημιουργίας στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή μπορεί να συναντήσει κανείς εξαίρετα δείγματα γραφής, ιδιαίτερα στο χώρο της μουσικής και της ποίησης. Η ποσότητα είναι μεγάλη αλλά η ποιότητα ακόμα μεγαλύτερη- όπως λ.χ. οι εξαίσιες μουσικές πάνω σε ποίηση είτε στην κυπριακή διάλεκτο είτε στη δημοτική. Πολύ γνωστά τραγούδια, ύμνοι που αναφέρονται στην Αμμόχωστο ή στην Κερύνεια, μύθοι που επιβιώνουν μέσα από την παραδοση, ακριτικά τραγούδια που επιμένουν να δίνουν προστιθέμενη αξία στην νέα πολιτιστική δημιουργία της νήσου. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι αυτή η πολιτιστική ανάπτυξη προέρχεται από μια βαθειά ενδοσκόπηση, δείχνει πόσοι μετέτρεψαν τον ανθρώπινο πόνο του 1974 σε σπουδαία έργα λυρισμού με μεγάλη αναγνωρισιμότητα στην κοινή γνώμη. Η λογοτεχνική παραγωγή στάθηκε πολύ δυνατός δέκτης των διανοητικών διεργασιών που δημιούργησε στην ε/κ κοινωνία η τουρκική εισβολή, η οποία μέσα από το στίχο ανέπτυξε ένα δυνατό πλέγμα αντίδρασης στην εξωτερική απειλή. Ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια «στροφή» στο παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι ή στη μελέτη της κυπριακής διαλέκτου γεγονός που ανεβάζει ψηλότερα το δείκτη επιρροής της, ενώ με τη βοήθεια τηλεοπτικών παραγωγών η στροφή αυτή συναντά υψηλό δείκτη τηλεθέασης. Τα μεγάλα έργα δείχνουν ότι η Κύπρος ζει σε ρυθμούς εσωτερικής αναζήτησης κάτι που- συγκριτικά και τηρουμένων των αναλογιών -ομοιάζει με το εύρος και την ένταση της λογοτεχνικής παραγωγής στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.

Καθώς παρατηρείται αυτη η θεαματική πολιτιστική μεγέθυνση, ταυτόχρονα συντελείται η ανάποδη στροφή στην χώρο της πολιτικής δράσης. Ενώ η πολιτιστική δράση διευρύνεται, την ίδια περίοδο η πολιτική δράση οδηγείται στην αντίθετη διαδρομή με αποτέλεσμα η Κύπρος να οδηγείται από περιθώριο σε περιθώριο. Μια εντυπωσιακή αντίφαση, που προκαλεί απορίες ως προς τους λόγους που οδηγούν σε αυτήν. Δύσκολο να διατυπωθεί μια καθαρή «ερμηνεία» στο ερώτημα καθώς είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα. Βέβαιον είναι πως για δεκαετίες βασάνιζε την πολιτική ελίτ στη Λευκωσία το «Σύνδρομο της Ζυρίχης». Δηλαδή η αντίληψη ότι ένας συμβιβασμός που δεν ικανοποιεί κάποια μέγιστη επιδίωξη, συνιστά ένα ανυπόφορο «τραύμα» που κανείς δεν θα ήθελε να κουβαλήσει μόνος του, συνεπώς κάποιος θα διερωτηθεί «γιατί να το σηκώσω εγώ» ή στην άλλη περίπτωση να λάβει την απόφαση να μεταθέσει την αγωνία για μια απόφαση στον επόμενο κοκ. Έτσι η τρομερή άσκηση πίεσης με βαρύτατους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποίησε η κυπριακή ακροδεξιά κατά του Μακαρίου αμέσως μετά τη Ζυρίχη, έχει περάσει στη λειτουργούσα συμπεριφορά μεγάλης μερίδας της παραδοσιακής πολιτικής ελίτ της νήσου που μέσα της θέλει αλλά δεν μπορεί, που κατανοεί αλλά δεν προχωρά, που αντιλαμβάνεται αλλά δεν έχει το σθένος να σταθεί με αυτοπεποίθηση απέναντι στους χαρακτηρισμούς και την ανεδαφική ρητορία. Αυτό το στοιχείο έχει αποβεί χαρακτηριστικό μιας μεγάλης ιστορικής διαδρομής, η οποία αν και οδήγησε την νήσο στο περιθώριο, εντούτοις δεν απέκτησε μέχρι τώρα κάποιο «αντίδοτο».

 Έτσι ανεπτύχθη για δεκαετίες η διγλωσσία ως υποκατάστατο της αναποφασιστικότητας και του φόβου απέναντι στους χαρακτηρισμούς αλλά και της αγωνίας να μην κακοφανίσουμε κάποιο μέρος από τους ψηφοφόρους που πιθανώς να στείλουν «προειδοποιητικά» μηνύματα. Έτσι ή κάπως έτσι φτάσαμε στην ανάπτυξη της τέχνης της διγλωσσίας: λίγο υπέρ της ομοσπονδίας αλλά και λίγο εναντίον, στη Λευκωσία λίγο παραπάνω διζωνική ομοσπονδία, στην Αμμόχωστο λίγο αγωνιστική ομοσπονδία, λίγο υπέρ ενός κάποιου συμβιβασμού μέσα στο Εθνικό Συμβούλιο, λίγο αγώνας μέχρις εσχάτων στην ομιλία στο καθιερωμένο μνημόσυνο της Κυριακής. Έτσι «δύο λίγα» συνιστούν ένα κράμα που οδηγεί στην εικόνα που σήμερα παρατηρούμε, μια εικόνα σύγχυσης ως προς τι θέλουμε, τι επιδιώκουμε, μέσα σε ποιο πολιτικό περιβάλλον θα το υλοποιήσουμε και ποιες πλειοψηφίες διαμορφώνουμε για να κατευθύνουν το τρένο. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων οδηγεί σε ερωτηματικά για το τι ακριβώς επιδιώκουμε όταν λ.χ. δημιουργούμε  συνεχή αντιπαλότητα με τους απεσταλμένους του ΟΗΕ στο κυπριακό ή ότι οι διαπραγματεύσεις κάθε πενταετία αρχίζουν από «μηδενική βάση», γιατί οι συγκλίσεις του κάθε φορά προηγούμενου προέδρου αποδομούνται στην κάθε φορά προεκλογική περίοδο σε μια προφανή διάθεση διαγωνιστικής πλειοδοσίας όπως είθισται στις εκλογικές ημέρες στην καθ’ ημάς Ανατολή.

Σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης έχοντας μια δική της αίσθηση των πραγμάτων τάσσεται υπέρ του ιστορικού συμβιβασμού, φτάνοντας σε μια ερμηνεία περισσότερο από την δική της ανάλυση των πραγμάτων, παρά από την προσπάθεια των περισσοτέρων κομμάτων να δώσουν μια πειστική κατεύθυνση στα πράγματα. Έτσι μια κοινή γνώμη που αναπτύσσει υψηλού επιπέδου ευασθησίες για την κυπριακή τραγωδία, δεν μπορεί να ολοκληρώσει τον κύκλο της αναζήτησης με μια εξωστρεφή στρατηγική που θα οδηγήσει σε μια δραστήρια συμμετοχή της στην πολιτική διαδικασία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι οι εκδηλώσεις καταδίκης του πραξικοπήματος και της εισβολής είχαν έναν κοινό χαρακτηριστικό: την απουσία μαζικότητας! Η συμμετοχή των πολιτών σε ότι ονομάζουμε διπλωματία των μαζικών φορέων υπήρξε ο μεγάλος ηττημένος αυτής της 40χρονης διαδρομής του χρόνου μετά την εισβολή. Ήττα γιατί η συμμετοχή ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση κάθε προέδρου, η σιωπή ενισχύει τις χωριστικές τάσεις και ο εσωστρεφής θυμός ενισχύει τον φαύλο κύκλο της στασιμότητας.