Το τέλος του κράτους παροχών

 Ο πρόεδρος  της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών Ι. Νικολάου (23/9) έδωσε την πληροφορία με τον πιο επίσημο τρόπο: στα 4 ½ χρόνια που είναι εν ισχύ ο νόμος περί ποινικοποίησης του ρουσφετιού, ουδεμία καταγγελία έγινε για αυτό. Ουδείς δηλαδή κύπριος πολίτης σκέφθηκε ότι συνέβη αυτό, άρα ας ενεργοποιήσω τις πρόνοιες του νόμου έτσι που να ακυρωθεί το ρουσφέτι και να τιμωρηθεί  ο συντελεστής του. Τι σημαίνει αυτό; Ευθύνονται οι πολίτες που δεν έκαναν «το καθήκον» τους ή ο νόμος είναι υπερβολικά φιλόδοξος;

            Το ζήτημα όπως τίθεται σήμερα έχει τις ρίζες σε παλαιότερες εποχές όπως καθρεφτίζονται στα πρώτα ανεξαρτησιακά χρόνια. Διάφοροι παράγοντες της Κύπρου – κυρίως όσοι άντλησαν κύρος από τη συμμετοχή τους στον αγώνα της ΕΟΚΑ-δημιούργησαν δίκτυα σχέσεων με τα αγροτικά (κυρίως) στρώματα του πληθυσμού, έγιναν ευρύτερα γνωστοί και συμμετείχαν ύστερα στο κομματικό και κοινωνικό παιχνίδι από θέση ισχύος. Έτσι είχαμε κατά καιρούς κόμματα που λειτουργούσαν γύρω από ένα πρόσωπο, εξαντλούσαν την παρουσία τους σε ατομικές διευθετήσεις, δημιουργούσαν δίκτυα πελατειακών σχέσεων με το κράτος, χωρίς ταυτόχρονα να εξελίσσονται σε κόμματα ιδεών. Αυτό ήταν αρκετό: πρόσωπα με ορισμένα χαρίσματα, που μπορούσαν να απευθυνθούν αδιαμεσολάβητα στους πολίτες, έστηναν δίκτυο πελατειακών σχέσεων για να ικανοποιήσουν συχνά πρόσκαιρες προσωπικές στοχεύσεις. Να αποκτήσουν επιρροή στα πράγματα με πλήρης αξιοποίηση της δυνατότητας τους να προσφέρουν εξυπηρετήσεις στο ατομικό ή στο κλαδικό επίπεδο (μια ομάδα εργαζομένων, ένα αίτημα, μια συμπαράσταση).

            Το κυπριακό πελατειακό σύστημα ενδυναμώθηκε στα αμέσως μετά την εισβολή χρόνια όταν το κομματικό σύστημα κατείχε το ρυθμιστικό ρόλο  ειδικά στους διορισμούς  ή τις προαγωγές  στη δημόσια υπηρεσία. Η υποταγή του δημοσίου τομέα στο κομματικό σύστημα της ελεγχόμενης ψηφοθηρίας συνετέλεσε τα μέγιστα στη δημιουργία ενός συστήματος κομματικής λειτουργίας με άξονα την αναξιοκρατία ,την υποταγή στο ρυθμιστή του ρουσφετιού, και την ανάπτυξη κομμάτων με στόχους τη διευθέτηση των προβλημάτων ανάμεσα στο κράτος και το άτομο.

            Η πολιτική γι’ αυτούς ήταν μια απλή διευθέτηση: ο ψηφοφόρος να βρει καλύτερη θέση στο νοσοκομείο, ο στρατιώτης να έρθει όσο πιο κοντά στο σπίτι του χωρίς να υπάρχει θεσμική λύση για όλους, ο δημόσιος υπάλληλος να μην «μιλά πολύ» και κυρίως να «κοιτάζει τη δουλειά του», ο κοινοτάρχης να έχει δυνατότητες να λύσει προβλήματα της κοινότητάς του μόνο εάν ευθυγραμμίζεται με τις διαθέσεις του παράγοντα που τον ανέδειξε και τον στήριξε στην τοπική εξουσία. Με τους τρόπους αυτούς συστηματοποιήθηκε το κυπριακό πελατειακό κράτος. Παράλληλα, προσέφερε μια διεύρυνση του κομματικού συστήματος με  την ένταξη σε αυτό νέων κοινωνικών στρωμάτων στην πολιτική διαδικασία (αγρότες, μικρομεσαίοι) αλλά στο τέλος οδήγησε τα πράγματα στο φαύλο κύκλο του πελατειακού συστήματος. Αυτό σε συνδυασμό με την ανάπτυξη κομμάτων παλαιού τύπου έφερε τα πράγματα στο σημερινό αδιέξοδο. Κόμματα που δεν διεκδικούν μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων αλλά προσπαθούν να βρουν άλλες ισορροπίες στο σύστημα των εξυπηρετήσεων (οι εξυπηρετήσεις να αλλάξουν χρώμα, πρώτα αυτοί, ύστερα οι άλλοι ,μετά εμείς κ.ο.κ.).

            Η δυναμική που έχει αυτό το σύστημα ενίσχυσε την πίστη πολλών πολιτών σε πολλά κόμματα ότι αυτό (περίπου) είναι η πολιτική. Αυτή η αντίληψη είναι εξαιρετικά επικίνδυνη γιατί τελικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «όλοι είναι ίδιοι», και ότι ο αγώνας δεν έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά αλλά μόνο διακοσμητικές προσθαφαιρέσεις. Το κράτος – παροχών όπως το υπόσχονται ή το καταλαβαίνουν μερικοί, αυτό το κράτος που θα μοιράζει τα λάφυρα στους κάθε φορά νικητές, δεν υπάρχει πια. Μια απλή ματιά στη διόγκωση των αριθμών σε ορισμένους ημικρατικούς οργανισμούς και τα ελλείμματα στο δημόσιο τομέα πείθουν πως έτσι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε και οι «επιδοτήσεις» από το κράτος διαιωνίζουν απλώς τα αδιέξοδα.

            Το κράτος – παροχών μαζί με το πελατειακό σύστημα είναι σε βαθιά αδιέξοδα γιατί – αυτή τη φορά – πιέζονται και τα δύο να πάνε σε νέες ρυθμίσεις. Οι κανονισμοί λειτουργίας της Ε.Ε., η ανοικτή οικονομία, η δυνατότητα των επιχειρήσεων να πάνε εκτός Κύπρου, το ηλεκτρονικό εμπόριο, και η επανάσταση συνολικά τη πληροφορικής αποσυντονίζουν τις λογικές του πελατειακού συστήματος  και κυριολεκτικά το θέτουν σε μια φάση εκτός ελέγχου. Το κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα κάθε είδους αιτήματα, γι’ αυτό ακολουθεί  η διάψευση των ελπίδων και η απογοήτευση. Μια εύκολη συνταγή για να μειωθούν οι απογοητεύσεις από τους ψηφοφόρους είναι να αποδίδονται οι ευθύνες  στους  προηγούμενους, ή να φταίει για όλα η Ε.Ε. Έτσι ο φαύλος κύκλος μεγαλώνει, η κρίση βαθαίνει γιατί οι απαντήσεις αυτές διαψεύδονται από τα πράγματα. Ένα αδιέξοδο το αντιμετωπίζεις με σοβαρή ανάλυση του κυπριακού και του διεθνούς περιβάλλοντος, με εργαλεία ανάλυσης που να προωθούν, τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των μη προνομιούχων κυπρίων, και να οδηγούν σε υπέρβαση του σημερινού αδιεξόδου. Το τέλος της αυταπάτης ότι μια κυβερνητική αλλαγή είναι από μόνη της ικανή να αντιμετωπίσει αυτές τις εξελίξεις βεβαιώνεται από μια σειρά προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Κύπρος στις σχέσεις της με την Ε.Ε .

            Συνεπώς οι διαπιστώσεις του προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών Ι. Νικολάου απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα: το πελατειακό κράτος συνεχίζει να υπάρχει αλλά ο νόμος δεν πέτυχε οτιδήποτε. Έδωσε εντυπώσεις γιατί δεν μπορούσε να δώσει ουσία. Αυτή προκύπτει μέσα από μια διαφορετική λειτουργία του πολιτικού αγώνα, με κόμματα που να δουλεύουν σε μια άλλη κατεύθυνση δημιουργώντας μια κοινωνική δυναμική που να συμμετέχει, να κινητοποιείται για να αντιμετωπίσει με αλληλεγγύη τις νέες προκλήσεις. Λύσεις απλές και εύκολες δεν υπάρχου. Ορισμένα σημαντικά βήματα είναι εφικτά, φτάνει να απαντήσουμε με σύγχρονους όρους το τόσο απλό όσο και πολύπλοκο ερώτημα: ανάπτυξη, πώς, με ποιους και για ποιους.